tziolasp

ΑΕΙΦΟΡΟΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗ   ΜΙΚΡΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ ΤΗΣ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑΣ


ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ: Δ.Δ. ΜΕΣΟΒΟΥΝΟΥ ΤΟΥ Δ. ΒΕΡΜΙΟΥ  ΤΟΥ Ν. ΚΟΖΑΝΗΣ




ΕΠΙΒΛΕΠΟΥΣΑ ΚΑΘΗΓΗΤΡΙΑ: ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΕΥΗ



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΠΕΡΙΛΗΨΗ…………………………………………………….σελ. 9
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΚΡΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ
1.1. Βιώσιμη ανάπτυξη μικρών οικισμών της περιφέρειας εννοιολογικές προσεγγίσεις……………………………….…...σελ.10
 Εισαγωγή……………………….……………………………...σελ.10
1.2.     Εννοιολογικές προσεγγίσεις της                      ανάπτυξης....................................................................................σελ.11
1.2.1. Αειφόρος ανάπτυξη………………………………………σελ.16
1.2.2. Δείκτες αειφορίας……………………………………...…σελ.18
1.2.3. Βασικά σχέδια σχεδιασμού και αρχές αειφόρου ανάπτυξης……………...………………………………………..σελ.21
1.2.4. Ανάπτυξη και  περιβαλλοντικά προβλήματα που απορρέουν απο αυτή………...………………………………………………σελ.23
1.2.5. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τοπικές κοινωνίες:  μια πολλαπλά επωφελής σχέση……………….……………………σελ. 28

1.3. Βασικές έννοιες και παράμετροι που συνδέονται με τη αειφόρο ανάπτυξη των οικισμών………………………..……σελ.33
1.3.1.     Γενικά…………………….……………………………σελ.33
1.3.2.     Πόροι και διαχωρισμός τους…………………………..σελ.35
1.3.2.1. Τουριστικοί πόροι………………………….…………...σελ.38
1.3.3.     Σχέσεις οικισμών και πόλης……………………….…..σελ.41
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
2.1.        Πρότυπο βιώσιμου τουρισμού με χρήση ειδικων και εναλλακτικών μορφών τουρισμου………….…………………..σελ.43
2.2.        Ειδικές – εναλλακτικές μορφές τουρισμού……………σελ.44
2.3.        Φορείς τουρισμού περιβάλλοντος……………………..σελ.46
2.4.        Εθνικό στρατηγικό πλαiσιο αναφοράς 2007-2013
αναπτυξιακή στρητηγική για τον τομέα του τουρισμού, 2007-13 : στόχοι και προτεραιότητες…………………………..………….σελ.47
2.5.        Επιπτώσεις του τουρισμού……………………..……σελ.51
2.5.1.     Επιπτώσεις του τουρισμού στον τόπο προορισμού………………...……………………………………σελ.51
2.5.2.     Επιπτώσεις του τουρισμού στο φυσικό περιβάλλον…..σελ.52
2.5.3.     Επιπτώσεις του τουρισμού στους φυσικούς πόρους…..σελ.53
2.5.4.     Επιπτώσεις του τουρισμού στο δομημένο περιβάλλον..σελ.54
2.5.5.     Επιπτώσεις του τουρισμού στο κοινωνικο –πολιτιστικό περιβάλλον……………………………………………………...σελ.56
2.5.6.     Επιπτώσεις του τουρισμού στο οικονομικό περιβάλλον …………………………………………………………………..σελ.58
2.6.        Αρχές, στόχοι και πολιτικές τουριστικού σχεδιασμού για αειφόρο ανάπτυξη……………………………………………...σελ.60
2.6.1.     Πολιτικές για τον τουρισμό και το περιβάλλον……….σελ.61
2.6.2.     Αρχές για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού…..…..σελ.61
2.6.3.     Χάρτα για τον τουρισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη…...σελ.62
2.6.4.     Πολιτική της ευρωπαικής ένωσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού…………….…………………………………….σελ.64
2.6.5.     Προσεγγίσεις για μια πολιτική βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης……………………………………………………….σελ.66
2.6.6.     Ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό (σχέδιο ΚΥΑ – σε δημόσια διαβούλευση)…………...………………………….σελ.69
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Ο ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΟΡΕΙΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
3.1.        Αγροτικός τομέας των ορεινών οικισμών…….….…σελ.72
3.1.1.     Πολιτική ενίσχυσης του αγροτικού τομέα…………….σελ.73
3.2.        Χαρακτηριστικά της φυσικής και κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας των ορεινών περιοχών……..………………...σελ.74
3.3.        Πολιτικές και φορείς  για την ανάπτυξη του τουρισμού και την προστασία του περιβάλλοντος…………..………...…σελ.80
3.3.1.     Η αναπτυξιακή πολιτική για τις ορεινές περιοχές στην Ευρώπη………………………….……………………………....σελ.84
3.4.        Σχετικά με τον οικοτουρισμό………………………...σελ.89
3.4.1.    Οικοσύστημα…………………………………………...σελ.89
3.4.2.    Εναλλακτικός-αειφόρος τουρισμός…………………….σελ.89
3.4.3.    Φυσικός και περιβαλλοντικός τουρισμός………………σελ.90
3.4.4.    Τουρισμός άγριας ζωής……….…………….………….σελ.91
3.4.5.    Μορφές οικοτουρισμού…………..…………………….σελ.91
3.4.6.    Χαρακτηριστικά των οικοτουριστών…………………...σελ92
3.4.7.    Αίτια και παράγοντες ανάπτυξης του οικοτουρισμού.....σελ.93
3.4.8.    Αρχές και στόχοι του οικοτουρισμού……………….….σελ.94
3.4.9.    Οικοτουρισμός περιβάλλον και αειφορία…...……..…..σελ.96
3.4.10. Οικοτουρισμός και αειφόρος ανάπτυξη………………...σελ.97
3.4.11.  Ανάλυση πόρων και καταγραφή δυνάμει περιοχών οικοτουρισμού: μεθοδολογικές προσεγγίσεις……..……………σελ.99
3.4.12.  Στρατηγική προγράμματα και μέτρα πολιτικής οικοτουριστικής ανάπτυξης…………………………………....σελ.102
3.4.13.   Μελέτες προγραμμάτων/σχεδίων ανάπτυξης οικοτουρισμού……………………………………………..…..σελ.105
3.5.        Σχετικά με το θεσμικό πλαίσιο……………………..σελ.109
3.5.1.     Υπαγόμενες τουριστικές επενδύσεις μέσω του αναπτυξιακού Νόμου………………………………….………………………σελ109
3.5.2.     Είδη παρεχόμενων ενισχύσεων................…………...σελ.110
3.5.3.     Μη υπαγόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες & δαπάνες…………………………………….…………………..σελ.111
3.5.4.     Διαδικασίες ……………………….………………….σελ.113
ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΗΠΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
4.1.        Το πρόγραμμα του ΕΟΤ για την ήπια τουριστική ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισμών (1975-1992) ……………..…….σελ.115
4.2.         Η περίπτωση της Οίας στη Σαντορίνη……………....σελ.116
4.3.         Η ήπια τουριστική ανάπτυξη των οικισμών της Μάνης…………………………………………………………σελ.117
4.4.         Η περίπτωση της Βάθειας…………………………..σελ.119
4.5.         Η περίπτωση των Αρχανών Ηρακλείου Κρήτης..…..σελ.125
4.6.         Ο σύνδεσμος «των Ελλήνων οι Κοινότητες»……….σελ.129
4.7.         Τα «πράσινα χωριά» της Αυστρίας…………...……..σελ.131
4.8.              Η ανάπτυξη του αγροτουρισμού στην Ούμβρια της Ιταλίας…………………………………………………...…….σελ.132






ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ
 Δ.Δ. ΜΕΣΟΒΟΥΝΟΥ ΤΟΥ Δ. ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ
ΤΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΑΣ

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 5. ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΗΣ ΕΥΡΥΤΕΡΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΧΗΣ ΜΕΛΕΤΗΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ……………………………………………………………….σελ. 136
5.1.          Η φυσιογνωμία της δυτικής Μακεδονίας………..…σελ.136
5.2.          Κυριότερα χαρακτηριστικά της δυτικής Μακεδονίας……………………………………………………σελ.137
5.3.          Κλιματολογικά στοιχεία της δυτικής Μακεδονίας……………………………………………………σελ.141
5.4.          Η φυτική και ζωική παραγωγή στη δυτική Μακεδονία…………………………………………………….σελ.148
5.5.         Η λειτουργία της ΔΕΗ και τα περιβαλλοντικά προβλήματα στην περιοχή της Κοζάνης και της  Πτολεμαϊδας……………..σελ.155                                                                                                                                                                                                                                                        
5.6.         Ο Δήμος βερμίου και το Δ.Δ.Μεσόβουνου..………σελ.156
5.6.1.      Ιστορικά στοιχεία…………………….……...………σελ.158
5.6. 2.     Οικονομική ανάπτυξη…………………………...…..σελ.160
5.6.3.      Συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία του Δήμου Βερμίου……………………..…………………………………σελ.162
5.7.         Χαρακτηριστικά στοιχεία αειφόρου ανάπτυξης στο Μεσόβουνο………………………………………………...….σελ.163
5.7.1.      Τοπικά προϊόντα………………….…………...……..σελ.163
5.7.2.      Συνεταιρισμός παραγωγών Μεσόβουνου…….....…..σελ.166
5.7.3.      Εκτροφείο αγρίων ζώων στο Μεσόβουνο…….…….σελ.168


ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΤΥΞΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΒΟΥΝΟΥ………….…………………………...σελ.175

6.1.         Ανάπτυξη πολυδιάστατη, ολοκληρωμένη και αειφορική...................................................................................σελ.175
6.2.         Ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού………..…....σελ.177
6.3.         Οικοτουρισμός………………………………..…..…σελ.177
6.4.         Αγροτουρισμός …………………….………..………σελ.179
6.5.         Τουριστικά καταλύματα σε παραδοσιακά και διατηρητέα κτίρια ……………………………………………………….…σελ.182
6.6.          Γενικά συμπεράσματα…………..………………..…σελ.185



ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ………………………………………….……………Σελ.188


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ………………………………………...….σελ.192

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι: Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ  1964
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΙΙ: Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ  1975
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙΙ: ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ  RIO DE JANEIRO, 13 ΙΟΥΝΙΟΥ 1992
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV: ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΔΗΓΟΥ 21 RIO DE JANEIRO, 1992
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ  V: Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΓΗΣ (ΜΚΟ RIO DE JANEIRO
 1992)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI: ΧΑΡΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ (ΚΑΝΑΡΙΟΙ ΝΗΣΟΙ, 1995)
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII: Η ΧΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΜΕΞΙΚΟ, 1999
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII: ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΕΛΟΤ ΠΡΔ 1417
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙX: ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΗΠΙΩΝ- ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ





ΠΕΡΙΛΗΨΗ
Στην παρούσα εργασία εξετάζονται τρόποι αειφόρου ανάπτυξης μικρών οικισμών. Η προσοχή επικεντρώνεται σε μικρούς ορεινούς οικισμούς που δεν έχουν την δυνατότητα της «εύκολης ανάπτυξης» που έχουν οι παραθαλάσσιοι οικισμοί μέσω του μαζικού τουρισμού που επικράτησε τις τελευταίες δεκαετίες στον ελληνικό χώρο. Από την ευρύτερη διερεύνηση του θέματος μελετάται το δημοτικό διαμέρισμα του Μεσόβουνου του δήμου Βερμίου στην Κοζάνη και εξετάζονται τρόποι ανάπτυξης με το μικρότερο δυνατό κόστος στο περιβάλλον. Επιπρόσθετα μέσα από την εξέταση οικισμών με αειφόρο ανάπτυξη από τον ελληνικό και διεθνή χώρο αντλούνται συμπεράσματα γενικότερου ενδιαφέροντος για την αειφόρο ανάπτυξη μικρών οικισμών.
Η εργασία αποτελείται από δύο μέρη. Στο πρώτο μέρος  εξετάζονται γενικές έννοιες σχετικά με την αειφόρο ανάπτυξη προσπαθώντας να προσεγγίσουμε το θέμα πολυδιάστατα και με ότι έχει να κάνει με τρόπους ανάπτυξης φιλικούς προς το περιβάλλον που θα δίνουν τη δυνατότητα και στις επόμενες γενεές να χρησιμοποιούν τους φυσικούς πόρους όπως εμείς έχουμε τη δυνατότητα σήμερα. Εξετάζονται οι φυσικοί και οι τουριστικοί πόροι, ο βιώσιμος τουρισμός με τη χρήση ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού. Αναλύονται οι επιπτώσεις του τουρισμού στους φυσικούς πόρους, στο δομημένο περιβάλλον, στο κοινονικοπολιτιστικό περιβάλλον καθώς και στο οικονομικό περιβάλλον. Εξετάζονται επίσης οι πολιτικές για τον τουρισμό και το περιβάλλον σε ελληνικό και ευρωπαικό επίπεδο. Μελετώνται έννοιες σχετικές με το θέμα όπως ο οικοτουρισμός, ο φυσικός και περιβαλλοντικός τουρισμός. Δίδονται οι δυνατότητες και τα είδη των παρεχόμενων ενισχύσεων του αναπτυξιακού νόμου. Τέλος διερευνώνται περιπτώσεις ήπιας τοπικής ανάπτυξης οικισμών.
Το δεύτερο μέρος αποτελεί η μελέτη περίπτωσης της διπλωματικής εργασίας. Μελετάται το Δ.Δ. Μεσόβουνου με αναφορά στη φυσιογνωμία και στα κυριότερα χαρακτηριστικά της ευρύτερης περιοχής. Δίδεται η υφιστάμενη κατάσταση και προτείνονται τρόποι για βιώσιμη ανάπτυξη. Τέλος εξάγονται γενικά συμπεράσματα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1. ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΜΙΚΡΩΝ ΟΙΚΙΣΜΩΝ

1.1.Βιώσιμη ανάπτυξη μικρών οικισμών της περιφέρειας εννοιολογικές προσεγγίσεις
 Εισαγωγή

Η έννοια και το περιεχόμενο της «κοινότητας» και ιδιαίτερα των μικρών ορεινών οικισμών με τους οποίους πραγματεύεται η παρούσα εργασία παίρνει δια μέσου των αιώνων ιδιαίτερο νόημα και έχει ξεχωριστή και ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία στις ορεινότερες περιοχές της χώρας, όπου σηματοδοτεί σχέσεις, άτυπους θεσμούς και συμπεριφορές κοινωνικής αλληλεγγύης και αλληλοσυμπαράστασης των κατοίκων στις δυσκολίες της καθημερινότητας καθώς και κοινής αντιμετώπισης των φυσικών φαινομένων και καταστροφών. Η χρήση των φυσικών πόρων, όπως το νερό, η γεωργική γη, τα δάση και οι βοσκότοποι,  έχει δοκιμαστεί στο πέρασμα του χρόνου και έχει πάρει σήμερα τη συλλογική της διάσταση μέσα από συγκρούσεις και αλληλοτριβές μεταξύ των κατοίκων τόσο των ίδιων όσο και γειτονικών κοινοτήτων. Η φτώχεια και η ανέχεια αλλά και η ανεπάρκεια των φυσικών πόρων κληροδότησαν στους κατοίκους την δύναμη για την αντιμετώπιση της σκληρής ζωής της υπαίθρου αλλά και μια πρωτότυπη μορφή δυναμικής για την αειφόρο ανάπτυξη του τόπου τους.
Οι θεμελιακές αξίες μιας τέτοιας ανάπτυξης βρίσκονται στον αντίποδα της σημερινής γενικότερης πραγματικότητας που στο όνομα της ανάπτυξης και του ανταγωνισμού, απρογραμμάτιστα  και εντατικά κατασπαταλάται κάθε φυσικός πόρος είτε αυτός είναι ανανεώσιμος είτε όχι.
Αυτό γίνεται περισσότερο εμφανές στις παραθαλάσσιες περιοχές που  στο όνομα του βασικού προϊόντος που είναι ο μαζικός τουρισμός, χτίζεται κάθε ελεύθερος χώρος είτε αυτό είναι παραλία είτε κορυφογραμμή είτε πλαγιά, με τελικό αποτέλεσμα την ποιοτική υποβάθμιση της περιοχής και τα αντίθετα από τα αναμενόμενα αποτελέσματα, γιατί απομακρύνεται ο ποιοτικός τουρισμός που προσφέρει μεγαλύτερο και πιο σταθερό εισόδημα στους κατοίκους και διευρύνει την τουριστική περίοδο, αντίθετα η συνεχής δόμηση προσφέρει χαμηλής ποιότητας και ασταθή τουρισμό συρρικνώνοντας ουσιαστικά το τελικό αποτέλεσμα που είναι η ανάπτυξη του τόπου.

1.2. Εννοιολογικές προσεγγίσεις της ανάπτυξης

«Μια αναλυτική εξέταση των ποικίλων εννοιολογικών προσεγγίσεων της ανάπτυξης, ανεξάρτητα από κοσμοθεωρητικές, κοινωνικές, πολιτικές, αλλά και ειδικότερες επιστηµονοτεχνικές επιλογές, μονομέρειες και αποκλεισμούς, θα µπορούσε ενδεχομένως να συµβάλει σ' ένα επιστημονικά αξιόπιστο, κοινό συνθετικό τρόπο αντίληψης της, που ενώ δεν θα ισοπέδωνε τις αντικειμενικά δικαιολογημένες επιµέρους, ακόµη και αντίθετες οπτικές, θα αναδείκνυε τις "ουσιώδεις" συγκλίσεις τους, ως κοινό τόπο μεθόδου έρευνας, µελέτης και πραγματοποίησης της. Σε όλες τις θεωρίες για την ανάπτυξη, σε παγκόσμιο, εθνικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο, µε συγκεντρωτικό, ή αποκεντρωμένο και αυτοδιαχειριστικό χαρακτήρα και µε γεωγραφική, περιβαλλοντική ή τοµεακή αναφορά, µια σειρά από έννοιες, µε αντικειµενική υπόσταση, όπως αύξηση, εξέλιξη, κίνηση, μεταβολή, αλλαγή, που χαρακτηρίζουν ποιοτικά και ποσοτικά μεγέθη της, συναρτώνται µε άµεσο ή έµµεσο τρόπο:
(α) µε τις συγκεκριμένες συνθήκες της φυσικής και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας µιας υπό ανάπτυξη περιοχής, αλλά και µε τις τάσεις μεταβολής τους δια µέσου του χρόνου,
 (β)   µε τις συγκεκριμένες δυνατότητες αλλά και τους περιορισµούς των φυσικών και των ανθρωπίνων διαθεσίµων της,
(γ) µε τις σχέσεις, αλληλοσυνδέσεις, αλληλεξαρτήσεις και αλληλεπιδράσεις του ανθρώπου µε τη φύση, όπως αυτές απογράφονται στο κάθε φορά επίπεδο ισορροπίας τους, στο συγκεκριμένο φυσικό και δομημένο περιβάλλον,
(δ) µε την πολιτική βούληση των κοινωνικών δυνάμεων που βρίσκονται στην εξουσία, όπως αυτή καθορίζεται σε σχέση τόσο µε την κυρίαρχη κοινωνική συνείδηση, όσο και µε την συνολική κοινωνική δυναµική στις συγκεκριμένες συνθήκες.
         Θα µπορούσαµε συνεπώς να ισχυριστούμε ότι ανάπτυξη είναι µια νέα, διαφορετική απ τήν προηγούμενη κατάσταση ισορροπίας, συστημάτων, σχέσεων και αλληλεπιδράσεων, µε στόχο τη "βέλτιστη" αξιοποίηση των "πραγματικών" δυνατοτήτων της φυσικής και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, σύµφωνα µε το κάθε φορά κυρίαρχο κοινωνικό πλαίσιο αξιών και επιλογών.
Μια τέτοια θεώρηση, συναρτά τη συνείδηση και τις ιδέες µε τη φύση, και αναγορεύει τον πραγματικό αντικειμενικό κόσµο, την υλική δηλαδή φύση, ως βάση µιας διαδικασίας ανάπτυξης, που αξιοποιεί δημιουργικά τη γνώση των προηγουμένων καταστάσεων για να οικοδομήσει τη σηµερινή αλλά και την αυριανή, απορρίπτοντας την άποψη ότι η ανάπτυξη σταµατά σ' ένα ορισµένο στάδιο.
         Με βάση τα παραπάνω, θα µπορούσε βάσιµα να υποστηριχθεί ότι ο χαρακτήρας της ανάπτυξης είναι σύμφυτος µε τον χαρακτήρα της φύσης και της κοινωνίας και ότι κατά συνέπεια η διαλεκτική υπόσταση της φυσικής και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας αλλά και των αλληλεξαρτήσεων, των αλληλεπιδράσεων και των εξελικτικών και επαναστατικών μεταβολών τους, καθορίζουν και τον διαλεκτικό χαρακτήρα της ανάπτυξης.
Γιατί:
         (α) η φυσική και η κοινωνικοοικονομική πραγματικότητα αποτελούνται αντικειμενικά από ένα σύνολο στοιχείων, μεγεθών, εμφανίσεων, γεγονότων, φαινομένων, διεργασιών και διαδικασιών, που σχετίζονται, συνδέονται µεταξύ τους, αλληλεξαρτώνται και αλληλοεπηρεάζονται αλλά και αλληλοκαθορίζονται σε πολλά επίπεδα.
         (β) η φύση και η κοινωνία βρίσκονται πάντα σε µια κατάσταση διαρκούς κίνησης, µεταβολής, εξέλιξης, αλλαγής και ανανέωσης, όπου πάντα το "καινούργιο" θα γεννιέται, θα µάχεται το "παλιό" και θα πεθαίνει, δίνοντας όµως ξανά τη θέση του σ'ένα διαφορετικής ποιότητας "καινούργιο".
          (γ) η μεταβολή, η αλλαγή, η ανάπτυξη µ' άλλα λόγια των δυνατοτήτων της φυσικής και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, αποτελούν µια αέναη, πολύπλοκη διαδικασία εξελικτικών ποσοτικών µεταβολών, αλλά και ριζικών ποιοτικών αλλαγών, οργανικά δεµένων µεταξύ τους και έτσι ώστε η εξελικτική πορεία να προετοιµάζει, να υποβοηθεί και να στηρίζει τις βαθιές ποιοτικές αλλαγές, ενώ µε τη σειρά τους οι ριζικές αυτές αλλαγές θα κατοχυρώνουν και θα επιστεγάζουν τις εξελίξεις, συμβάλλοντας στην προοδευτική ανέλιξη της φύσης και της κοινωνίας.
        (δ) οι εσωτερικές αντιφάσεις που υπάρχουν στα στοιχεία και τα φαινόμενα της κάθε φορά συγκεκριμένης φυσικής και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, αλλά και των σχέσεων και των τάσεων μεταβολών τους, είναι σύµφυτες µ' αυτά, και οριοθετούν την διαρκή πάλη ανάµεσα στο "καινούργιο" που γεννιέται και αναπτύσσεται και στο παλιό όπου φθείρεται και πεθαίνει, σε βιολογικό, φυσικό, χηµικό και κοινωνικό επίπεδο.
         (ε) οι νέες, κάθε φορά, ιστορικά, συνθήκες, ισορροπίες και σχέσεις της φυσικής και της κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας, που σε µεγάλο βαθµό έχουν καθορισθεί και απ'  την συγκεκριµένη πράξη του ανθρώπου και των κοινωνικών οµάδων, συγκροτούν αντίστοιχα, νέα πεδία γνώσης της αλήθειας. Ο διαλεκτικός και δυναµικός χαρακτήρας της ανάπτυξης µε τη σειρά του, καθορίζει αντίστοιχα τόσο τον χαρακτήρα της γνώσης της αλήθειας για τα στοιχεία της υφιστάµενης κάθε φορά φυσικής και κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας, όσο και την σχέση της θεωρίας και της πράξης στη γνωστική διαδικασία. Έτσι, η γνώση αποτελεί µια πολύπλοκη δυναµική διαλεκτική διαδικασία, που ολοκληρώνοντας τις δυνατότητες της πείρας των αισθήσεων, της λογικής, της επιστηµονικής θεωρίας και της πράξης, προσεγγίζει µε τον πιο ολοκληρωµένο και δυναµικό τρόπο τα στοιχεία και τις σχέσεις της φυσικής και της κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας, υπερβαίνοντας τα όρια µιας απλής, στιγµιαίας, στατικής και µονοδιάστατης φωτογραφικής αναπαράστασης των περιγραµµάτων τους. » (Ρόκος 1988).

« Ανάπτυξη και Αποκέντρωση. Πολιτικές και Κοινωνικές Όψεις»

Από τον Ρόκο αναφέρεται ότι : η ανάπτυξη, είτε θα είναι Αποκεντρωμένη αλλά και Πλανητική και Ολοκληρωµένη, δηλαδή ταυτόχρονα οικονοµική, κοινωνική, πολιτική, τεχνική/τεχνολογική και πολιτισµική, σε διαλεκτική αρµονία και µε δηµιουργικό σεβασµό πάντα στο συγκεκριµένο κάθε φορά φυσικό και πολιτισµικό περιβάλλον, ή δεν θα υπάρχει καθόλου (Ρόκος 1963, 1964, 1967, 1976, 1980, 1995, 1998). Έτσι, στον αντικειµενικά πολυδιάστατο αξιολογικό όρο "ανάπτυξη", στον οποίο κάθε επιστηµονική πειθαρχία, αλλά και κάθε ιδεολογία, κοσµοθεωρία, κοινωνική οργάνωση, κοινωνική οµάδα και οι πολίτες ως πρόσωπα, άτοµα, παραγωγοί, εργαζόµενοι, επιστήµονες και δηµιουργοί δίνουν διαφορετικό νόηµα και περιεχόµενο, υπερτιµώντας σε µεγαλύτερο ή µικρότερο  βαθµό, ή υποτιµώντας αντίστοιχα κάποιες απ' τις διαστάσεις της,  µε τον επιθετικό προσδιορισµό Ολοκληρωµένη την θετικά φορτισµένη έννοια της αρµονικής, ειρηνικής µε τη φύση και τον άνθρωπο και συνεργιστικής σχέσης, αλληλεξάρτησης και αλληλεπίδρασης των θεµελιακών συστατικών της, δηλαδή του "οικονοµικού", του"κοινωνικού", του "πολιτικού", του "τεχνικού / τεχνολογικού" και του "πολιτισµικού" ενεργήµατος. Η Ολοκληρωµένη Ανάπτυξη, είναι γι' αυτό και Αξιοβίωτη, προεκτείνοντας, βαθαίνοντας και δυναµώνοντας ριζοσπαστικά την [µετά το 1976 και κυρίως µετά το 1980 µε τη δηµοσίευση της  World Conservation  Strategy, αλλά και το 1987 µε τη δηµοσίευση της Έκθεσης της Παγκόσμιας Επιτροπής για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη του ΟΗΕ (World Commission on Environment and Development), "Our Common Future"], θετική (από την άποψη της ανάγκης ∆ιατήρησης των Φυσικών ∆ιαθεσίµων και για τις επόµενες γενιές) αλλά µερική µόνο και συντηρητική έννοια της "βιώσιµης" ή "αειφόρου" ανάπτυξης. (Ρόκος 1995, 1998) Απ' την άλλη µεριά, η εξίσου θετικά φορτισµένη (πολιτικά, κοινωνικά, οικονοµικά, πολιτισµικά αλλά και διοικητικά, αυτοδιοικητικά και αναπτυξιακά) έννοια της αποκέντρωσης, (A. de Toqueville 1835, 1945, D.Lilienthal 1944, M.Duverger 1971), παραπέµπει αντικειµενικά σε άρνηση του συγκεντρωτισµού και της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης πολιτικής, οικονοµικής, πολιτισµικής και τεχνικής/τεχνολογικής εξουσίας σε εθνικά ή υπερεθνικά κέντρα και/ή  οργανωµένες κοινωνικές οµάδες, των οποίων η ευρύτατη και συχνά αυθαίρετη δικαιοδοσία παραβιάζει θεµελιώδεις αρχές και αξίες του πολιτισµού και φθάνει έως και τη ληστρική εκμετάλλευση ή και την καταστροφή των φυσικών και ανθρωπίνων διαθεσίµων µιας χώρας/περιφέρειας και όχι µόνο. » (Ρόκος 1998, 2000).
« Οι έννοιες του "όλου", του "συνόλου" και του "µέρους" στη φυσική και κοινωνικοοικονοµική  πραγµατικότητα και την "βιωσιµότητα" της ανάπτυξης
Η κάθε φορά συγκεκριµένη στο χώρο και το χρόνο φυσική και κοινωνικο οικονοµική πραγµατικότητα αποτελεί την αδιάσπαστη διαλεκτική ενότητα των πολυδιάστατων και πολύπλοκων σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων των στοιχείων, φαινοµένων και δράσεων που τις συγκροτούν, και γι’ αυτό ένα οργανικό «όλον» και όχι «σύνολον» διακριτών, ανεξαρτήτων µεταξύ τους και αυτονόµων µερών τα οποία υποτίθεται ότι αθροιζόµενα µηχανιστικά την συναπαρτίζουν. (Ρόκος 1980, 1998). Έτσι, για να τη γνωρίσουµε, να την κατανοήσουµε, να τη µελετήσουµε και να την αναλύσουµε ως «όλον», δεν µπορούµε να αρκεσθούµε, ούτε στις µερικές, ειδικές προσεγγίσεις «µερών» της µε τις δυνατότητες των ειδικών µεθοδολογικών εργαλείων των επιµέρους επιστηµών, αλλά ούτε και στις πραγµατικά περισσότερες, αλλά εντούτοις όχι επαρκείς, δυνατότητες του αθροίσµατός τους, που θα συγκροτούσε µια σχετικά καλύτερη «πολυεπιστηµονική» µεθοδολογία. Απαιτείται συνεπώς µια ολοκληρωµένη (µε την έννοια: τείνουσα διηνεκώς προς ολοκλήρωση), διαλεκτική και διεπιστηµονική  µεθοδολογία, µ’ άλλα λόγια το οργανικό «όλον» της αλληλεπίδρασης και συνεργιστικής σύνθεσης των δυνατοτήτων των µεθοδολογιών των φυσικών και των θετικών επιστηµών αλλά και των κοινωνικών επιστηµών των επιστηµών του ανθρώπου και των κατάλληλων σχετικών τεχνικών και τεχνολογικών εργαλείων, σύνθεσης η οποία θα εξασφαλίζει την βέλτιστη δυνατή αντίληψη και κατανόηση των στοιχείων, των χαρακτηριστικών και των νόµων, των µεγεθών και των ποιοτήτων, των φαινοµένων και των γεγονότων, των εξελίξεων και των διαδράσεων που συγκροτούν αλλά και διαµορφώνουν το «όλον» της φυσικής και της κοινωνικοοικονοµικής πραγµατικότητας (Ρόκος 1998). Αν θεωρήσουµε, γενικά, για ν’ αποφύγουµε τις αναπόδραστες  µερικότητες, τη σύγχυση και τις αντιφάσεις των σχετικών µ’ αυτή θεωριών και προσεγγίσεων (Rist 1997, Ρέππας 1991, WCED 1987, Ρόκος 1980, 2000), ότι:
Ανάπτυξη είναι  µια «καλύτερη» ισορροπία κοινωνικών και ανθρώπινων σχέσεων και συστηµάτων χρήσεων γης, παραγωγής, απασχόλησης, διανοµής και κατανάλωσης, σύµφωνα µε τις αξίες και τις επιλογές των δυνάµεων που βρίσκονται στην εξουσία, όπως αυτές µαχητικά συνυπάρχουν και αλληλεπιδρούν, στο φυσικό περιβάλλον, µε την συγκεκριµένη κάθε φορά κοινωνική δυναµική και την µέση κοινωνική συνείδηση (Ρόκος 1997),
η ανάπτυξη δεν µπορεί παρά να αποτελεί ένα οργανικό «όλον» των πολυδιάστατων και πολύπλοκων σχέσεων, αλληλεξαρτήσεων και αλληλεπιδράσεων των οικονοµικών, κοινωνικών, πολιτικών, πολιτισµικών και τεχνικών/τεχνολογικών ενεργηµάτων και προσπαθειών επίτευξης αυτής της αξιολογικής, και γι’ αυτό κάθε φορά διαφορετικής για τους ανθρώπους και τις κοινωνίες τους «καλύτερης» ισορροπίας. Έτσι, η αντικειµενική έννοια του «όλου» της ανάπτυξης δεν µπορεί:
ούτε να καtακερµατισθεί στις µερικότητες των θεµατικών/κλαδικών/τοµεακών µορφών της, (οικονοµική, αγροτική, βιοµηχανική κλπ.), µε αγνόηση των επιπτώσεων των δράσεών της στο φυσικό περιβάλλον και στο πολιτικό, κοινωνικό και πολιτισµικό πεδίο, ούτε να εγκιβωτισθεί σε συγκεκριµένο χώρο, σε ένα κράτος ή σε µια περιφέρεια, µε αγνόηση του τι αυτό συνεπάγεται για τον ευρύτερο, διεθνή και πλανητικό περίγυρό τους, ούτε να περιορισθεί στα χρονικά όρια ενός µικρού ή µεγάλου, µονοδιάστατου ή πολυδιάστατου, εθνικού ή υπερεθνικού σχετικού σχεδιασµού και προγράµµατος, αλλά και ούτε να αποκτήσει ως «αειφόρος» ή «βιώσιµη» (sustainable), µε κύριο θεµέλιό της την µερικότητα της οικονοµικής ανταγωνιστικότητας και της βιωσιµότητας των επιχειρήσεων και των κάθε φύσης ενεργηµάτων της, και τον παρενδυτικό και ψευδεπίγραφο γι’ αυτήν επιθετικό προσδιορισµό της «ολοκληρωµένης», όταν αυτό αποκλείεται εκ προοιµίου από την αυτονόητη µερικότητα της σύλληψής της (Ρόκος1998, 2000). » (Ρόκος 2001).

1.2.1.Αειφόρος ανάπτυξη

Σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό, αειφόρος ανάπτυξη είναι η «ανάπτυξη που καλύπτει τις ανάγκες του παρόντος χωρίς να θέτει σε κίνδυνο τη δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους ανάγκες», με άλλα λόγια η μέριμνα ώστε η σημερινή μεγέθυνση να μην υπονομεύει τις δυνατότητες μεγέθυνσης των μελλοντικών γενεών. Η αειφόρος ανάπτυξη έχει επομένως τρεις συνιστώσες - οικονομική, κοινωνική και περιβαλλοντική - που απαιτούν ισόρροπη πολιτική συνεκτίμηση. Η στρατηγική για την αειφόρο ανάπτυξη, που εγκρίθηκε το 2001 και αναθεωρήθηκε το 2005, συμπληρώνεται, μεταξύ άλλων, από την αρχή της ένταξης των περιβαλλοντικών προβληματισμών στις ευρωπαϊκές πολιτικές που έχουν αντίκτυπο στο περιβάλλον.
Σύμφωνα με τον ορισμό της Επιτροπής Brundtland (Ηνωμένα Έθνη 1987), «αειφόρος ανάπτυξη είναι η κάλυψη των αναγκών του παρόντος, χωρίς να διακυβεύεται η δυνατότητα των μελλοντικών γενεών να καλύψουν τις δικές τους».
Από ορισμένους κύκλους της χώρας μας προτάθηκε ο όρος βιωσιμότητα, βιώσιμη ανάπτυξη, ο οποίος έγινε αποδεκτός από κάποιους πολιτικούς και ακαδημαϊκούς κύκλους, ενώ χρησιμοποιείται ευρέως από το Υπουργείο Περιβάλλοντος και Δημοσίων Έργων (ΥΠΕΧΩΔΕ). Η επιλογή αυτή όμως δημιουργεί σύγχυση με τις οικονομικές επιστήμες γιατί ο ίδιος όρος χρησιμοποιείται για τη βιωσιμότητα των επενδύσεων η των επιχειρήσεων. Η ευρωπαϊκή επιτροπή πάντως χρησιμοποιεί πάγια το σωστό όρο αειφορία.
Η αειφορία, λοιπόν μπορεί να προσδιοριστεί πιο συγκεκριμένα ως εξής:
_ Συνίσταται στη συνειδητή και σώφρονα διαχείριση των πόρων, ιδιαίτερα των φυσικών, προς όφελος του σημερινού ανθρώπου, αλλά χωρίς την εξάντληση, την υποβάθμιση ή την καταστροφή τους, ώστε να συνεχίσουν να είναι χρήσιμοι στις επερχόμενες γενεές.
_ Απαιτεί την εξοικονόμηση των αναλώσιμων πόρων και τη διασφάλιση δυνατοτήτων πλήρους επανάκαμψης των ανανεώσιμων.
_ Αγγίζει όλους τους τομείς των ανθρώπινων δραστηριοτήτων, και ιδιαίτερα τους παραγωγικούς.
Προϋποθέτει:
Την εξέλιξη καλύτερων τεχνολογιών, ώστε η χρήση των πόρων να είναι περισσότερο αποτελεσματική.
Ορισμένους περιορισμούς στη χρήση πόρων που είναι σε ανεπάρκεια, όπως στην περίπτωση του χώρου (λογικοί περιορισμοί στην αστικοποίηση και στη δόμηση)
Τη βαθμιαία μεταβολή των προτύπων ζωής, ιδιαίτερα στον αναπτυγμένο κόσμο, ώστε να περιοριστεί ο υπέρμετρος καταναλωτισμός.
Είναι εμφανές από τα ανωτέρω ότι η υλοποίηση των αρχών της αειφορίας, λόγω του εύρους της έννοιας και της ανάγκης μετατροπής των προτύπων ανάπτυξης και διαβίωσης, παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες και προκαλεί αντιδράσεις. Θα απαιτηθεί πολύς χρόνος πριν αρχίσουν να φαίνονται τα πρώτα αποτελέσματα. Είναι όμως ενθαρρυντικό ότι έχει υιοθετηθεί από την παγκόσμια κοινότητα κρατών στη Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για τη ανάπτυξη και το Περιβάλλον, Rio de janeiro, Ιούνιος 1992, και επίσημα από την Ευρωπαϊκή Ένωση στη Συνθήκη του Maastricht. Αρχίζει επομένως να εμφανίζεται ως συστατικό των κυριότερων κοινοτικών πρωτοβουλιών στους τομείς του περιβάλλοντος, της οικονομικής περιφερειακής ανάπτυξης και της χωροταξίας. Παρά τις δυσκολίες λοιπόν, δεν αποκλείεται να αποτελέσει χρήσιμη μεθοδολογία αντιμετώπισης των σημερινών αδιεξόδων.

1.2.2. Δείκτες αειφορίας

Μια σειρά σημαντικών ερωτημάτων τίθενται γύρω από το ζήτημα της αειφόρου ανάπτυξης και της επίτευξης των στόχων της, όπως:
Τι σημαίνει πρακτικά ή έννοια της αειφόρου ανάπτυξης.
Πως θα ξέρουμε ότι προχωρούμε στη σωστή κατεύθυνση.
Πως προωθούμε τους στόχους της αειφορίας προς τις διάφορες κοινωνικές ομάδες και ιδιαίτερα σε τοπικό επίπεδο.
Για την απάντηση αυτών των ερωτημάτων έχουν ξεκινήσει ορισμένα κοινοτικά προγράμματα σε τοπικό επίπεδο σε διάφορες χώρες. Το 1992 στο seattle  (ΗΠΑ) ξεκίνησε το πιλοτικό πρόγραμμα “αειφόρο seattle”, με στόχο να εκτιμηθεί ποσοτικά ο βαθμός αειφορίας του seattle. Έτσι για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα των “δεικτών αειφορίας”, δηλαδή μιας σειράς δεικτών με τους οποίους εκτιμάται πόσο αειφόρος είναι η ανάπτυξη μιας περιοχής. Αργότερα, στη Μεγάλη Βρετανία 50 δήμοι εντάχθηκαν σε ένα πρόγραμμα, με στόχο την επεξεργασία στην πράξη τέτοιων εργαλείων, όπως οι δείκτες αειφορίας, ως ένα βήμα στην προσπάθεια να εκτιμηθεί κατά πόσο οι ακολουθούμενες πολιτικές οδηγούν πραγματικά στην αειφόρο ανάπτυξη.
Το όλο σύστημα των LA21 βασίζεται στην εκτίμηση των υφισταμένων συνθηκών του περιβάλλοντος και στην όσο το δυνατόν πιο ευρέα διάθεση αυτών των πληροφοριών σε μορφή κατανοητή από το κοινό. Ο χαρακτήρας των επεμβάσεων διαμορφώνεται από την κατάσταση του περιβάλλοντος αλλά και από τους στόχους προς επίτευξη και τη σχετική βαρύτητά τους που επίσης διαμορφώνονται στα πλαίσια της LA21. Επομένως σημαντικό στοιχείο αποτελεί η συμφωνία για τους δείκτες που χρησιμοποιούνται και για τους στόχους (χρονικά και ποιοτικά) που τίθενται.

Οι δείκτες αειφορίας ομαδοποιούνται σε διάφορες κατηγορίες
Παγκόσμια αειφορία
  Φυσικοί και ημιφυσικοί πόροι
   Τοπικό περιβάλλον

Οι δείκτες χρησιμοποιούν μετρήσιμα μεγέθη τα οποία δίνουν ένα μέτρο της κατάστασής των:
   Περιβαλλοντικών
   Τοπικών και
    Αναπτυξιακών
Χαρακτηριστικών της περιοχής που συνεισφέρουν στη δημιουργία των προβλημάτων ποιότητας ζωής στην τοπική κοινωνία. Περιλαμβάνουν “παραδοσιακά” περιβαλλοντικά μεγέθη αλλά επίσης και άλλα που δεν έχουν άμεση σχέση με το “περιβάλλον”.
Από την εμπειρία στις ΗΠΑ και την Μ. Βρετανία έχουν προταθεί 13 ομάδες δεικτών:
1. Δείκτες αποτελεσματικής χρήσης πόρων και μείωσης αποβλήτων/απορριμμάτων
2. Δείκτες ρύπανσης
3. Δείκτες βιοποικιλότητας
4. Δείκτες τοπικής ικανοποίησης αναγκών
5. Δείκτες πρόσβασης σε τρόφιμα, νερό, κατοικία και καύσιμα σε λογική τιμή
6. Δείκτες εργασίας
7. Δείκτες υγείας
8. Δείκτες πρόσβασης σε διευκολύνσεις, προϊόντα, υπηρεσίες, ανθρώπους
9. Δείκτες εγκληματικότητας και δίωξης
10. Δείκτες γνώσης και πληροφόρησης
11. Δείκτες συμμετοχής στη λήψη αποφάσεων
12. Δείκτες πολιτισμού και αναψυχής
13. Δείκτες αισθητικής και χρησιμότητας
Παρακάτω αναφέρονται παραδειγματικά ορισμένοι δείκτες αειφορίας:
Ποσοστό του πληθυσμού που χρησιμοποιεί δημόσια μέσα μεταφοράς
Μήκος των πεζοδρόμων η των δρόμων ήπιας κυκλοφορίας
Απώλεια θερμότητας από τα κτίρια
Αριθμός και κατάσταση των δένδρων σε μια περιοχή
Αριθμός χαρακτηριστικών και σπανίων ειδών σε μια περιοχή
Επίπεδα ρύπανσης και μόλυνσης
Πυκνότητα του πληθυσμού
Αριθμός των κατοικιών στο κέντρο της πόλης
Εκτάσεις που απαγορεύεται η δόμηση
Έκταση του περιαστικού πρασίνου
Έκταση της αγροτικής περιοχής
Αριθμός των κτιρίων που έχουν χαρακτηριστεί διατηρητέα
Έκταση της εγκαταλελειμμένης γης που έχει αξιοποιηθεί με ανάλογα προγράμματα


1.2.3. Βασικά σχέδια σχεδιασμού και αρχές αειφόρου ανάπτυξης

Σύμφωνα με τους Harley και Williams (1993), τρεις είναι οι βασικές λειτουργίες, που συμβάλουν ή διευκολύνουν την βιώσιμη ανάπτυξη.:

1. Τη λειτουργία διαμόρφωσης ενός σχεδίου/προγράμματος, που εκφράζει στρατηγικές, αρχές, στόχους, πολιτικές για τη χωρική οργάνωση δραστηριοτήτων, χρήσεων γης, οικιστικό δίκτυο κ.λπ.
2. Την αναπτυξιακή λειτουργία, που αναφέρεται στην προαγωγή/ενίσχυση ή στη ρύθμιση (νομοθετικό πλαίσιο) αναπτυξιακών δραστηριοτήτων, δικτύων υποδομής κ.λπ.
3. Τη ρυθμιστική/διακανονιστική λειτουργία, που αναφέρεται στον έλεγχο/λειτουργία θέσης και μορφής διαφόρων δραστηριοτήτων (κατασκευές, κατοικία κ.λπ.)
Οι αναπτυξιακές αρχές εστιάζονται στη βιωσιμότητα της ανάπτυξης, στην ορθολογική χρήση των περιβαλλοντικών πόρων και διακρίνονται, σύμφωνα με την άποψη ομάδας ειδικών (1991), στις ακόλουθες κατηγορίες:
Η αρχή της πλήρους αποτίμησης/αξιολόγησης των πόρων που αναφέρεται στην ανάγκη διαμόρφωσης ενός πλήρους εθνικού συστήματος αποτίμησης του κόστους περιβαλλοντικής προστασίας και αποκατάστασης των πόρων από ποικίλες παρεμβάσεις, προσδιορίζοντας μαζί με τις οικονομικές αξίες το περιβαλλοντικό και κοινωνικό κόστος/όφελος στην εξέταση διαφόρων έργων ή προτάσεων αλλαγής χρήσεων γης.
Η προληπτική/προνοητική αρχή, που αναφέρεται στις περιπτώσεις εκείνες που για λόγους πρόληψης αρνητικών επιπτώσεων επιβάλλεται να παραμείνουν άθικτοι ορισμένοι περιβαλλοντικοί πόροι-κυρίως όταν υπάρχει αβεβαιότητα ως προς το εύρος της επίδρασης από την ανθρώπινη δραστηριότητα.
Η αρχή του περιβαλλοντικού ισολογισμού, που καλύπτει περιπτώσεις ανανεώσιμων περιβαλλοντικών πόρων όπου επιβάλλεται ή χρήση τους σε επίπεδα «αειφόρου απόδοσης τους». Σε περίπτωση υπέρβασης τέτοιων επιπέδων επιβάλλεται, για την ανανέωση των πόρων, ο υπολογισμός του κόστους των πραγματοποιούμενων επεμβάσεων (έργων, δράσεων κ.λπ.)
Η αρχή της σχετικής σπανιότητας/έλλειψης, που αναφέρεται σε περιπτώσεις περιορισμένων η και εξαντλήσιμων πόρων όπου επιβάλλεται η διαμόρφωση ενός διαφορετικού ή ειδικού πλαισίου γνώσεων και συστήματος αξιών, που καλύπτει  σχέδια διαχείρισης, διερεύνηση εναλλακτικών η υποκατάστατων πόρων και εναλλακτικών πηγών εισοδήματος για τους παραγωγούς.
Η αρχή της σχέσης κοινότητας-τοπική κοινωνία- περιβάλλον, που θεωρεί ότι η σωστή σχέση μεταξύ μιας κοινότητας και του περιβάλλοντος της αποτελεί πλήρες και αναπόσπαστο τμήμα της αειφόρου ανάπτυξης.

Η αρχή της ισότητας, που αναφέρεται στην ανάγκη επίτευξης του μέγιστου βαθμού ισότητας μέσα σε κάθε χώρα/περιφέρεια και την κοινωνία της, αλλά και μεταξύ χωρών/περιφερειών. Μια τέτοια αναγκαιότητα προκύπτει από τις αρνητικέ ς επιπτώσεις στο περιβάλλον, που οφείλονται η προκαλούνται από τις δυνάμεις της αγοράς αλλά και τις ανισότητες ή τα επίπεδα φτώχειας.

1.2.4. Ανάπτυξη και  περιβαλλοντικά προβλήματα που απορρέουν απο αυτή.

Ρύπανση υδάτων

Με τον όρο ρύπανση υδάτων εννοούμε την οποιαδήποτε ανεπιθύμητη αλλαγή στα φυσικά, χημικά και βιολογικά χαρακτηριστικά του νερού των θαλασσών, λιμνών ή ποταμών, η οποία είναι ή μπορεί υπό προϋποθέσεις να γίνει ζημιογόνος για τον άνθρωπο, τους υπόλοιπους φυτικούς και ζωικούς οργανισμούς αλλά και τις βιομηχανικές διαδικασίες και τις συνθήκες ζωής. Πως δημιουργείται η ρύπανση των υδάτων ; Η ρύπανση των υδάτων δημιουργείται με την απελευθέρωση σε λίμνες, ποτάμια και θάλασσες ουσιών οι οποίες είτε διαλύονται, είτε κατακάθονται στον πυθμένα. Οι ρύποι αυτοί είναι πάρα πολύ και αυτό γιατί στο υδάτινο ορίζοντα καταλήγουν και οι ρύποι από την ρύπανση της ατμόσφαιρας και του εδάφους μέσω των βροχών και της απορροής.
Με την απελευθέρωση στο νερό ενέργειας υπό την μορφή θερμότητας ή ραδιενέργειας δημιουργείται η θερμική ρύπανση των υδάτων η οποία προκαλεί άνοδο στην θερμοκρασία του νερού. Ρύπανση των υδάτων είναι δυνατόν να δημιουργηθεί από μικροοργανισμούς των οικιακών αποβλήτων, από οργανικές ουσίες όπως το πετρέλαιο και τα προϊόντα του και από τοξικά μέταλλα.
Ο άνθρωπος απαιτεί πόσιμο γλυκό νερό για να επιβιώσει, γι` αυτό και σε όλη την περίοδο της εξέλιξης του ζούσε κοντά σε ποταμούς και λίμνες. Το νερό σαν τροφή και σαν πρώτη ύλη είναι τόσο στενά δεμένο με τη ζωή, ώστε να μπορεί να περιγράψει την ανθρώπινη πολιτιστική εξέλιξη.
Η βιομηχανική ανάπτυξη άρχισε με όλο και μεγαλύτερη απαίτηση για ενέργεια, πηγή της οποίας υπήρξε και το νερό. Βιομηχανικές διεργασίες, όπως η ψύξη και η πλύση, απαιτούσαν συνεχώς μεγαλύτερες ποσότητες νερού, ενώ ο αυξανόμενος πληθυσμός, ιδιαίτερα στις μεγάλες πόλεις, χρειαζόταν άφθονο, καθαρό και υγιεινό νερό. Η βιομηχανική χρήση του νερού για ψύξη καταλήγει στη θερμική ρύπανση του νερού. Κατά τη θερμική ρύπανση, μειώνεται το διαλυμένο οξυγόνο στο νερό, αυξάνεται η τοξικότητα των χημικών ρυπαντών, επιταχύνεται ο ρυθμός των φυσιολογικών λειτουργιών στους οργανισμούς και συχνά καταλήγουν στο θάνατο.
Σοβαρότερη, όμως υπήρξε η χημική ρύπανση του νερού από βιομηχανικά απόβλητα, αστικά λύματα και γεωργικές απορροές. Και από τότε, ζούμε στην εποχή του αλλοιωμένου, ρυπασμένου περιβάλλοντος.

Αστικά λύματα – Παθογενείς μολύνσεις

Δραστηριότητες που εμπλουτίζουν ή ρυπαίνουν υδάτινους αποδέκτες, είναι οι απορρίψεις που αφορούν ανθρώπινες χρήσεις. Τα ακάθαρτα νερά χαρακτηρίζονται από τη μεγάλη τους περιεκτικότητα σε οργανικά συστατικά και συνήθως αποχετεύονται σε θαλάσσιους, λιμναίους ή ποτάμιους αποδέκτες ή και απορροφητικούς βόθρους, ρυπαίνοντας έτσι και τα υπόγεια νερά.
Στη χώρα μας, οι απορροφητικοί βόθροι που εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται σε μεγάλο ποσοστό, αποτελούν το χειρότερο μέσο διάθεσης των ακάθαρτων νερών, αφού ρυπαίνουν το φυσικό αποδέκτη, το έδαφος και τα υπόγεια νερά.
Οι αστικές αυτές απορρίψεις με το μικροβιακό τους φορτίο προξενούν διάφορες μολύνσεις. Συγκεκριμένα, ορισμένα βακτήρια προξενούν τυφοειδή πυρετό, δυσεντερία, γαστρεντερίτιδα και χολέρα. Ιοί στο νερό και ορισμένα στελέχη τους προκαλούν πολυομελίτιδα και ηπατίτιδα, ενώ αυγά και νύμφες μερικών παρασίτων (ασκαρίδα κ.ά.) βρίσκονται πολλές φορές στα ακάθαρτα νερά, προκαλώντας άλλες ασθένειες. Οι τύποι των παθογόνων αυτών μικροοργανισμών βρίσκονται σε αστικά και κτηνοτροφικά λύματα.
Τα παθογενή μικρόβια και οι ιοί βρίσκουν συνήθως αφιλόξενο περιβάλλον στο θαλασσινό νερό και γρήγορα αδρανοποιούνται.
Μολύνσεις, όμως, αλλά ραδιενεργές, προκαλούνται στα νερά από ατυχήματα ή βλάβες στους πυρηνικούς σταθμούς και από πυρηνικές δοκιμές ή εκρήξεις.
Αγροτική ρύπανση
Η ρύπανση που προκαλείται στα νερά από τις γεωργικές δραστηριότητες αφορά τη ρύπανση από τα λιπάσματα που έχει σχέση με τον ευτροφισμό των νερών, καθώς και τη ρύπανση φυτοφαρμάκων. Η ρύπανση αυτή φτάνει στα επιφανειακά νερά μέσω της επιφανειακής απορροής με τα νερά της βροχής, ή με την επικοινωνία με τα υπόγεια νερά που εν τω μεταξύ έχουν ρυπανθεί από τη στράγγιση των νερών άρδευσης των αγρών.
Βιομηχανική ρύπανση
Αποτελούν τις υγρές βιομηχανικές απορροές (νερό ή παραπροϊόντα) που σχετίζονται με την παραγωγική διαδικασία της βιομηχανίας. Η βιομηχανική ρύπανση που επιβαρύνει τα νερά της Ελλάδας:
Οργανική, με επιπτώσεις στην κατανάλωση οξυγόνου των νερών, όπως από τις βιομηχανίες τροφίμων που είναι ανεπτυγμένες στην Ελλάδα (βιομηχανίες παστερίωσης γάλατος, σφαγεία).
Ρύπανση με θρεπτικά, με επιπτώσεις την εμφάνιση ευτροφισμού στα νερά όπως από βιομηχανίες λιπασμάτων ή βιομηχανίες επίσης.
Ρύπανση με βαρέα μέταλλα, όπως από χημικές βιομηχανίες και βυρσοδεψεία.
Θερμική ρύπανση από νερά ψύξης. Η μορφή αυτή ρύπανσης είναι περιορισμένη στην Ελλάδα.
Ευτροφισμός
Ο ευτροφισμός παρουσιάζεται σε λίμνες ή σε κλειστούς αβαθείς κόλπους κάτω από ορισμένες συνθήκες. Το αποτέλεσμα είναι να μεταβάλλεται η πανίδα και η χλωρίδα των νερών, η θέα τους να είναι ιδιαίτερα αντιαισθητική και, λόγω της πράσινης γλοιώδους επιφάνειας, να δυσκολεύεται η αλιεία. Επακόλουθο του ευτροφισμού είναι η προοδευτική επιδείνωση της ποιότητας του νερού, η μείωση της αισθητικής του αξίας, οι περιορισμένες δυνατότητες για ψυχαγωγία και σπορ.
Ρύπανση και ευτροφισμός δεν είναι το ίδιο πράγμα. Μία περιοχή μπορεί να είναι ρυπασμένη χωρίς να έχει γίνει ευτροφική. Για παράδειγμα, ρύπανση μπορεί να προξενηθεί από βιομηχανικά τοξικά απόβλητα που αναστέλλουν τις διαδικασίες της φωτοσύνθεσης. Οπωσδήποτε, όμως, ο ευτροφισμός μπορεί να οδηγήσει και σε ρύπανση, προξενώντας έλλειψη οξυγόνου στο νερό, μαζική ανάπτυξη φυκιών κ.ά.
Ιδιαίτερα περιβαλλοντικά προβλήματα
Λιγότερο συχνές στον ελληνικό θαλάσσιο χώρο είναι οι γνωστές διεθνώς “κόκκινες παλίρροιες”, που είναι αποτέλεσμα της εκρηκτικής παραγωγής ορισμένων φυτοπλακτογονικών οργανισμών. Συχνά, τέτοια φαινόμενα απαιτούν νηνεμία, ηλιοφάνεια, αυξημένη θερμοκρασία στο νερό και κυρίως αυξημένα επίπεδα θρεπτικών ουσιών.
Ρύπανση από πετρελαιοειδή
Τα πετρελαιοειδή έχουν την ιδιότητα να διασπείρονται και να εξαπλώνονται σε τεράστιες εκτάσεις, επειδή σχηματίζουν μονομοριακές στρώσεις. Έτσι, καλύπτοντας την επιφάνεια του νερού, εμποδίζουν την ανταλλαγή των αερίων μεταξύ αέρα και νερού και βλάπτουν τους υδρόβιους οργανισμούς. Ακόμη, το πετρέλαιο επιδρά στις τροφικές αλυσίδες, ρυπαίνει τις πηγές τροφής που βρίσκονται στην αρχή της τροφικής αλυσίδας, εμποδίζει την αναπαραγωγή της θαλάσσιας ζωής και μειώνει την φυσική αντίσταση των οργανισμών. Ωστόσο, πολλά βακτήρια που ζουν στο πετρέλαιο, έχουν την ικανότητα να το διασπούν, εξυγιαίνοντας έτσι τις ρυπασμένες περιοχές. Το πετρέλαιο διασπάται επίσης από την κίνηση του κυματισμού και της παλίρροιας.

Τοξικές χημικές ουσίες
Τοξικές χημικές ουσίες για τα υδάτινα οικοσυστήματα είναι τα βαριά μέταλλα, δηλαδή ο σίδηρος (Fe), το χρώμιο (Gr), ο μόλυβδος (Pb), ο υδράργυρος (Hg), το κάδμιο (Cd), ο ψευδάργυρος (Zn), το μαγγάνιο (Mn), ο χαλκός (Cu), το νικέλιο (Ni), το αρσενικό (As) κ.ά.
Ακόμη, φυτοφάρμακα, παρασιτοκτόνα, ζιζανιοκτόνα και οξέα πάνω από ένα όριο, προκαλούν δηλητηριάσεις, ανάσχεση της ανάπτυξης και της φωτοσύνθεσης, εκλεκτική συσσώρευση και απορρόφηση σε ορισμένα είδη. Ρυπάνσεις από παρασιτοκτόνα και ζιζανιοκτόνα προέρχονται από τα απόνερα των βιομηχανιών παραγωγής τους, από υφαντουργεία, από βιομηχανίες επεξεργασίας τροφών και από γεωργικές χρήσεις.
Η ρύπανση από βαριά μέταλλα στα ελληνικά υδάτινα οικοσυστήματα είναι σχετικά χαμηλή και σε παραπλήσια επίπεδα με εκείνα που δίνονται διεθνώς για περιοχές με σχετικά μικρή ρύπανση.
Όξινη βροχή
Το φαινόμενο της όξινης βροχής παρουσιάζεται όταν το νερό της βροχής έχει πολύ αυξημένες όξινες ιδιότητες, δηλαδή pH 5 ή και μικρότερο, λόγω οξέων τα οποία βρίσκονται στην ατμόσφαιρα. Πως δημιουργείται ;
Το διοξείδιο του θείου και του αζώτου, τα οποία εκλύονται στην ατμόσφαιρα από κάποια χημικά σκευάσματα, οξειδώνονται σε τριοξείδια, τα οποία στην συνέχεια με την παρουσία της υγρασίας της ατμόσφαιρας μετατρέπονται σε θεϊκό και νιτρικό οξύ. Τα οξέα αυτά είναι δυνατόν να μεταφερθούν από τους ανέμους σε μεγάλες αποστάσεις και να πέσουν στην Γη υπό την μορφή όξινης βροχής.
Επιπτώσεις της όξινης βροχής
Το φαινόμενο αυτό έχει πάρει μεγάλες διαστάσεις στην Κεντρική Ευρώπη και στις Σκανδιναβικές χώρες, στις οποίες ολόκληρες λίμνες έχουν νεκρωθεί από την όξινη βροχή. Ακόμα η όξινη βροχή προκαλεί σοβαρά προβλήματα στους φυτικούς οργανισμούς ,στις καλλιέργειες αλλά και στους ζωικούς οργανισμούς, κυρίως των λιμνών.
Η δράση της όξινης βροχής στα φυτά και τα δένδρα μπορεί να είναι άμεση, επιδρώντας δηλαδή στο υπέργειο τμήμα του φυτού και προκαλώντας την καταστροφή του, είναι όμως δυνατόν να επιδρά και έμμεσα περνώντας στο ριζικό σύστημα του φυτού μέσω του εδάφους.




1.2.5. Ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τοπικές κοινωνίες:  μια πολλαπλά επωφελής σχέση
Ένας μύθος που καλλιεργείται έντεχνα τον τελευταίο καιρό από τους θιασώτες των συμβατικών μορφών ενέργειας (κάρβουνου, πετρελαίου και άλλων - περισσότερο ή λιγότερο - ρυπογόνων καυσίμων) είναι ότι οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας (ΑΠΕ), και ιδιαίτερα η τεχνολογικά ώριμη και οικονομικά αποδοτική αιολική ενέργεια, ναι μεν παρουσιάζουν σοβαρά πλεονεκτήματα (περιβαλλοντικά, αναπτυξιακά, ενεργειακά, κλπ.), αλλά τα πλεονεκτήματα αυτά εκδηλώνονται και επηρεάζουν θετικά το κοινωνικοοινομικό γίγνεσθαι σε επίπεδο χώρας, ενώ ελάχιστα αφορούν τις τοπικές κοινωνίες. Ο σκοπός που καλλιεργείται μια τέτοια, τελείως ανακριβής αντίληψη, ένας τέτοιος μύθος, είναι προφανής : να παγιδευτούν οι τοπικές κοινωνίες στο εκβιαστικό δίλημμα : ή ρυπογόνες μορφές ενεργειακής ανάπτυξης που προσπορίζουν όμως οικονομικά οφέλη σε τοπικό επίπεδο (απασχόληση, αντισταθμιστικά, κλπ.), ή φιλικά προς το περιβάλλον ανανεώσιμα, χωρίς όμως ουσιαστική συνεισφορά στην τοπική ανάπτυξη.
Όμως, η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική και τους διαψεύδει εκκωφαντικά. Η συσσωρευμένη εμπειρία της τελευταίας 15ετίας, τόσο σε διεθνές επίπεδο (μόνο στην Ευρωπαϊκή Ένωση λειτουργούν ήδη πάνω από 40.000 MW σταθμών ΑΠΕ, από τους οποίους τα 24.000 MW είναι αιολικά πάρκα), όσο και στην Ελλάδα, όπου λειτουργούν ήδη περίπου 350 MW ανανεώσιμων, κυρίως αιολικά πάρκα, δείχνει καθαρά, και πέρα από κάθε αμφιβολία, ότι η ίδρυση και λειτουργία έργων ΑΠΕ εμπορικής κλίμακας δημιουργεί ισχυρούς πόλους τοπικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής αναβάθμισης και προσπορίζει πολλαπλά, μετρήσιμα και ουσιαστικά οφέλη στις τοπικές κοινωνίες, στις περιοχές των οποίων εγκαθίστανται τα έργα αυτά.
Πιο συγκεκριμένα, και με βάση τα καταγεγραμμένα απολογιστικά στοιχεία των εν λειτουργία έργων ΑΠΕ στην Ελλάδα, τα έργα αυτά :
1. Συμβάλλουν σημαντικά στην τοπική απασχόληση. Έτσι π.χ., για ένα τυπικό αιολικό πάρκο των 10 MW απαιτούνται :
120 ανθρωπομήνες απασχόλησης στη φάσης της κατασκευής του. Το 30 - 40 % αυτής της απασχόλησης προέρχεται από το ντόπιο εργατικό δυναμικό.
3-5 μόνιμοι εργαζόμενοι στη φάση λειτουργίας του, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι ντόπιοι.
Αλλά και τα αντίστοιχα απολογιστικά στοιχεία απασχόλησης στην κατασκευή και λειτουργία μικρών υδροηλεκτρικών έργων στη χώρα μας είναι και αυτά σημαντικά. Συγκεκριμένα, στη μεν φάση κατασκευής ενός τυπικού μικρού υδροηλεκτρικού ισχύος 5 MW απασχολούνται περίπου 50 άτομα για 11/2 χρόνο, στη δε φάση λειτουργίας/συντήρησής του απασχολούνται μόνιμα περίπου 6-10 άτομα.
Η συμβολή των έργων ΑΠΕ στην απασχόληση, τόσο την τοπική όσο και αυτήν σε εθνικό επίπεδο, γίνεται πραγματικά εντυπωσιακή εάν συμπεριληφθούν οι προοπτικές εγχώριας κατασκευής / συναρμολόγησης μεγάλων τμημάτων του ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού των έργων αυτών, όπως είναι οι πυλώνες των ανεμογεννητριών, οι μετασχηματιστές, κ.α. Οι προοπτικές αυτές, οι οποίες έχουν ήδη αρχίσει να υλοποιούνται στην Ελλάδα (εργοστάσιο ΡΟΚΑΣ στην Τρίπολη, εργοστάσιο ΒΙΟΜΕΚ στο Αλιβέρι), μπορούν να εκτοξεύσουν τη σχετιζόμενη με τις ΑΠΕ απασχόληση, ιδιαίτερα την τοπική, στα ύψη : σύμφωνα με τα έγκυρα και απόλυτα τεκμηριωμένα απολογιστικά στοιχεία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ("Wind Energy : The Facts", 1999), κάθε 10 MW αιολικής ενέργειας που εγκαθίστανται δημιουργούν σήμερα 150-190 νέες θέσεις εργασίας, κυρίως στη βιομηχανική παραγωγή του απαιτούμενου ηλεκτρομηχανολογικού εξοπλισμού.
2. Η λειτουργία έργων ΑΠΕ προσφέρει ένα μόνιμο και σημαντικό ετήσιο έσοδο στους τοπικούς Δήμους (2% επί του τζίρου τους), αλλά και στην τοπική οικονομία γενικότερα. Έτσι π.χ., ένα τυπικό αιολικό πάρκο των 10 MW :
Έχει κόστος κατασκευής 11 εκατ. Ευρώ περίπου (3,7 δισ. δρχ.), από τα οποία το 1,8 εκατ. Ευρώ (600 εκατ. δρχ.) δαπανάται τοπικά, σε εργολαβίες, προμήθειες, μισθούς στη φάση κατασκευής, κλπ.
Έχει τζίρο, από την πώληση της ηλεκτρικής ενέργειας που παράγει, περίπου 2 εκατ. Ευρώ (680 εκατ. δρχ.) το χρόνο, από τα οποία τα 40.000 Ευρώ (14 εκατ. δρχ.) το χρόνο (το 2%) εισφέρονται δια νόμου ως έσοδο στους τοπικούς Δήμους, για όλη τη διάρκεια ζωής του αιολικού πάρκου, δηλ. για τουλάχιστον 20 χρόνια (περίπου διπλάσιο είναι το σχετικό έσοδο των Δήμων από τη λειτουργία στην περιοχή τους ενός μικρού υδροηλεκτρικού έργου ισχύος 10 MW).
Απαιτεί, για τις ανάγκες λειτουργίας του, 35.000 - 50.000 Ευρώ (12-17 εκατ. δρχ.) το χρόνο σε τοπικές δαπάνες (μισθούς τοπικού μόνιμου προσωπικού, τοπικές εργολαβίες συντήρησης και επισκευών, κ.α.).
3. Η κατασκευή έργων ΑΠΕ σε μία περιοχή συνοδεύεται από την παράλληλη υλοποίηση σειράς αντισταθμιστικών οφελών, πέραν των άμεσων και μετρήσιμων οικονομικών εισροών και των δημιουργούμενων θέσεων απασχόλησης. Έτσι :
Κατασκευάζονται ή / και βελτιώνονται, χωρίς κόστος για τους δημότες, σημαντικά έργα υποδομής στην ευρύτερη περιοχή (οδικό δίκτυο, τηλεπικοινωνίες, ηλεκτρικό δίκτυο).
Κατασκευάζονται, ως αντισταθμιστικά οφέλη (χωρίς κόστος) για τους τοπικούς Δήμους, διάφορα κοινωφελή έργα, όπως κοινοτικοί δρόμοι, σχολεία, παιδικοί σταθμοί κ.α., ενώ προσφέρονται από τους επενδυτές και ανάλογες χορηγίες.
Προωθούνται νέες, εναλλακτικές και ιδιαίτερα κερδοφόρες μορφές τουρισμού στην περιοχή, όπως π.χ. ο οικοτουρισμός (επισκέψεις σε εγκαταστάσεις οικολογικών μορφών ενέργειας, όπως είναι τα αιολικά πάρκα).
4. Συντελούν αποφασιστικά στην προστασία του περιβάλλοντος μιας περιοχής, αφού περιορίζουν σε σημαντικό βαθμό τις εκπομπές επιβλαβών για την υγεία ρυπαντικών ουσιών, που προκαλούνται από την καύση ορυκτών καυσίμων (άνθρακα, πετρελαίου, αερίου). Έτσι, η κατασκευή και λειτουργία ενός αιολικού πάρκου 10 MW στη χώρα μας, έχει ως αποτέλεσμα την αποτροπή έκλυσης στην ατμόσφαιρα περίπου 465 τόννων το χρόνο διοξειδίου του θείου, 36 τόννων το χρόνο οξειδίων του αζώτου, 24 τόννων το χρόνο αιωρούμενων σωματιδίων και 25.500 τόννων το χρόνο διοξειδίου του άνθρακα (αερίου που είναι υπεύθυνο για το φαινόμενο του θερμοκηπίου). Υπενθυμίζεται ότι το φαινόμενο του θερμοκηπίου θεωρείται πια, σε παγκόσμιο αλλά και σε τοπικό επίπεδο, υπεύθυνο - σε πολύ μεγάλο βαθμό - για τις υπερβολικά αυξημένες θερμοκρασίες, ιδιαίτερα το καλοκαίρι, για την αυξημένη ξηρασία (μείωση της στάθμης των υδροφόρων οριζόντων και των επιφανειακών νερών), αλλά και για την αύξηση της έντασης καιρικών φαινομένων, όπως οι ξαφνικές και καταστρεπτικές πλημμύρες, κ.α. Έγκυρες μελέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έδειξαν ότι μία σημαντική υποκατάσταση των συμβατικών καυσίμων με ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, και κυρίως με αιολικά πάρκα που βρίσκονται ήδη στο στάδιο σχεδιασμού ή υλοποίησης, θα μπορούσε να συμβάλει στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στην ηλεκτροπαραγωγή τουλάχιστον κατά 11%, και επομένως να περιορίσει αντίστοιχα και τις δυσμενείς επιπτώσεις από το φαινόμενο του θερμοκηπίου.
Μία τελευταία, αλλά πολύ σημαντική πιστεύω, επισήμανση στο θέμα των περιβαλλοντικών επιπτώσεων τοπικών έργων ΑΠΕ : η προοπτική της κατασκευής και λειτουργίας ενός έργου αξιοποίησης εγχώριου και ανανεώσιμου ενεργειακού πόρου δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται από τις αρμόδιες αδειοδοτούσες υπηρεσίες, τις τοπικές και περιφερειακές, αλλά, πολλές φορές, και τις κεντρικές, μέσα σε περιβάλλον κενού. Δηλαδή, για τις υπηρεσίες αυτές, οι όποιες περιβαλλοντικές επιπτώσεις των έργων ΑΠΕ δεν μπορεί να εξετάζονται αφ'εαυτών αποκλειστικά και η επιλογή να είναι "υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου ή μη υλοποίησή του". Η πραγματική, η εύλογη επιλογή είναι άλλη, είναι "υλοποίηση του συγκεκριμένου έργου ΑΠΕ ή έργου άλλης ενεργειακής πηγής" (π.χ. λιγνίτη, άνθρακα, φυσικού αερίου, κλπ.), για να καλυφθεί η δεδομένη ενεργειακή ζήτηση σε τοπικό, περιφερειακό και εθνικό επίπεδο. Μέσα σε ένα τέτοιο πλαίσιο, ολοκληρωμένου ενεργειακού/ αναπτυξιακού/ περιβαλλοντικού σχεδιασμού, θα πρέπει να αποτιμηθούν και οι επιπτώσεις των έργων ΑΠΕ, τα πλεονεκτήματα ή και τα όποια μειονεκτήματά τους, πάντα δηλαδή συγκριτικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα που παρουσιάζουν οι εναλλακτικές λύσεις του ίδιου ενεργειακού προβλήματος. Εξαγωγή (δηλ. "ξεφόρτωμα") της λύσης σε άλλη περιοχή, και μάλιστα με δραστικά αυξημένο περιβαλλοντικό κόστος (βλ.




Πτολεμαϊδα / Μεγαλόπολη και λιγνίτη), είναι ηθικά, στρατηγικά και πολιτικά απαράδεκτη.
Δρ. Νίκος Βασιλάκος  Αντιπρόεδρος του Ομίλου για τη Διάδοση των ΑΠΕ (ELFORES)


1.3. Βασικές έννοιες και παράμετροι που συνδέονται με τη αειφόρο ανάπτυξη των οικισμών
1.3.1. Γενικά
Η παγκόσμια οικονομία εξαρτάται από τους φυσικούς πόρους, συμπεριλαμβανομένων των πρώτων υλών όπως τα ορυκτά, η βιομάζα και οι βιολογικοί πόροι, από τα περιβαλλοντικά μέσα όπως ο αέρας, το νερό και το έδαφος, από τους πόρους ροής όπως η αιολική, η γεωθερμική, η παλιρροϊκή και η ηλιακή ενέργεια καθώς και από το χώρο (περιοχή εδάφους).
Ανεξαρτήτως του κατά πόσον αξιοποιούνται για την παραγωγή προϊόντων ή ως καταβόθρες απορρόφησης των εκπομπών (έδαφος, αέρας και νερό), οι πόροι είναι καθοριστικής σημασίας για τη λειτουργία της οικονομίας και την ποιότητα της ζωής. Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιούνται τόσο οι ανανεώσιμοι όσο και οι μη ανανεώσιμοι πόροι, καθώς και η ταχύτητα με την οποία γίνεται η εκμετάλλευση των ανανεώσιμων πόρων έχουν ως αποτέλεσμα την ταχεία υποβάθμιση της ικανότητας του πλανήτη να αναγεννά τους πόρους και τις περιβαλλοντικές υπηρεσίες από τις οποίες εξαρτώνται η ευμάρεια και η οικονομική μας ανάπτυξη. Η ταχέως αυξανόμενη ζήτηση του ανθρώπου για τρόφιμα, νερό, ξυλεία, ίνες και καύσιμα τα τελευταία πενήντα χρόνια έχει μεταβάλει τα οικοσυστήματα ταχύτερα και σε μεγαλύτερη κλίμακα  απ΄ ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη συγκρίσιμη περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. (όπως αναφέρει και η πρόσφατη αξιολόγηση της χιλιετίας για τα οικοσυστήματα:  Η αξιολόγηση των οικοσυστημάτων της χιλιετίας, οικοσυστήματα και ευζωία του ανθρώπου.
 (http://www.millenniumassessment.org/en/index.aspx).)
Εάν σε ευρωπαϊκό επίπεδο διατηρηθούν οι τρέχουσες συνήθειες χρήσης των πόρων, θα συνεχιστούν η υποβάθμιση του περιβάλλοντος και η αποδυνάμωση των φυσικών πόρων. Το θέμα έχει παράλληλα παγκόσμια διάσταση. Η ΕΕ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από πόρους εκτός της Ευρώπης, γίνονται δε παγκοσμίως αισθητές οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις της χρήσης των πόρων από την ΕΕ και τις υπόλοιπες μεγάλες οικονομικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα, οι μεγεθυνόμενες οικονομίες του αναπτυσσόμενου κόσμου, όπως της Κίνας, της Ινδίας και της Βραζιλίας, αναλώνουν φυσικούς πόρους με ολοένα μεγαλύτερο ρυθμό.
Εάν σε ολόκληρο τον κόσμο ακολουθούσαν τις παραδοσιακές συνήθειες κατανάλωσης, υπολογίζεται ότι εντός 20 ετών θα τετραπλασιαζόταν η παγκόσμια χρήση πόρων. Ο αρνητικός αντίκτυπος στο περιβάλλον θα ήταν στην περίπτωση αυτή ουσιώδης. Εναλλακτική δυνατότητα αποτελεί η υιοθέτηση συντονισμένης αντιμετώπισης και η προκαταβολική αναγνώριση της ανάγκης για στροφή σε συνήθειες χρήσης κατά πλέον αειφόρο τρόπο, οι οποίες μπορούν να αποφέρουν περιβαλλοντικά και οικονομικά οφέλη στην Ευρώπη και παγκοσμίως.
Η πρόκληση που καλούνται να αντιμετωπίσουν οι υπεύθυνοι για τη χάραξη των
πολιτικών είναι πώς είναι δυνατόν να διευκολύνουν και να τονώσουν την οικονομική ανάπτυξη εξασφαλίζοντας παράλληλα ότι δεν θα επιδεινωθεί η κατάσταση του περιβάλλοντος. Δεν πρόκειται για ανταγωνιστικούς στόχους. Η αποτελεσματική αξιοποίηση των πόρων συμβάλλει στην ανάπτυξη. Η αναποτελεσματική χρήση πόρων και η υπέρμετρη εκμετάλλευση ανανεώσιμων πόρων αποτελούν μακροπρόθεσμους ανασχετικούς παράγοντες για την ανάπτυξη.
Η αειφόρος χρήση των πόρων, συμπεριλαμβανόμενης της βιώσιμης παραγωγής και κατανάλωσης, είναι κατά συνέπεια καθοριστικής σημασίας συστατικό στοιχείο της μακροπρόθεσμης ευμάρειας τόσο εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο. Η πολιτική που πρέπει να χαραχθεί τόσο σε ευρωπαϊκό όσο και σε παγκόσμιο επίπεδο πρέπει να δίνει πρώτη προτεραιότητα στη βασιμότερη  χρήση των φυσικών πόρων  (στρατηγική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την ανάπτυξη και την απασχόληση που εγκρίθηκε κατά την εαρινή Διάσκεψη Κορυφής το 2005).
Εάν εφαρμοστεί η εν λόγω προσέγγιση θα συμβάλει ώστε η παγκόσμια οικονομία να καταλήξει σε μία κατάσταση κατά την οποία οι αναπτυξιακοί στόχοι να επιτυγχάνονται χρησιμοποιώντας αποτελεσματικότερα τους φυσικούς πόρους, δίχως περαιτέρω υποβάθμιση του υποβάθρου των φυσικών πόρων.

1.3.2. Πόροι και διαχωρισμός τους
Πόροι είναι όλα εκείνα τα στοιχεία που έχουν χρησιμότητα (αξία) για τον άνθρωπο. Οι φυσικοί πόροι διαχωρίζονται ανάλογα με το αν ανανεώνονται φυσικά η είναι εξαντλήσιμοι, έτσι έχουμε τους εξαντλήσιμους η αναλώσιμους και τους ανανεώσιμους φυσικούς πόρους. Οι ανανεώσιμοι όμως μπορεί να υποστούν ποιοτική υποβάθμιση και να χάσουν τη χρησιμότητά τους και να γίνουν τελικά αναλώσιμοι. Για παράδειγμα αναφέρουμε την μόλυνση του νερού και την διατάραξη των φυσικών κύκλων του με τελικό αποτέλεσμα την μη δυνατότητα της επαναχρησιμοποίησης του, την ατμοσφαιρική ρύπανση, την οξίνιση των εδαφών με την συνεχή χρήση λιπασμάτων και τελικώς την μη δυνατότητα παραγωγής προϊόντων κ.α.
Οι ανθρωπογενείς πόροι είναι ανανεώσιμοι, συχνά όμως η ανανέωση τους προϋποθέτει την κατανάλωση φυσικών πόρων, οπότε πρέπει να θεωρηθούν έμμεσα μη ανανεώσιμοι. Για παράδειγμα ο οικοδομικός πλούτος μπορεί να ανανεωθεί, καταναλώνοντας χώρο και διάφορες πρώτες ύλες, όπως ξυλεία που μπορεί να είναι ανεπαρκής και ενέργειας δηλαδή πόρων ενδεχομένως μη ανανεώσιμων.
Οι ελαστικοί πόροι είναι αυτοί που μπορεί να υποβαθμιστούν από τις επιπτώσεις των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αλλά όταν αρθούν οι πιέσεις που προκαλούν την υποβάθμιση μπορούν να αποκατασταθούν. Για παράδειγμα τα μεσογειακά δάση μετά τις πυρκαγιές μπορούν με τα χρόνια να επανέλθουν στην προηγούμενη κατάσταση εάν αποφευχθεί η βόσκηση και η διάβρωση των εδαφών από τις βροχές με την κατασκευή φραχτών και άλλων αντιδιαβρωτικών έργων. Οι ανελαστικοί πόροι παραμένουν υποβαθμισμένοι, ενώ η αποκατάστασή τους είναι είτε αδύνατη είτε εξαιρετικά μακροχρόνια και δαπανηρή. Όπως συμβαίνει με το φυσικό χώρο ο οποίος όταν αστικοποιηθεί δεν μπορεί να επανέλθει σε φυσική μορφή και λειτουργία παρά μόνο μετά από εξαιρετικά δυσχερείς, δαπανηρές και χρονοβόρες ως προς το αποτέλεσμα παρεμβάσεις.
Το ανθρώπινο δυναμικό μπορεί να θεωρηθεί ως πόρος κοινωνικός και παραγωγικός και συχνά αναγκαίος για τη χρήση των υπολοίπων πόρων. Σε εκτεταμένη και συστηματική μορφή το ανθρώπινο δυναμικό ως πόρος εκμεταλλεύτηκε και συνδέθηκε με την βιομηχανική επανάσταση, ενώ διατηρείται ακόμα και σήμερα σε διάφορες μορφές και εντάσεις.
Πίνακας 1 Κύριοι πόροι
Είδος πόρου Υλικοί (Υ)
Άυλοι (Α) Ανανεώσιμοι(Α)
Μη Ανανεώσιμοι(Μ) Αναλώσιμοι (ΑΝ)
Μη Αναλώσιμοι (ΜΑΝ)
Υποβαθμίσιμοι (ΥΠ) Ελαστικοί (ΕΛ)
Ανελαστικοί (ΑΝΕΛ)
Φυσικοί
Βιοποικιλότητα Υ Α ΑΝ ΕΛ+ΑΝΕΛ
Χώρος Υ Μ ΜΑΝ+ΥΠ ΑΝΕΛ
Έδαφος Υ Α ΜΑΝ+ΥΠ ΑΝΕΛ
Υδατικοί πόροι
-Επιφανειακά ύδατα
-Υπόγεια ύδατα Υ Α ΑΝ ΕΛ
Ατμόσφαιρα Υ Α ΜΑΝ+ΥΠ ΕΛ
Ορυκτός Πλούτος Υ Μ ΑΝ ΑΝΕΛ
Ενέργεια
-Ηλιακή
-Γεωθερμική
-Κινητική (αιολική υδραυλική)
-Βιομάζα Υ Α ΑΝ ΕΛ
Κλίμα Υ+Α Α ΜΑΝ+ΥΠ ΕΛ
Ανθρωπογενείς
Πολιτιστική κληρονομιά Υ+Α Μ ΜΑΝ+ΥΠ ΕΛ
Υποδομές Υ Α ΜΑΝ+ΥΠ ΕΛ
Οικισμοί Υ Α ΜΑΝ+ΥΠ ΕΛ
Τοπία Υ Μ ΜΑΝ+ΥΠ ΕΛ+ΑΝΕΛ
Ανθρώπινο δυναμικό Α Α ΜΑΝ ΕΛ
Κεφάλαιο Υ+Α Α ΑΝ ΕΛ
Η θερμική και η πυρηνική ενέργεια προϋποθέτουν την κατανάλωση ορυκτών πόρων.
(ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΕΣ ΕΠΙΠΤΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΜΕΘΟΔΟΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΤΟΥΣ ΤΟΜΟΣ Α)

1.3.2.1. Τουριστικοί πόροι
Τουριστικοί πόροι θεωρούνται τα μνημεία όλων των εποχών (προϊστορικά, κλασικής αρχαιότητας, μεσαιωνικά, βυζαντινά και νεότερα), τα παραδοσιακά κτίσματα και οι οικισμοί, αλλά και σύγχρονα κτίσματα, τόποι ή μνημεία.
Επίσης το αγροτικό περιβάλλον (τοπίο η περιβάλλον χώρος) αποτελεί τουριστικό πόρο, μέρος της ταυτότητας μιας συγκεκριμένης περιοχής. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τέτοιων τοπίων συναντά κανείς σε όλη την ελληνική περιφέρεια με τις αναβαθμίδες, τα καλντερίμια, τις αγροικίες, τους παλιούς νερόμυλους κ.λπ. Το αγροτικό περιβάλλον αποτελεί τμήμα του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος, καθώς προέκυψε ως αποτέλεσμα των ανθρώπινων παρεμβάσεων που αποσκοπούσαν στην καλλιέργεια μιας περιοχής και γενικότερα στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων για την κοινωνικοοικονομική τους ανάπτυξη.
Στον παρακάτω πίνακα περιγράφονται οι κυριότεροι τουριστικοί πόροι, υποδομές και υπηρεσίες της προσφοράς:


Πόροι, υποδομές και υπηρεσίες της προσφοράς
Φυσικοί και περιβαλλοντικοί πόροι Πολιτισμικοί και ιστορικοί πόροι Ανθρωπογενείς πόροι Υποδομές και υπηρεσίες
Φυσικό περιβάλλον Μνημεία Παραδοσιακοί οικισμοί Ξενοδοχεία
Κλίμα Ιστορία περιοχής Κτίρια Πρακτορεία
Ακτές Παράδοση περιοχής Παραδοσιακή αρχιτεκτονική Εταιρείες μεταφορών (αεροπορικές, θαλάσσιες, οδικές)
Ορεινοί όγκοι Ήθη και έθιμα Μουσεία Λιμάνια
Τοπία Τοπία Ιστορικά κέντρα πόλεων Αεροδρόμιο
Λίμνες Θρησκεία Θεματικά πάρκα Οδικό δίκτυο
Φαράγγια Πολιτιστικές δραστηριότητες και εκδηλώσεις Περιβαλλοντικά πάρκα και προστατευόμενες περιοχές Υποδομές αθλητισμού
Σπηλιές Γλώσσα μορφές τέχνης Τοπία Επιχειρήσεις εστίασης και αναψυχής
Θαλασσα Παραδοσιακά παραγόμενα προϊόντα Άλλες τουριστικές επιχειρήσεις και δραστηριότητες (αθλητισμός, animation, ξεναγήσεις, συνέδρια κ.λπ.)
Άγρια φύση
Εθνικοί δρυμοί
Περιβαλλοντικά πάρκα και προστατευόμενες περιοχές

Οι φυσικοί και περιβαλλοντικοί πόροι καλύπτουν ορισμένα από τα βασικότερα κίνητρα των τουριστών στον σύγχρονο κόσμο, ο πλούτος, η ποικιλία τους και κυρίως η διαχείριση και η προστασία τους αποτελούν σημαντικές παραμέτρους της ζήτησης τους. Αποτελούν τη βάση για οργανωμένα ταξίδια διακοπών, αλλά και για ταξίδια ειδικών κινήτρων (αγροτουρισμός, οικοτουρισμός, ορεινός τουρισμός κ.λπ.)
Οι πολιτισμικοί και ιστορικοί πόροι αποτελούν τον δεύτερο σημαντικό άξονα των κινήτρων της ζήτησης, με ιδιαίτερο χαρακτηριστικό την «επικοινωνία» ανάμεσα σε λαούς και πολιτισμούς, στην ομάδα αυτή, πολύ συχνά η ανθρώπινη παρέμβαση δίνει τη μορφή «τουριστικών» πόρων , ενώ και σε αυτή καταγράφονται ταξίδια με κίνητρο τις διακοπές αλλά και ταξίδια ειδικών κινήτρων: πολιτιστικός τουρισμός εκπαιδευτικός τουρισμός κ.λπ.
Οι ανθρωπογενείς πόροι είναι συνήθως σύνθετοι (πολιτισμός, ιστορία,    περιβάλλον) δημιουργημένοι από τον άνθρωπο. Η χρήση αυτών των πόρων μπορεί να αφορά αποκλειστικά τους τουρίστες (π.χ. θεματικά πάρκο Ντίσνεϋλαντ) η όχι (π.χ. οι παραδοσιακοί οικισμοί της υπαίθρου).
   Τα τοπία και τα περιβαλλοντικά πάρκα (υπό αυτήν την έννοια μπορούν να θεωρηθούν ως «σύνθετοι» τουριστικοί πόροι) μπορούν να θεωρηθούν δυο περιπτώσεις πόρων που μπορούν να ταξινομηθούν σε παραπάνω από δυο ομάδες. Ο λόγος είναι ότι αποτελούν τη σύνθετη διαφοροποίηση στοιχείων: περιβάλλον, πολιτισμός, ιστορία κ.λπ., καθώς και ότι η παρέμβαση του ανθρώπου είναι λιγότερο η περισσότερο σημαντική στη διαμόρφωσή τους ως «πόρων».
Οι υποδομές και υπηρεσίες της τουριστικής περιοχής αποτελούν τη βάση στην οποία στηρίζεται ο τοπικός τουριστικός τομέας. Το εύρος, η ποιότητα, η εξειδίκευση και η σωστή διαχείριση τους αναδεικνύονται σε σημαντικούς παράγοντες για τον καθορισμό των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της προσφοράς κάθε περιοχής.
Τα σύνθετα χαρακτηριστικά του συνόλου αυτών των πόρων, υποδομών και υπηρεσιών συγκροτούν και την «εικόνα» που προβάλει η περιοχή στα πλαίσια του ανταγωνισμού σε εθνικό και διεθνές επίπεδο.

1.3.3. Σχέσεις οικισμών και πόλης
Η εκμετάλλευση της γης ως φυσικού πόρου σήμερα έχει πάρει άλλες διαστάσεις σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Η ισορροπία της πόλης και της ευρύτερης περιφέρειας στηριζόταν στις ανταλλαγές προϊόντων και υπηρεσιών έχοντας ως αποτέλεσμα και μια ισοτιμία σε επίπεδο πληθυσμιακό, οικονομικό και επομένως πολιτικό. Οι πόλεις συγκέντρωναν τις δραστηριότητες του δευτερογενούς και τριτογενούς τομέα όπως η μεταποίηση και οι υπηρεσίες, ενώ η ύπαιθρος εκείνες του πρωτογενούς, κυρίως της γεωργίας, της κτηνοτροφίας και της αλιείας.
Η ισορροπία αυτή δεν ήταν πάντα σταθερή, άλλαζε κατά καιρούς από πολιτικά ή κοινωνικά γεγονότα (πολέμους, εισβολές, μετακινήσεις πληθυσμών, κ.α.). Όμως οι επιπτώσεις ήταν συνήθως αναστρέψιμες και η ισορροπία με τον καιρό επανερχόταν. Σήμερα η ισορροπία αυτή έχει ανατραπεί και οι αρνητικές επιπτώσεις είναι πια μόνιμες.
Λόγω της αυξανόμενης κερδοσκοπίας που βασίζεται στη γη από την αυξανόμενη αστυφιλία, η πόλη επεκτείνεται σε όλο τον περιαστικό της χώρο, οι βιομηχανικές και οι αστικές περιοχές επεκτείνονται εις βάρος της αγροτικής και δασικής γης των ακτών και πολύτιμων βιοτόπων. Αλλά και οι δύσκολες καθημερινές συνθήκες που επικρατούν στις πόλεις εντείνουν την ανάγκη δεύτερης κατοικίας που σε συνδυασμό με την τουριστική ζήτηση και την μεγάλη χρήση των Ι.Χ. αυτοκινήτων δημιουργεί πρόσθετες ανάγκες σε κατανάλωση περιαστικής γης.
Στον αντίποδα οι άμυνες της υπαίθρου έχουν εξασθενήσει σημαντικά. Η μείωση του αγροτικού πληθυσμού, κυρίως στις ορεινές και νησιωτικές περιοχές, τα μεγάλα προβλήματα της σημερινής γεωργίας, όπως οι πολύ χαμηλές τιμές διάθεσης των προϊόντων, μιας και το μεγαλύτερο κέρδος το καρπώνονται οι διάφοροι αστοί μεσάζοντες, η αύξηση των ενοικίων, η εξάρτηση από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, η παγκοσμιοποίηση και ο διεθνής ανταγωνισμός δημιουργούν συνθήκες χαμηλής άμυνας στις πιέσεις για τη χρήση της γης.
Οι ίδιες συνθήκες παρουσιάζονται και στον τομέα της ενέργειας, αφού οι πόλεις αποτελούν έναν εξαιρετικά ενεργειοβόρο χώρο, κυρίως με τις καθημερινές μετακινήσεις των κατοίκων και των μεγαλύτερων αναγκών σε θέρμανση και ψύξη των κατοικιών λόγω του αυξημένου φαινομένου της αστικής θερμικής νησίδας.
Η πόλη εξάγει στον ευρύτερο χώρο κάποιες υπηρεσίες όπως υγείας, παιδείας, δημόσιας διοίκησης, πολιτισμού, και διακίνησης ιδεών. Εξάγει όμως και μια σειρά αποβλήτων, στερεών, υγρών, αερίων, ρυπαίνοντας σε μεγάλη έκταση τις γύρω περιοχές. Προωθεί επίσης πρότυπα διαβίωσης, οργάνωσης του χώρου, συμπεριφοράς και αισθητικής, που υποβαθμίζουν περισσότερο τον αγροτικό χώρο και τους μικρούς οικισμούς. Σήμερα όλο και περισσότεροι οικισμοί ακολουθούν τα πρότυπα των γειτονιών της Αθήνας αφού πρώτα επικράτησε στην Θεσσαλονίκη και στις άλλες μεγάλες πόλεις.
Βλέπουμε ότι η σύγχρονη πόλη προσομοιάζει με ένα γραμμικό σύστημα στο οποίο υπάρχουν εισροές φυσικών πόρων, προϊόντων και ενέργειας από την υπόλοιπη χώρα και εξάγει από και προς αυτή απόβλητα και δυσμενείς επιρροές.
Συστατικό στοιχείο της αειφορίας είναι η εξισορρόπηση εισροών και εκροών σε ένα οικοσύστημα. Οι πόλεις ως ανθρώπινα οικοσυστήματα θα πρέπει να εξισορροπήσουν την σημερινή αρνητική σχέση με τον γύρω από αυτές χώρο. Έτσι θα πρέπει να περιοριστούν οι εισροές, δηλαδή η κατανάλωση των πόρων. Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στην κατανάλωση του περιαστικού χώρου και να δοθούν κίνητρα στην επανάχρηση αστικών περιοχών και κελυφών που έχουν εγκαταλειφθεί λόγω υποβάθμισης της περιοχής από άλλες χρήσης γης και γενικότερα να γίνει καλύτερη πολεοδομική οργάνωση του χώρου.

Πηγή: ΚΟΚΚΩΣΗΣ - ΤΣΑΡΤΑΣ 1999

      ΚΕΦΑΛΑΙΟ 2. ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
2.1. Πρότυπο βιώσιμου τουρισμού με χρήση ειδικων και εναλλακτικών μορφών τουρισμού.
Μετά το 1980 πληθαίνουν οι προσπάθειες να προωθηθεί ένα πρότυπο τουριστικής ανάπτυξης του οποίου βασικό χαρακτηριστικό θα είναι η βιώσιμη ανάπτυξη. Οι περιοχές-στόχοι είναι κυρίως δύο, αφενός αυτές που έχουν υιοθετήσει το πρότυπο του οργανωμένου μαζικού τουρισμού και αφετέρου εκείνες που βρίσκονται στα πρώτα στάδια της ανάπτυξης τους και μπορούν με τον ανάλογο προγραμματισμό να αποκτήσουν βιώσιμα αναπτυξιακά χαρακτηριστικά.
Οι κυριότερες παράμετροι της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης είναι οι ακόλουθες:
Ειδικός σχεδιασμός της τουριστικής ανάπτυξης, με στόχο την ισορροπία ανάμεσα στην κοινωνία, την οικονομία και το περιβάλλον.
Ενίσχυση όλων των μέτρων (τοπικές αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, λειτουργικές διασυνδέσεις ανάμεσα στους διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, έρευνα, εκπαίδευση, μάρκετινγκ) που συμβάλουν στις διαδικασίες ανατροφοδότησης της ανάπτυξης.
Ειδικό θεσμικό πλαίσιο που θα προωθεί τις διαδικασίες της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης και την τοπική συμμετοχή.
Προώθηση μέτρων και πολιτικών που συμβάλουν στην προστασία και την ανάδειξη του τοπικού φυσικού και δομημένου περιβάλλοντος.
Χρήση των ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού ως βασικού άξονα της τοπικής τουριστικής ανάπτυξης.

2.2. Ειδικές – εναλλακτικές μορφές τουρισμού

Οι ειδικές μορφές τουρισμού χαρακτηρίζονται από την ύπαρξη ενός ειδικού και κυρίαρχου κινήτρου στη ζήτηση (π.χ. συνέδρια, οικολογία, πολιτισμός) και από την ανάπτυξη  μιας αντίστοιχης ειδικής υποδομής στις τουριστικές περιοχές που αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των τουριστών της κάθε ειδικής μορφής.
Οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού, αποτελούν τμήμα των ειδικών μορφών και χαρακτηρίζονται επίσης από την ύπαρξη ενός κυρίαρχου ειδικού κινήτρου στη ζήτηση, το οποίο συνδέεται με συγκεκριμένα θέματα όπως: φυσιολατρία, ταξίδια περιπέτειας, αθλητισμός, περιήγηση, περιβάλλον, γνωριμία με την τοπική παράδοση. Στις εναλλακτικές μορφές, οι τουρίστες συχνά επιλέγουν ένα τρόπο οργάνωσης και διεξαγωγής του ταξιδιού, στον οποίο κυριαρχεί η αυτονομία στις επιλογές και η περιήγηση με μικρή ή ελάχιστη χρήση υπηρεσιών οργανωμένου τουρισμού. Επιπλέον, και στις εναλλακτικές μορφές καταγράφεται η ανάπτυξη μιας ειδικής υποδομής που εξυπηρετεί τους συγκεκριμένους τουρίστες. Τέλος, κοινός παρανομαστής, τόσο στη ζήτηση, όσο και στην προσφορά των εναλλακτικών μορφών τουρισμού, αποτελεί ο σεβασμός της τοπικής κοινωνικής και περιβαλλοντικής δομής.
Τα κυριότερα είδη ειδικών και εναλλακτικών μορφών τουρισμού που παρουσιάζουν μια δυναμική ανάπτυξης τις τελευταίες δεκαετίες είναι:
Αγροτουρισμός
Τουρισμός υπαίθρου – φυσιολατρικός τουρισμός
Κοινωνικός τουρισμός
Κοινωνικός τουρισμός επαγγελματικών ενώσεων
Τουρισμός τρίτης ηλικίας
Αθλητικός τουρισμός
Θαλάσσιος τουρισμός
Οικολογικός τουρισμός – οικοτουρισμός
Περιηγητικός τουρισμός
Τουρισμός υγείας και φυσικής ζωής
Ιαματικός τουρισμός
Πολιτιστικός τουρισμός
Εκπαιδευτικός τουρισμός
Θρησκευτικός τουρισμός – προσκυνηματικός τουρισμός
Επαγγελματικός τουρισμός
Συνεδριακός τουρισμός
Εκθεσιακός τουρισμός
Τουρισμός κινήτρων
Ορεινός τουρισμός
Ορειβατικός τουρισμός
Γεωτουρισμός
Παρατήρηση πουλιών
Χειμερινός τουρισμός
Γυμνιστικός τουρισμός
Χρονομεριστική μίσθωση
Τουρισμός περιπέτειας
Τουρισμός σε οργανωμένα τουριστικά χωριά ειδικού τύπου
Τουρισμός σε θεματικά πάρκα και θεματικά μουσεία
Αστικός τουρισμός

ΠΗΓΗ: «Ανάπτυξη και περιβάλλον στον τουρισμό. Κοκκώσης , Τσάρτας »

2.3. Φορείς τουρισμού περιβάλλοντος
Για την προστασία του περιβάλλοντος υπεύθυνοι είναι όλοι οι φορείς του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα αλλά και όλων των πολιτών. Ο ρόλος όλων των εταίρων, και ιδιαίτερα των μη κυβερνητικών φορέων, είναι ιδιαίτερα σημαντικός, όπως αναγνωρίζεται και με τη βασική αρχή της «κοινής ευθύνης» η ενεργοποίησή τους θεωρείται απαραίτητη για την κατάρτιση και την εφαρμογή μιας στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο ρόλος των παγκόσμιων και διεθνών οργανισμών υπήρξε ιδιαίτερα ενεργός στην ευαισθητοποίηση και διεθνή συνεργασία για την αντιμετώπιση παγκόσμιων προβλημάτων υποβάθμισης όπως η θαλάσσια ρύπανση, η επίδραση των κλιματικών αλλαγών στο περιβάλλον, η μείωση του στρώματος του όζοντος, η προστασία σπανίων ειδών κλπ., καθώς και στη διασύνδεση των προβλημάτων υποβάθμισης του περιβάλλοντος με τις πολιτικές οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης.
Φορείς που δραστηριοποιούνται διεθνώς για την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη του τουρισμού είναι μεταξύ άλλων οι εξής:
Στο πνεύμα της Ατζέντας 21 για τον Τουρισμό, συνέχισαν και άλλοι διακρατικοί και διεθνείς οργανισμοί όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού, ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και η Ευρωπαϊκή Ένωση συμβάλλοντας στη χάραξη πολιτικής για τον αειφόρο τουρισμό.
Μη κυβερνητικές οργανώσεις και φορείς όπως η  Ecotourism Society και το Ecoclub έχουν:
συμβάλλει στη διάχυση της γνώσης για την αειφόρο διάσταση που πρέπει να έχουν οι ειδικές μορφές τουρισμού, όπως ο οικοτουρισμός.
ΗΤΟΙ (Tour Operators Initiative) (http://toinitiative.org) είναι ένα καλό παράδειγμα περιβαλλοντικής ευαισθησίας εκ μέρους του κλάδου της τουριστικής βιομηχανίας. Πρόκειται για μια ένωση των σημαντικότερων Tour Operators, με στόχο την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από τη λειτουργία τους στο περιβάλλον, την υιοθέτηση περιβαλλοντικά ορθής πρακτικής και την ενεργή συμβολή στην προστασία της φύσης στους τουριστικούς προορισμούς.
Οι κυριότεροι φορείς και επιχειρήσεις τουριστικής ανάπτυξης και προβολής των εκάστοτε Περιφερειών είναι οι εξής:
Νομαρχιακές Επιτροπές Τουριστικής Προβολής.
Αναπτυξιακές Εταιρείες Ο.Τ.Α. α’ και β’ βαθμού.
Επαγγελματικοί  φορείς (ενώσεις ξενοδόχων ή ιδιοκτητών ενοικιαζόμενων δωματίων)
Οι tour  operators και τα τουριστικά πρακτορεία.
Ξενοδοχεία
Εταιρείες στο Internet.
Διαφημιστική εκστρατεία του Ε.Ο.Τ.
Συνοψίζοντας τα παραπάνω, οι φορείς τουρισμού περιβάλλοντος είναι:
1.Φορείς του Δημοσίου τομέα
2. Φορείς του Ιδιωτικού τομέα
3. Διεθνείς-Παγκόσμιοι Οργανισμοί

2.4. Εθνικό στρατηγικό πλαiσιο αναφοράς 2007-2013
αναπτυξιακή στρητηγική για τον τομέα του τουρισμού, 2007-13 : στόχοι και προτεραιότητες
Α. ΚΑΙΡΙΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΕΛΛΗΝΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ

Η στρατηγική θεώρηση του Υπουργείου Τουριστικής Ανάπτυξης για την δυναμική, βιώσιμη και με χρονική προοπτική ανάπτυξη του Ελληνικού Τουρισμού εντοπίζει ως καίρια τα ακόλουθα ζητήματα: 
Την ενίσχυση της επιχειρηματικότητας (τουριστικών επενδύσεων) για την
      επέκταση και την αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος.
Την ανάπτυξη των ειδικών μορφών τουρισμού, με στόχο την διεύρυνση του τουριστικού προϊόντος, την διάχυση της τουριστικής ανάπτυξης στον γεωγραφικό χώρο και την άμβλυνση της εποχικότητας.
Την ενίσχυση των συνεργειών, της καινοτομίας και της αξιοποίησης της γνώσης στην τουριστική επιχειρηματικότητα (business plans, clusters, εκπαίδευση – κατάρτιση κλπ).
Την αναβάθμιση, ανάδειξη και προβολή των τουριστικών προορισμών (ανακαινίσεις, αναπλάσεις, βελτίωση πυλών εισόδου, σήμανση κλπ), με ειδικές δράσεις για αναπτυγμένους – αναπτυσσόμενους και ειδικούς (νησιά και ορεινές περιοχές) τουριστικούς προορισμούς.
Την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και εξωστρέφειας του Ελληνικού Τουρισμού, με την ανάπτυξη των μηχανισμών υποστήριξης και την απόδοσή τους σε λειτουργική χρήση.

Β. ΣΤΟΧΟΙ 2007-13

Βασικός στόχος των παρεμβάσεων στον τομέα του Τουρισμού για την επόμενη προγραμματική περίοδο 2007-13 είναι η αύξηση της ζήτησης και η γενική ποιοτική αναβάθμιση του τουριστικού προϊόντος της χώρας και των παρεχόμενων τουριστικών υπηρεσιών σε όλα τα επίπεδα.
Ο βασικός αυτός αναπτυξιακός στόχος αναλύεται σε διάφορους επιμέρους στρατηγικούς στόχους, οι οποίοι είναι οι ακόλουθοι:
Η αξιοποίηση του φυσικού και πολιτιστικού αποθέματος της χώρας για την ενίσχυση του τουριστικού προϊόντος.
Η διαφοροποίηση του τουριστικού προϊόντος, με την δυναμική ανάπτυξη των ειδικών μορφών τουρισμού, παράλληλα προς την λελογισμένη επέκταση και την συνεχή ποιοτική αναβάθμιση των τουριστικών δραστηριοτήτων που συνδέονται με το παραδοσιακό μοντέλο «ήλιος¬ θάλασσα».
Η δημιουργία ή αναβάθμιση της ξενοδοχειακής και των άλλων τουριστικών υποδομών της χώρας, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που απαιτούνται για την ανάπτυξη των ειδικών μορφών τουρισμού.
Η αναβάθμιση των προσόντων και των δεξιοτήτων, αλλά και της λειτουργικής φιλοσοφίας του ανθρώπινου δυναμικού που απασχολείται στον τουρισμό, το οποίο αποτελεί πρωταρχικό παράγοντα για την ανάπτυξη του τομέα.
Η ενίσχυση της διεθνούς προβολής της χώρας ως ασφαλούς και ελκυστικού τουριστικού προορισμού.
Η επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου σε όλη την Ελληνική επικράτεια και η μείωση της εποχικότητας, μέσω της αυξημένης προσέλευσης ξένων επισκεπτών, αλλά και της παράλληλης ενίσχυσης του εγχώριου τουρισμού.
Η ορθολογική διευθέτηση των χωροταξικών προβλημάτων που επί μακρόν αποτελούν τροχοπέδη για την ανάπτυξη του τομέα και η προώθηση των νομοθετικών και θεσμικών ζητημάτων που απαιτείται για την δυναμική ανάπτυξη όλων των μορφών τουρισμού, στο πλαίσιο της ήπιας και αειφόρου ανάπτυξης της χώρας, με σεβασμό στο περιβάλλον και την πολιτιστική κληρονομιά σε εθνικό και τοπικό επίπεδο.
Η ενθάρρυνση καινοτόμων ενεργειών, με την αξιοποίηση των επιτευγμάτων και των εργαλείων της κοινωνίας της γνώσης, των σύγχρονων τεχνολογιών πληροφορικής και επικοινωνιών και των σύγχρονων χρηματοοικονομικών εργαλείων.

Στον παρακάτω πίνακα κατανέμονται οι διάφορες μορφές τουρισμού σύμφωνα με το θέμα και το μέγεθος που προσδιορίζουν.



Πίνακας 1

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
          ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΣΥΜΒΑΤΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΝΕΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΕΣ ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
• ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
• ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
• ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ
• ΦΥΣΗΣ
• ΠΕΡΙΠΑΤΗΤΙΚΟΣ

ΜΟΡΦΕΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΕΙΔΙΚΟΥ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΝΤΟΣ
• ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΟΣ
• ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΟΣ
• ΘΑΛΑΣΣΙΟΣ
• ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΟΣ
• ΙΑΜΑΤΙΚΟΣ/ΥΓΕΙΑΣ
• ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΣ
• ΑΘΛΗΤΙΚΟΣ
• ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΑΣ
ΤΡΟΠΟΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗΣ (ΖΗΤΗΣΗ) • ΜΑΖΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
• ΑΤΟΜΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
• ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ
• ΠΑΡΑΘΕΡΙΣΜΟΣ • ΜΙΚΡΕΣ ΟΜΑΔΕΣ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ
• ΑΤΟΜΙΚΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
• ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ
ΜΕΓΕΘΟΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΑΣ (ΠΡΟΣΦΟΡΑ) • ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΟΣ
• ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΟΣ • ΒΙΟΤΕΧΝΙΚΟΣ
ΕΠΙΠΕΔΟ ΚΑΤΑΣΤΑΣΗΣ ΜΗ ΒΙΩΣΙΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ • ΠΡΑΣΙΝΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ• ΗΠΙΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ• ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑΒΙΩΣΙΜΟΣ• ΒΙΩΣΙΜΟΣ ΤΟΥΡΙΣΜΟΣ
ΣΥΜΠΕΡΙΦΟΡΑ ΤΟΥΡΙΣΤΩΝ ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ ΥΠΕΥΘΥΝΟΤΗΤΑ
Κατανομή μορφών τουρισμού, σύμφωνα με το θέμα και το μέγεθος που προσδιορίζουν

ΠΗΓΗ : Σπιλάνης – Βαγιάννη


2.5. Επιπτώσεις του τουρισμού

2.5.1. Επιπτώσεις του τουρισμού στον τοπο προορισμού
Οι επιπτώσεις του τουρισμού μπορούν να διακριθούν σε τέσσερις γενικές κατηγορίες ως προς το:
Φυσικό περιβάλλον (φυσικά οικοσυστήματα και τους φυσικούς πόρους: έδαφος, χλωρίδα, πανίδα, τοπίο, αέρας, θάλασσα, νερά)
Δομημένο περιβάλλον, ειδικότερα στην αρχιτεκτονική κληρονομιά αλλά και στη δομή, λειτουργία και δυναμική των ανθρώπινων οικισμών.
Κοινωνικό – πολιτιστικό περιβάλλον (θεσμούς, ήθη και έθιμα).
Οικονομικό περιβάλλον (τοπική, περιφερειακή και εθνική κλίμακα)

Η τουριστική ανάπτυξη δεν είναι το μοναδικό αίτιο που προκαλεί τις ακόλουθες επιπτώσεις, αλλά επίσης συνεργούν η αδυναμία ελέγχου, η μη εφαρμογή των διατάξεων, η απουσία πολιτικής χρήσεων γης κλπ.
Μια υποβάθμιση της ποιότητας του περιβάλλοντος μπορεί να γίνει η αιτία μείωσης της ανταγωνιστικότητας ενός τουριστικού θέρετρου στην τουριστική αγορά. Επίσης μπορεί να γίνει και το αποτέλεσμα, καθώς  η μείωση ανταγωνιστικότητας μπορεί να οδηγήσει σε περαιτέρω υποβάθμιση του περιβάλλοντος.


2.5.2. Επιπτώσεις του τουρισμού στο φυσικό περιβάλλον
Το φυσικό περιβάλλον δέχεται σημαντικές περιβαλλοντικές πιέσεις από τις αλλαγές στις χρήσεις γης και την υπερκατανάλωση πόρων.
Θετικές επιπτώσεις
Δημιουργία πιέσεων προστασίας των φυσικών πόρων λόγω μεγαλύτερης ευαισθησίας στα θέματα προστασίας του περιβάλλοντος.
Αρνητικές επιπτώσεις
Εξαφάνιση ή υποβάθμιση παράκτιων ειδών χλωρίδας, πολλά από τα οποία είναι απειλούμενα, τα περισσότερα μάλιστα από αυτά είναι ενδημικά.
Απειλές δέχονται και ορισμένα είδη θηλαστικών, αμφιβίων και ερπετών, που ζουν στον παράκτιο χώρο.
Μείωση της ιχθυοπανίδας εξαιτίας της υπεραλίευσης και των ακολουθούμενων πρακτικών.
Υποβάθμιση των φυσικών πόρων (διάβρωση ακτών, μείωση αλιευμάτων, αμμοληψία κλπ.)
Ρύπανση (προέρχεται σε αρκετές περιπτώσεις από την ανύπαρκτη ή ελλιπή διαχείριση των στερεών και υγρών αστικών αποβλήτων, των βιομηχανικών αποβλήτων, τις εκπλύσεις των γεωργικών εκμεταλλεύσεων και από άλλες δραστηριότητες, όπως εξορυκτικές, θαλάσσιες μεταφορές κλπ.)
Απώλειες λόγω φυσικών καταστροφών (π.χ. πλημμύρες)
Πρόκληση πυρκαγιών
Ρύπανση των ακτών
Θαλάσσια ρύπανση
Υπερκατανάλωση υδατικών πόρων
Μεγάλες συγκεντρώσεις στις παραλίες
Μια από τις δραστηριότητες αναψυχής που πραγματοποιούν οι τουρίστες στις παράκτιες ζώνες διακοπών είναι το ψάρεμα και ιδιαίτερα το υποβρύχιο ψάρεμα, το οποίο έχει οδηγήσει σε εξαφάνιση μερικά είδη ψαριών.
Μια ακόμη δραστηριότητα που πραγματοποιείται από τους τουρίστες είναι η συγκομιδή φρούτων χωρίς την άδεια των καλλιεργητών, γεγονός που δημιουργεί αισθήματα απόρριψης στον τοπικό πληθυσμό έναντι των τουριστών.
Οι συλλέκτες οι οποίοι συγκεντρώνουν πτηνά, έντομα, πεταλούδες, αγριολούλουδα, πετρώματα, βότσαλα κλπ. Συμβάλλουν επίσης στη μείωση της πανίδας, της χλωρίδας και των φυσικών πόρων αντίστοιχα.
Εξάντληση των περιορισμένων υδάτινων πόρων που οδηγεί σε υφαλμύρωση.

2.5.3. Επιπτώσεις του τουρισμού στους φυσικούς πόρους
Νερό  Οι υψηλές απαιτήσεις σε ποσότητες νερού κατά τους μήνες αιχμής, αποτελούν σημαντικό πρόβλημα, ιδιαίτερα για πολλά νησιά και τις παράκτιες περιοχές. Τα περισσότερα νησιά έχουν περιορισμένη φέρουσα ικανότητα αφού στερούνται υδατικών αποθεμάτων αρκετών να ικανοποιήσουν την αυξημένη ζήτηση κατά τους θερινούς μήνες. Οι παράκτιοι υδροφορείς, που συνήθως έχουν μικρή δυναμικότητα, δέχονται μεγάλη πίεση σε μικρή χρονική περίοδο. Η υπεράντληση των παράκτιων υδροφορέων προκαλεί συχνά φαινόμενα υφαλμύρωσης, επίπτωση μη αντιστρεπτή.
Η χρήση νερού κατά μέσο όρο είναι 450 λίτρα ανά άτομο την ημέρα στα ξενοδοχεία πολυτελείας (5 αστέρων) και περί τα 280 στα περισσότερα από τα άλλα. Η ζήτηση για νερό περιλαμβάνει τόσο τις ποσότητες για καθαριότητα και για πόση όσο και για τη συντήρηση κήπων και άλλες εξυπηρετήσεις (κολυμβητικές δεξαμενές). Το γκαζόν ή και άλλα είδη κηποτεχνίας (ιτιές, λεύκες κλπ.) έχουν αυξημένες απαιτήσεις για νερό, ιδιαίτερα σε ξηροθερμικές περιοχές, όπως είναι οι περισσότεροι τουριστικοί προορισμοί στα νησιά. Η φύτευση δαπανηρών σε νερό ειδών, συχνά ξένων προς το φυσικό περιβάλλον της περιοχής, σε κήπους ξενοδοχείων, δημιουργεί πιέσεις και προβλήματα καθώς αυτά τα είδη στερούνται μηχανισμών προσαρμογής ικανών να τα προστατεύσουν από την ξηρασία κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, με αποτέλεσμα να απαιτούν συνεχές πότισμα. Το ίδιο συμβαίνει και με τις εγκαταστάσεις γκολφ που επιβάλλουν την εξασφάλιση σημαντικής ποσότητας νερού.
Γη / έδαφος Η έλλειψη ορθολογικού σχεδιασμού εγκαταστάσεων και υποδομών συχνά προκαλεί ολική γεωμορφολογική μεταβολή και διάβρωση της ακτής. Ο κακός σχεδιασμός και η χωροθέτηση στα λιμενικά και άλλα παρεμφερή έργα στην παράκτια ζώνη επηρεάζει τις διαδικασίες μορφοποίησης της ακτής, οδηγώντας στη διάβρωση ή την εναπόθεση, με επιπτώσεις στην αποτελεσματικότητα των έργων και πρόσθετο κόστος. Επίσης άλλες επιπτώσεις παρατηρούνται από οικοδομικές και άλλες δραστηριότητες που οδηγούν σε εκτεταμένες αμμοληψίες, από έργα υποστήριξης των ακτών, από έργα υποδομής (λιμάνια, προβλήτες, οχετοί), καθώς και από τουριστικές – ανθρωπογενείς δραστηριότητες και ψυχαγωγία στην ακτή (τροχοφόρα στην ακτή, αθλοπαιδιές). Η ανεξέλεγκτη απόρριψη των σκουπιδιών είναι ένα σύνηθες φαινόμενο σε πολυπληθείς τουριστικές περιοχές, γεγονός που πέρα από την οπτική ρύπανση αποτελεί και εστία μόλυνσης. Σε πολλές τουριστικές περιοχές, η διαχείριση των στερεών αποβλήτων είναι υποτυπώδης, με αποτέλεσμα να μη λαμβάνεται κανένα μέτρο για την πιθανότητα παραγωγής εκχυλισμάτων και στραγγισμάτων στους χώρους διάθεσης που παρουσιάζουν το έδαφος και ο υπόγειος υδάτινος ορίζοντας. Τέλος η επιχωμάτωση δεν είναι επαρκής, ενώ πολύ συχνά η μέθοδος διάθεσης είναι η ανεξέλεγκτη ρίψη και καύση.

2.5.4. Επιπτώσεις του τουρισμού στο δομημένο περιβάλλον
Θετικές επιπτώσεις
Η διατήρηση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής. Εκτός των μνημείων και των αρχαιολογικών χώρων, που αποτελούν πόλους έλξης των διεθνών τουριστών, στο πλαίσιο των πολιτιστικών θησαυρών μπορούν να ενταχθούν επίσης η παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η πολιτισμική μοναδικότητα του πληθυσμού της ζώνης υποδοχής. (Βαρβαρέσος 2005)
Αρνητικές επιπτώσεις
οι ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις προκαλούν υποβάθμιση του περιβάλλοντος εξαιτίας της κακής ενσωμάτωσης των ογκωδών και μοντέρνων κατασκευών στο φυσικό περιβάλλον και σε χώρους παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, καθώς επίσης εξαιτίας της ρύπανσης που προκαλείται στη θάλασσα από τη ρίψη υγρών αποβλήτων, λόγω της απουσίας εγκαταστάσεων επεξεργασίας λυμάτων, ή της μη λειτουργίας αυτών των εγκαταστάσεων, για λόγους υψηλού κόστους σε κατάσταση λειτουργίας, ή αδυναμίας συντήρησης.
Ανεξέλεγκτη αστικοποίηση σε περιοχές που πριν την εμφάνιση του τουρισμού θεωρούνταν κυρίως αγροτικές.
Συγκρούσεις ως προς τις χρήσεις γης
Αυθαίρετη δόμηση
Ευρύτατη αξιοποίηση των όρων της εκτός σχεδίου δόμησης
Επέκταση των οικιστικών κέντρων
Διάσπαρτη κατά μήκος των ακτών δόμηση
Γραμμική επέκταση των οικισμών κατά μήκος της παράκτιας ζώνης.
Αλλοίωση της φυσιογνωμίας των παραδοσιακών οικισμών
Διαρκής μείωση της γεωργικής γης
Υποβάθμιση της αισθητικής του τοπίου
Κυκλοφορία
Θόρυβος

Πρόβλημα στάθμευσης πιέσεις για νέες οικοδομές και για μετατροπή των παλαιότερων σε τουριστικά καταλύματα που συνεπάγεται αλλαγές χρήσεων καθώς και μετεγκατάσταση των κατοίκων ή εγκατάσταση άλλων οικονομικά ισχυρότερων πληθυσμιακών ομάδων. Λόγω της έλξης που ασκούν κάποιες περιοχές, ο αριθμός των επισκεπτών είναι ιδιαίτερα μεγάλος, με αποτέλεσμα οι πιέσεις που ασκούνται και κατ’ επέκταση οι κίνδυνοι για περιβαλλοντική υποβάθμιση να είναι ιδιαίτερα αυξημένοι. Τα περισσότερα προβλήματα δεν οφείλονται στην έλλειψη περιβαλλοντικής ευαισθησίας των επισκεπτών, αλλά κυρίως στον υπερβολικό αριθμό τους σε ένα δεδομένο χώρο σε συγκεκριμένες χρονικές περιόδους. Η υπερσυγκέντρωση επισκεπτών συνιστά απειλή για τους πολιτιστικούς πόρους (μνημεία και κτίρια), εξαιτίας της χρήσης των χώρων και της ρύπανσης που προκαλείται. Άλλα προβλήματα που προκύπτουν είναι η κυκλοφοριακή συμφόρηση, ο θόρυβος, η στάθμευση, η αυξημένη παραγωγή απορριμμάτων, κ.α. Προβλήματα δεν δημιουργούνται μόνο από την ανεπάρκεια των υποδομών, αλλά και από την ανάγκη δημιουργίας νέων για την εξυπηρέτηση των επισκεπτών. Η υπέρμετρη ανάπτυξη, που συνοδεύεται από τη μη σχεδιασμένη δημιουργία και επέκταση ξενοδοχειακών και άλλων τουριστικών εγκαταστάσεων, χωρίς μέριμνα για την αισθητική ή την τοπική αρχιτεκτονική, οδήγησε στην αισθητική και οπτική υποβάθμιση των νησιωτικών περιοχών. Μεγάλες εκτάσεις γης χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή εγκαταστάσεων αναψυχής, ενώ δρόμοι και αεροδρόμια δημιουργήθηκαν σε οικολογικά ευαίσθητες περιοχές (π.χ. υγροβιότοποι). Ο τουρισμός επέφερε την απώλεια σημαντικών βιοτόπων και τη μείωση της βιολογικής ποικιλότητας. Το 75% των θινών από το Γιβραλτάρ μέχρι τη Σικελία έχουν χαθεί από το 1960, γεγονός που συνεπάγεται την απώλεια τόπων αναπαραγωγής. Περισσότερα από  500 μεσογειακά είδη απειλούνται με εξαφάνιση, ενώ μόνο στη Γαλλία 145 είδη βρίσκονται στα πρόθυρα εξαφάνισης ή έχουν ήδη εκλείψει. Η τουριστική πίεση επέφερε σημαντικές καταστροφές στους τόπους φωλιάσματος της χελώνας Caretta Caretta και της πράσινης χελώνας Chelonia mydas.

2.5.5. Επιπτώσεις του τουρισμού στο κοινωνικο –πολιτιστικό περιβάλλον
Θετικές επιπτώσεις
Συμβολή στην τοπική ανάπτυξη, ιδιαίτερα μάλιστα που για ορισμένες περιοχές με δυσμενή χαρακτηριστικά εξέλιξης, όπως πολλά μικρά νησιά ή ορεινά χωριά, ο τουρισμός αποτελεί σημαντική ευκαιρία για ανάπτυξη της τοπικής οικονομικής δραστηριότητας και συγκράτηση του πληθυσμού.
Αύξηση της εκτίμησης της τοπικής κοινωνίας σε σχέση με την πολιτιστική κληρονομιά της, ενθαρρύνοντας την να υιοθετήσει μέτρα για την προστασία και την ανάδειξή της.
Συμβολή στην προστασία και αναβάθμιση των πολιτιστικών πόρων μιας περιοχής λόγω της τουριστικής ανάπτυξης.
Βελτίωση της ποιότητας ζωής γενικότερα λόγω έργων υποδομής που  δεν θα κατασκευάζονταν ή θα αργούσαν να κατασκευαστούν ελλείψει τουρισμού.
Δημιουργία θέσεων εργασίας εποχικών και για ανειδίκευτο προσωπικό.

Η διατήρηση της παραδοσιακής Αρχιτεκτονικής
Εκτός των μνημείων και των Αρχαιολογικών χώρων, που αποτελούν πόλους έλξης των διεθνών τουριστών, στο πλαίσιο των πολιτιστικών θησαυρών μπορούν να ενταχθούν επίσης η παραδοσιακή αρχιτεκτονική και η πολιτισμική μοναδικότητα του πληθυσμού της ζώνης υποδοχής.
Η διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς μπορεί να επιτευχθεί στα πλαίσια της τουριστικής ανάπτυξης του τόπου υποδοχής. Ουσιαστική παρέμβαση του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) που αποτέλεσε πρακτικά και την πρώτη σύνδεση της τουριστικής ανάπτυξης με την αρχιτεκτονική κληρονομιά, έγινε κατά την περίοδο 1975-1992, με τη μελέτη και τη μετατροπή ιδιωτικών παραδοσιακών κτισμάτων σε τουριστικά καταλύματα (ξενώνες, μικρά ξενοδοχεία), σε αρκετούς παραδοσιακούς οικισμούς της Ελλάδας (Βάθεια και Αρεόπολη Λακωνίας, Μεστά και Ψαρά Χίου, Οία Κυκλάδων, Βυζίτσα και Μηλιές Μαγνησίας, Κορυσχάδες Ευρυτανίας, Πάπιγκο Ιωαννίνων), με την κατασκευή άνω των 100 ξενώνων. Σύμφωνα με τις διατάξεις του Αναπτυξιακού Νόμου, η επιδότηση για τη μετατροπή υπαρχόντων παραδοσιακών κτισμάτων σε τουριστικά καταλύματα ανέρχεται σε ποσοστό μέχρι και 60% της συνολικής δαπάνης. Βέβαια η μετατροπή παραδοσιακών κτισμάτων σε τουριστικά καταλύματα σημαίνει και αλλαγή χρήσης, συχνά και αλλαγή ιδιοκτησίας καθώς και μετεγκατάσταση των κατοίκων του οικισμού. Παρατηρούνται ενίοτε αλλοιώσεις της μορφής και της δομής των κτιρίων και υποβάθμιση των ιστορικών τους στοιχείων.
Αρνητικές επιπτώσεις
Μείωση της σημασίας του αγροτικού τομέα ως μοναδικού τομέα απασχόλησης.
Μονόπλευρη ανάπτυξη του τουρισμού που βασίζεται στις υπεραξίες της γης, στην έντονη δραστηριοποίηση του τομέα των κατασκευών και ορισμένων υπηρεσιών (εστιατόρια – ξενοδοχεία, εμπόριο)
Εγκατάλειψη αγροτικών και άλλων παραδοσιακών δραστηριοτήτων
Απώλεια της κοινωνικής και πολιτιστικής ταυτότητας εξαιτίας της προσαρμογής των κατοίκων στον τρόπο ζωής των τουριστών, της αφομοίωσης πολιτιστικών προτύπων, της καλλιέργειας της πολιτιστικής παράδοσης ως μουσειακού ή «φολκλορικού» είδους.
Σταδιακά η αύξηση του αριθμού των τουριστών, ιδιαίτερα σε μικρές και κλειστές μέχρι πρόσφατα κοινωνίες, οδηγεί σε σημαντικές αλλαγές των ηθών και εθίμων των ντόπιων και στη μετατροπή των τοπικών πολιτισμικών στοιχείων σε εμπορευματοποιημένα τμήματα του τοπικού τουριστικού προϊόντος. Ως συνέπεια των παραπάνω παρατηρείται και η σταδιακή «εμπορευματοποίηση» της επικοινωνίας των ντόπιων με τους τουρίστες.

2.5.6. Επιπτώσεις του τουρισμού στο οικονομικό περιβάλλον
Η ανάπτυξη του τουρισμού αυξάνει σημαντικά το ποσοστό του ενεργού πληθυσμού που δραστηριοποιείται στον τριτογενή τομέα και κυρίως στα τουριστικά επαγγέλματα.
Θετικές επιπτώσεις
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο τουρισμός λειτούργησε ως μέσο περιφερειακής ανάπτυξης για τις νησιωτικές περιοχές, συμβάλλοντας στην οικονομική ανάπτυξη των νησιών αλλά και άλλων περιοχών της χώρας.
Η οικονομική ανάπτυξη που προέρχεται από τον τουρισμό, έχει σημαντικές πολλαπλασιαστικές επιδράσεις και στους άλλους παραγωγικούς κλάδους.

Αρνητικές επιπτώσεις
Πολλές περιοχές οδηγήθηκαν σε συνθήκες τουριστικής «μονοκαλλιέργειας», ως αποτέλεσμα της έλλειψης ενδιαφέροντος για τους υπόλοιπους παραγωγικούς τομείς.
Η αύξηση της τουριστικής κίνησης προκάλεσε πολλά από τα παραπάνω προβλήματα, συχνά εξαιτίας της απουσίας ή της ανεπάρκειας υποδομής και της ανεξέλεγκτης χωρίς σχεδιασμό ανάπτυξης. Παράλληλα η υπερεκμετάλλευση των φυσικών πόρων, η αυξανόμενη ζήτηση για επέκταση των υποδομών (συγκοινωνίες, δίκτυα ύδρευσης και αποχέτευσης, τηλεπικοινωνίες κλπ.) η εντεινόμενη άναρχη δόμηση για τουριστική ανάπτυξη, η άστοχη χωροθέτηση, η ακατάλληλη κλίμακα υποδομών, οι εποχικές πιέσεις, η εγκατάλειψη, η απουσία ελέγχου, η αυξημένη κυκλοφορία οχημάτων και οι πρόσθετες εγκαταστάσεις παραγωγής ενέργειας, ο κορεσμός παράκτιων περιοχών λόγω υπερσυγκέντρωσης ατόμων, κτισμάτων και δραστηριοτήτων, είναι μερικά από τα αίτια που οδηγούν στην εμφάνιση πολλών από τα προβλήματα που προαναφέρθηκαν.
Οι επιπτώσεις του μαζικού τουρισμού συνδέονται κυρίως με το μεγάλο αριθμό τουριστών, το είδος καταλυμάτων που χρησιμοποιείται (μεγάλες ξενοδοχειακές μονάδες), τον τρόπο μετακίνησης, που δεν ευνοεί την πραγματική επαφή του τουρίστα με την τοπική κοινωνία, προκαλεί δε λόγω της κλίμακας της χρησιμοποιούμενης υποδομής σημαντικές αλλοιώσεις στο φυσικό και δομημένο περιβάλλον (π.χ. στην πόλη της Ρόδου, στη Βόρεια Κρήτη κ.ά.) Καθώς όμως αναπτύσσονται σταδιακά και άλλες μορφές, είναι αναμενόμενο να ενταθεί το ενδιαφέρον και για τις επιπτώσεις των ειδικών μορφών, δηλαδή του επιλεκτικού τουρισμού.







2.6. Αρχές, στόχοι και πολιτικές τουριστικού σχεδιασμού για αειφόρο ανάπτυξη
Οι αρχές τουριστικού σχεδιασμού για μια αειφόρο ανάπτυξη καταγράφονται παρακάτω:
Η αρχή της ενιαίας και ολοκληρωμένης θεώρησης της τουριστικής ανάπτυξης, που αφορά τη διαδικασία σχεδιασμού, η οποία περιλαμβάνει:
Μια συνδυασμένη θεώρηση συνεπειών/επιπτώσεων οικονομικών, κοινωνικών, περιβαλλοντικών, πολιτικών
Την ένταξη του τουρισμού στο ευρύτερο πλαίσιο κοινωνικό-οικονομικών και χωροταξικών σχεδίων (κυρίως χρήσεις γης) και προγραμμάτων μιας περιοχής.
η αρχή της προσαρμοστικής/εξελικτικής και συστηματικής θεώρησης σύμφωνα με την οποία ο τουριστικός σχεδιασμός είναι και συνεχής, ανταποκρινόμενος στις μεταβαλλόμενες συνθήκες (αγοράς και τοπικής κοινωνίας) και συστηματικός, καλύπτοντας, π.χ. την διαμόρφωση μέτρων για αντιμετώπιση δυνάμει αρνητικών επιπτώσεων, την ορθολογική συνάρτηση ζήτησης (κίνητρα επισκεπτών) και προσφοράς (τοπικοί πόροι, χωρητικότητα κ.λπ.)
η αρχή της σωστής επικοινωνίας και συμμετοχής, που περιλαμβάνει αφενός την ορθή ενημέρωση των κατοίκων (από δημόσιους και ιδιωτικούς φορείς) για τα δρώμενα, αφετέρου την ένταξη τους στις διαδικασίες σχεδιασμού, ανάπτυξης και διαχείρισης της τουριστικής ανάπτυξης.
η αρχή της ανανεωσιμότητας και προστασίας-αναβάθμισης των περιβαλλοντικών πόρων (φυσικών και πολιτισμικών), που αναφέρεται σε μια προσέγγιση η οποία θεωρεί τον τουρισμό μια ανανεώσιμη βιομηχανία, όπου οι φυσικοί και ανθρωπογενείς ή πολιτισμικοί πόροι διατηρούν την ακεραιότητα και τα χαρακτηριστικά τους. Στην περίπτωση αυτή, η οριοθέτηση κανόνων ως προς αποδεκτές αλλαγές και στάνταρτ χωρητικότητας συνιστούν βασικούς σκοπούς του σχεδιασμού.
η αρχή της ρεαλιστικής και πραγματοποιήσιμης ανάπτυξης, που αφορά μια προσέγγιση σχεδιασμού που περιλαμβάνει:
      Μια ορθή/ρεαλιστική αναγνώριση του τι μπορεί –μέσω του σχεδιασμού και  των ασκούμενων πολιτικών- να επιτευχθεί με την τουριστική ανάπτυξη και
      Μια αναπτυξιακή στρατηγική, προγράμματα και πολιτικές που  στηρίζονται σε σαφείς στόχους, όπως η σωστή  κατανομή οφέλους/κόστους μεταξύ τουριστικών επιχειρήσεων και τοπικών κοινοτήτων διαχρονικά.

   
2.6.1. Πολιτικές για τον τουρισμό και το περιβάλλον
Ο τουρισμός ως φαινόμενο με ραγδαία αύξηση και εξάπλωση σε παγκόσμια κλίμακα επηρεάζει σημαντικά τους τόπους προορισμού. Καθώς μια νέα θεώρηση της οικονομικής ανάπτυξης κερδίζει έδαφος, όπου το περιβάλλον υπεισέρχεται ως αναπόσπαστο στοιχείο με μακροχρόνια προοπτική, η πολιτική για το περιβάλλον επηρεάζει και τις πολιτικές για τον τουρισμό και αντίστοιχα η πολιτική για τον τουρισμό ενσωματώνει και περιβαλλοντικές θεωρήσεις.

2.6.2. Αρχές για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού
Οι βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού πηγάζουν από τις γενικότερες αρχές για τη βιώσιμη ανάπτυξη όπως διατυπώθηκαν στην Παγκόσμια Συνδιάσκεψη για το Περιβάλλον και την ανάπτυξη στο Ρίο της Βραζιλίας το 1992 (συνάντηση σταθμό στην παγκόσμια ιστορία για τα θέματα του περιβάλλοντος). Οι γενικές αρχές για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού διατυπώθηκε με τη μορφή Χάρτας στο Παγκόσμιο Συνέδριο στο Λανθαρόττε, το 1995 και έχει ως εξής.
2.6.3. Χάρτα για τον τουρισμό και τη βιώσιμη ανάπτυξη
(Παγκόσμιο Συνέδριο στο Λανθαρόττε, Κανάριοι νήσοι, Ισπανία)          
Αναγνωρίζοντας ότι ο τουρισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επηρεάζει τις υψηλότερες και βαθύτερες επιθυμίες όλων των ανθρώπων ενώ ταυτόχρονα αποτελεί σημαντικό στοιχείο στην κοινωνικοοικονομική και πολιτική ανάπτυξη σε πολλές χώρες και ότι συμβάλει θετικά σε αυτήν αλλά συγχρόνως μπορεί να συμβάλει στην υποβάθμιση του περιβάλλοντος και στην απώλεια της τοπικής ταυτότητας, επιβάλλεται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση για τον τρόπο με τον οποίο θα αναπτυχθεί. Βασικές αρχές και στόχοι για μια προσέγγιση στον τουρισμό από την σκοπιά της βιώσιμης ανάπτυξης είναι:
Βιωσιμότητα στην τουριστική ανάπτυξη σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι φιλική προς το περιβάλλον στο παρόν και στο μέλλον καθώς και οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη για τις τοπικές κοινωνίες.
Ο τουρισμός θα πρέπει να εναρμονίζεται με το φυσικό, πολιτισμικό και ανθρώπινο περιβάλλον.
Ο τουρισμός θα πρέπει να μεριμνά για τις επιπτώσεις του στην πολιτισμική κληρονομιά και την παράδοση της τοπικής κοινωνίας.
Μια ενεργός συμμετοχή του τουρισμού στη βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει κοινές δράσεις και συμμετοχή σε αυτές όλων των φορέων του δημοσίου και ιδιωτικού τομέα και αποτελεσματικούς μηχανισμούς συντονισμού σε όλα τα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, εθνικό κ.λπ.).
Η προστασία και ανάδειξη του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος απαιτεί συνεργασία για πολιτισμικές, τεχνολογικές και επαγγελματικές-οργανωτικές καινοτομίες, ιδίως στην ανάπτυξη εργαλείων ολοκληρωμένου σχεδιασμού και διαχείρισης της τουριστικής ανάπτυξης.
Πρωτεύοντες στόχοι στην τουριστική ανάπτυξη θα πρέπει να είναι η διατήρηση του τουριστικού προορισμού και η ικανότητα εξυπηρέτησης των τουριστών στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο τουρισμός θα πρέπει να βασίζεται στη διερεύνηση των ευκαιριών για τις τοπικές κοινωνίες συμβάλλοντας στο μέγιστο στην τοπική οικονομία.
Ο τουρισμός θα πρέπει να συμβάλει αποτελεσματικά στη βελτίωση της ποιότητας ζωής όλων και στον κοινωνικό-πολιτισμικό εμπλουτισμό του κάθε τόπου προορισμού.
Η κεντρική διοίκηση και συναφείς φορείς με τη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων θα πρέπει να αναλάβουν δράσεις που να συμβάλουν στον ολοκληρωμένο σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης.
Προτεραιότητα θα πρέπει να δίνεται στις δράσεις που συμβάλλουν στην προστασία και ανάδειξή του περιβάλλοντος και στους μηχανισμούς ενσωμάτωσης του περιβαλλοντικού κόστους στις επενδύσεις και παρεμβάσεις για τον τουρισμό.
Οι περιβαλλοντικά και πολιτισμικά ευαίσθητες περιοχές θα πρέπει να τύχουν ιδιαίτερης μέριμνας.
Στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού προτεραιότητα θα πρέπει να δοθεί σε εκείνες που συμβάλλουν σε μια προοπτική βιώσιμης ανάπτυξης με σεβασμό στο φυσικό και πολιτισμικό περιβάλλον.
Ιδιαίτερη σημασία θα πρέπει να δοθεί στη διάδοση και ανταλλαγή εμπειριών και γνώσης για δράσεις και τεχνολογίες που ενσωματώνουν τον τουρισμό στη στρατηγική βιώσιμης ανάπτυξης.
Η πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης στον τουρισμό απαιτεί και την υποστήριξη και προώθηση περιβαλλοντικά φιλικών συστημάτων διαχείρισης του τουρισμού.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο ρόλο και τις επιπτώσεις στο περιβάλλον από τις μεταφορές, στην αξιοποίηση εναλλακτικών μορφών ενέργειας και στη διαχείριση των αποβλήτων.
Η υιοθέτηση και εφαρμογή περιβαλλοντικά φιλικής δεοντολογίας είναι σημαντική για όλους τους δρώντες στον τουρισμό.
Η ευαισθητοποίηση όλων είναι σημαντική για την εφαρμογή των παραπάνω αρχών και στόχων.
ΒΙΩΣΙΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ (σελ. 183,184 και 185)
      2.6.4. Πολιτική της ευρωπαικής ένωσης για τη βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού
       Η σχέση πολιτικής περιβάλλοντος και τουρισμού έχει απασχολήσει ιδιαίτερα την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το 5ο Πρόγραμμα Δράσης για το περιβάλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τίτλο «Προς την Αειφορία» αναγνωρίζει τον τουρισμό ως έναν από τους βασικούς τομείς με προτεραιότητα για δράση. Αυτό το ενδιαφέρον προκύπτει από την εκτίμηση ότι ο τουρισμός στις χώρες της ΕΕ είναι μια σημαντική δραστηριότητα που θα επηρεάσει σημαντικά πολλές περιοχές ως προς τους βιοτόπους, τους φυσικούς πόρους και τις υποδομές.
Στο 5ο Πρόγραμμα Δράσης δίνεται προτεραιότητα για παρέμβαση σε πέντε τομείς που είναι: η βιομηχανία, η ενέργεια, οι μεταφορές, η γεωργία, και ο τουρισμός. Η κοινοτική προσέγγιση θεωρείται ότι μπορεί να συμβάλει στην αποτελεσματική επίλυση των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν ή προκαλούν αυτοί οι τομείς, οι οποίοι έχουν επιλεγεί εξαιτίας των σημαντικών επιπτώσεων τους στο περιβάλλον και λόγω του ρόλου τους στην επίτευξη της βιώσιμης ανάπτυξης. Για τον τουρισμό αναγνωρίζονται τρεις βασικές κατευθύνσεις δράσης που περιλαμβάνουν τη διαφοροποίηση των τουριστικών δραστηριοτήτων, τη βελτίωση της ποιότητας των τουριστικών υπηρεσιών, την αλλαγή της τουριστικής συμπεριφοράς.

Η αντιμετώπιση των περιβαλλοντικών προβλημάτων που οφείλονται στον τουρισμό θα πρέπει να βασίζεται:
Στη συνειδητοποίηση ότι η προστασία της ποιότητας του περιβάλλοντος αποτελεί προϋπόθεση για την ανάπτυξη και διατήρηση της τουριστικής δραστηριότητας μέσα σε ένα ευρύτερο πλαίσιο στρατηγικής αειφόρου (βιώσιμης) ανάπτυξης.
Στην αναγνώριση ότι η διαχείριση του τουρισμού σε τοπικό επίπεδο θα πρέπει να είναι συμπληρωματική της γενικότερης πολιτικής που απευθύνεται σε ευρύτερους παράγοντες που διαμορφώνουν τον τουρισμό κα το είδος της σχετικής ανάπτυξης
Στην αναγνώριση ότι όλοι όσοι ασχολούνται με τον τουρισμό πρέπει να δρουν μέσα σε πνεύμα κοινής ευθύνης.
Με βάση τις αρχές της βιώσιμης ανάπτυξης που περιλαμβάνονται στο πέμπτο Πρόγραμμα Δράσης για το Περιβάλλον, είναι απαραίτητη ή συντονισμένη δράση που βασίζεται στην κατανόηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ τουρισμού και περιβάλλοντος μέσα από έρευνα, εκπαίδευση και ανταλλαγή εμπειριών σε θέματα κλειδιά και τουριστική ανάπτυξη που κύριο μέλημα θα έχει την περιβαλλοντική προστασία.
Οι πιθανές δράσεις αφορούν:
Στο είδος του τουρισμού
Καλύτερη διαχείριση του μαζικού τουρισμού
Εθνικά και περιφερειακά χωροταξικά σχέδια για τη ολοκληρωμένη διαχείριση παράκτιων και ορεινών περιοχών.
Στη συμπεριφορά των τουριστών
Βελτίωση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας.
Απελευθέρωση των μεταφορών με αεροπλάνο, τρένο και λεωφορείο.
Προώθηση εναλλακτικών τρόπων μεταφοράς και σταδιακή μείωση της χρήσης Ι.Χ. αυτοκινήτων.
Οι διακοπές να γίνονται διάσπαρτα όλους τους μήνες του χρόνου.
Διαφοροποίηση του τουρισμού (συμπεριλαμβάνοντας τον αγροτουρισμό και τον πολιτιστικό τουρισμό)
Στην ποιότητα των τουριστικών υπηρεσιών
Προώθηση μορφών τουρισμού που σέβονται το περιβάλλον.
Προσεκτική επιλογή καταλυμάτων
Αύξηση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας αυτών που ασχολούνται με την διαχείριση τουριστικών περιοχών.
Αύξηση της περιβαλλοντικής ευαισθησίας της τοπικής κοινωνίας και των υπηρεσιών σχετικών με τον τουρισμό.
Για την επίτευξη των παραπάνω στόχων προτείνονται μέτρα που θα στηρίζονται σε νομοθετικό πλαίσιο, μέσων που θα στηρίζονται στους μηχανισμούς της αγοράς όπως φορολογικά κίνητρα και αντικίνητρα, επιστημονική έρευνα και τεχνολογική ανάπτυξη, βελτίωση χωροταξικού σχεδιασμού, ενημέρωση κοινού και χρηματοδοτική στήριξη.

2.6.5. Προσεγγίσεις για μια πολιτική βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης
Πρακτικά η πολιτική για τον τουρισμό για βιώσιμη ανάπτυξη παρουσιάζει σημαντικές διαφοροποιήσεις ως προς την έμφαση και ερμηνεία της σχέσης τουρισμού και περιβάλλοντος και ακολουθεί τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις.
1. Την τομεακή, με την έννοια του βιώσιμου τουρισμού, όπου η βιωσιμότητα εστιάζεται στη διατήρηση της τουριστικής δραστηριότητας για μακρύ χρονικό διάστημα.
Η προσέγγιση αυτή είναι στην ουσία καθαρά οικονομική όπου η ποιότητα του περιβάλλοντος για έναν τόπο προστατεύεται γιατί είναι ένας σημαντικός παράγοντας ανταγωνιστικότητας. Η προστασία όμως αυτή εστιάζεται σε όσα στοιχεία αναδεικνύουν το τουριστικό προϊόν όπως είναι η αισθητική του τοπίου η καθαριότητα της περιοχής κ.λπ.
2. Την περιβαλλοντική, με την έννοια της οικολογικά φιλικής τουριστικής ανάπτυξης, όπου η βιωσιμότητα εστιάζεται στα φυσικά οικοσυστήματα.
Έμφαση δίνεται στις ήπιας μορφής τουριστικές δραστηριότητες που δεν διαταράσσουν σημαντικά το περιβάλλον.
3. Την αειφορική, με την έννοια της οικολογικά βιώσιμης οικονομικής ανάπτυξης, μια πιο σύνθετη θεώρηση όπου ο τουρισμός είναι μια δραστηριότητα και η βιωσιμότητα ορίζεται με βάση το σύστημα συνολικά.
Η διαφορετική έμφαση σε κάθε μια από τις παραπάνω προσεγγίσεις δεν συνεπάγεται και κάποια αξιολογική ιεράρχηση για την μία ή την άλλη, γιατί έχουν διαφορετικές προϋποθέσεις και απευθύνονται συχνά σε διαφορετικές περιπτώσεις τουριστικής ανάπτυξης.
Η πρώτη προσέγγιση έχει ιδιαίτερη σημασία για περιοχές που έχουν ήδη αναπτυχθεί ως τουριστικοί προορισμοί και πιθανώς να παρατηρούνται σημάδια κόπωσης ή κορεσμού, δράσεις με άξονα την ποιότητα του περιβάλλοντος θα μπορούσαν να συμβάλουν στην διατήρηση της τουριστικής δραστηριότητας για παράδειγμα θα μπορούσε να γίνει βιολογικός καθαρισμός των λυμάτων, αποκομιδή και διάθεση στερεών αποβλήτων και παρεμβάσεις στο δομημένο περιβάλλον.
Η δεύτερη έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για περιοχές που δεν έχουν αναπτύξει μεγάλη τουριστική ή άλλη δραστηριότητα, εκτός του πρωτογενή τομέα και που από περιβαλλοντικής πλευράς παρουσιάζουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Στο πλαίσιο κάποιας πολιτικής προστασίας των φυσικών οικοσυστημάτων και εφόσον θεωρηθεί απαραίτητο να αναζητηθούν συμπληρωματικές αλλά δευτερεύουσες δραστηριότητες για κοινωνικούς και οικονομικούς λόγους, κάποιες μορφές τουρισμού θα μπορούσαν να αναπτυχθούν. Θεσμικά και οργανωτικά μέτρα έχουν ιδιαίτερο ρόλο στο πλαίσιο αυτό όπως για παράδειγμα διευθετήσεις ροής των επισκεπτών, περιβαλλοντική σήμανση κ.λπ.
 Η τρίτη προσέγγιση έχει περισσότερο ενδιαφέρον για περιοχές που αναπτύσσονται με βάση τον τουρισμό και στο πλαίσιο κάποιας στρατηγικής ανάπτυξης που δεν στηρίζεται αποκλειστικά στον τουρισμό.  Ο τουρισμός σαυτήν τη περίπτωση αναπτύσεται με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φυσικού περιβάλλοντος, που μπορεί να είναι ο περιορισμός των πόρων η ευαισθησία των οικοσυστημάτων κ.λπ. και τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες του τόπου. Η βιωσιμότητα δεν στηρίζεται μόνο στην προστασία των πόρων και των οικοσυστημάτων και στην τουριστική δραστηριότητα αλλά στην αναγνώριση της εξάρτησης και της συμβιωτικής σχέσης τουρισμού-ανάπτυξης και ποιότητας περιβάλλοντος. Στο πλαίσιο αυτό απαιτούνται όχι μόνο τεχνολογικές και οργανωτικές λύσεις, αλλά πιο σύνθετα μέσα, όπως  χωροταξικός σχεδιασμός και περιβαλλοντική διαχείριση που αναγνωρίζουν την ανάγκη ολοκληρωμένης προσέγγισης, για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης τόσο για τον τουρισμό όσο και για την διαχείριση του περιβάλλοντος αλλά και σε άλλους τομείς με στόχο:
Τον έλεγχο και τη μείωση της ρύπανσης με δράσεις όπως ανάπτυξη υποδομής, κατάλληλης περιβαλλοντικής διαχείρισης όπως συστήματα συλλογής και επεξεργασίας λυμάτων, μέτρα για το θόρυβο κ.λπ.
 Την ολοκληρωμένη διαχείριση φυσικών πόρων με μέτρα όπως τη διαφύλαξη της γεωργικής γης, την αντιμετώπιση της διάβρωσης του εδάφους λόγω κατάρρευσης των αναβαθμίδων από την χρησιμοποίηση εδαφών με κλίσεις λόγω διαφόρων έργων με στόχο την τουριστική ανάπτυξη, την προστασία της βιοποικιλότητας μέσω διαφόρων δράσεων όπως για παράδειγμα αποτελεσματικότερου ελέγχου της θύρας την μείωση των χημικών προϊόντων στη χρήση της γεωργίας κ.λπ., την εξοικονόμηση και γενικά την ορθολογική χρήση των υδάτινων πόρων, την προώθηση της χρήσης εναλλακτικών μορφών ενέργειας.
Την προστασία και ανάδειξη της φυσικής κληρονομιάς, την προστασία και ανάδειξη ιστορικών, αρχαιολογικών και πολιτιστικών πόρων και άυλης κληρονομίας, αναγνώριση πολιτισμικών διαδρομών και προώθηση ηθων και εθίμων του τοπικού επιπέδου.
2.6.6. Ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό (σχέδιο ΚΥΑ – σε δημόσια διαβούλευση)
Το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό που ανακοινώθηκε από το ΥΠΕΧΩΔΕ στις 2.5.07 για δημόσια διαβούλευση, προβλέπει την επικράτηση του ισπανικού μοντέλου της παραθεριστικής κατοικίας, την στιγμή που στην Ιβηρική αυτό αρχίζει να εγκαταλείπεται. Στην Ισπανία έχει τσιμεντοποιηθεί το 34% της ακτογραμμής. Στην ΚΥΑ προβλέπεται θα υπάρχει η δυνατότητα στις σύνθετες τουριστικές επενδύσεις να μπορεί να πωλείται το 70% της οικοδομήσιμης έκτασης. Οπότε ο επενδυτής θα απολαμβάνει το προνόμιο του ευνοϊκού συντελεστή δόμησης (0,2) για ξενοδοχεία, πολλαπλάσιο σε σχέση με αυτόν που θα ίσχυε για κατοικίες, χωρίς να δεσμεύεται η ιδιοκτησία του για τη χρήση του ξενοδοχείου, αφού θα μπορεί άμεσα να ρευστοποιήσει έως και το 70% της επένδυσης, έχοντας εισπράξει μάλιστα και επιδότηση. Άλλο η παραθεριστική κατοικία που ξέρουμε (εξοχικό) και άλλο αυτό που εισάγεται. Πρόκειται για μια σύζευξη τουρισμού και real estate, που παρουσίασε άνθηση σε χώρες όπως η Ισπανία, αλλά τώρα βρίσκεται ήδη σε κρίση. Με το σχέδιο προωθείται το μοντέλο των condo hotels, όπου μέσα στην ξενοδοχειακή μονάδα κατασκευάζονται αυτόνομες κατοικίες που πωλούνται σε ιδιώτες. Αυτοί μπορεί να τις νοικιάζουν στο ξενοδοχείο. Σύμφωνα με τον κ. Clemente Pinedo, πρόεδρο της AFIT (Ελληνική Ένωση Ξένων Επενδυτών στον Τουρισμό), η ζήτηση εξοχικών κατοικιών στην Ελλάδα υπολογίζεται σε 2 εκατομμύρια κτίρια στα αμέσως προσεχή χρόνια. Αντίστοιχα άλλες μελέτες οριοθετούν τον αριθμό των Βρετανών που προτίθενται να αποκτήσουν κάποια κατοικία στο εξωτερικό σε 1 εκατομμύριο για την προσεχή δεκαετία, δηλαδή 100.000 κατοικίες σε ετήσια βάση. Σε ποιους όμως απευθύνονται οι τουριστικές κατοικίες; Αυτήν την περίοδο το 60% της ζήτησης προέρχεται από τη Μ.Βρετανία, καθώς υπολογίζεται ότι 1 στους 5 Βρετανούς προτίθεται να περάσει τα χρόνια της συνταξιοδότησής του στο εξωτερικό έως το 2020. Ζήτηση όμως υπάρχει και από άλλες χώρες, κυρίως από τη Γερμανία, την Ιρλανδία, τη Γαλλία, την Ιταλία, τη Ρωσία και τις Σκανδιναβικές Χώρες. Εκτός από την Ισπανία, ο μεγαλύτερος ανταγωνισμός για την Ελλάδα προέρχεται από το Μαρόκο, την Πορτογαλία, την Τουρκία, τη Γαλλία, την Κροατία και την Ιταλία.
Επιδοτούνται από τον Αναπτυξιακό Νόμο επενδύσεις παραθεριστικής κατοικίας μεγάλης κλίμακας.
Επιδοτείται η παραθεριστική κατοικία με συντελεστές δόμησης ξενοδοχειακών μονάδων, δηλαδή τετραπλάσιους από αυτούς που ισχύουν στην εκτός σχεδίου περιοχή για την δόμηση κατοικίας.
Οι δύο παραπάνω επιδοτήσεις ισχύουν ακόμη και για τις περιοχές του δικτύου  NATURA 2000, τις οποίες η Ελλάδα είναι υποχρεωμένη από την Ευρωπαϊκή Ένωση να προστατεύει.
Επιτρέπεται η πώληση κατοικιών με τέτοιους όρους (αναφέρεται με ασάφεια ότι παρέχεται το δικαίωμα πώλησης του 70% της συνολικής επιφάνειας των εγκαταστάσεων φιλοξενίας) ώστε να είναι κερδοφόρες για οποιαδήποτε διεθνή κατασκευαστική εταιρεία και να μη χρειάζεται η δημιουργία επενδυτικού σχήματος τουριστικού ενδιαφέροντος και η συμμετοχή επιχειρηματιών του τουρισμού.
Η ΚΥΑ του Ε Π είναι σκοπίμως ασαφής ως προς τους όρους ανάπτυξης σε βραχονησίδες και νησιά χωρίς μόνιμους ή με ελάχιστους κατοίκους και δημιουργεί βάσιμες υπόνοιες για αλόγιστη και αντιπεριβαλλοντική εκμετάλλευση πολύ πέρα της φέρουσας ικανότητας των νησιών αυτών, αρκετά από τα οποία είναι χαρακτηρισμένα ως οικότοποι προτεραιότητας του δικτύου NATURA 2000, όπως η Σαρία Καρπάθου, ή κηρυγμένα ως αρχαιολογικοί χώροι, όπως το Δεσποτικό και το μικρό Κουφονήσι.

Το ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τον τουρισμό θα μπορούσε να συνεισφέρει στον μοναδικό βιώσιμο δρόμο, στην τουριστική αξιοποίηση της φυσικής ομορφιάς και του πολιτισμού της χώρας, με όρους προστασίας και ανάδειξης.

Αντί να δοθεί βάρος στη διευκόλυνση των επενδυτών και τη μεγέθυνση του τουρισμού, πρέπει να δοθεί στην ενσωμάτωση των αρχών της βιώσιμης ανάπτυξης.
Πρέπει να αντιμετωπιστεί η αλόγιστη τουριστική ανάπτυξη, που απειλεί με υποβάθμιση το φυσικό, δομημένο και πολιτιστικό περιβάλλον, το οποίο αποτελεί όμως τον πόλο έλξης των επισκεπτών.
Πρέπει να επισημαίνεται ο κίνδυνος του κορεσμού για ορισμένες περιοχές της χώρας.
Αντί να επιτρέπεται η δημιουργία παραθεριστικής κατοικίας με τετραπλάσιο συντελεστή δόμησης από αυτόν που ισχύει για την εκτός σχεδίου δόμηση για κατοικίες και με επιδότηση τουριστικών εγκαταστάσεων, θα μπορούσε να ισχύσει ένα ποσοστό έως 40% της συνολικής δομημένης επιφάνειας, το οποίο θα διατίθεται για πώληση.
Αντί να είναι επιτρεπτή μια τέτοιου είδους εκμετάλλευση σε φυσικές προστατευόμενες περιοχές (NATURA), πρέπει να ισχύει για αυτές τις περιοχές ειδικό καθεστώς προστασίας.
Πρέπει να ληφθούν μέτρα περιορισμού της διάχυτης εκτός σχεδίου δόμησης, που αποτελεί οικιστική μάστιγα της ελληνικής υπαίθρου.
Πρέπει να προβλέπεται η υποχρεωτική κατεδάφιση όλων των παράνομων τουριστικών εγκαταστάσεων που βρίσκονται στον αιγιαλό.
Δεν πρέπει να δοθεί βαρύτητα στη δημιουργία γηπέδων γκολφ. Μπορεί στην Ελλάδα να έχουμε μόλις 6 γήπεδα, ενώ στη Γαλλία υπάρχουν 500, στην Ιταλία 200, στην Ισπανία 300 και στην Πορτογαλία 76, όμως ο στόχος αυτός είναι συμβατός με το μοντέλο της εντατικής τουριστικής ανάπτυξης των μεγαθηρίων και της παραθεριστικής κατοικίας. Στην Ελλάδα, αντίθετα με τις παραπάνω χώρες, αντιμετωπίζουμε πρόβλημα λειψυδρίας και ένα γήπεδο γκολφ απαιτεί περισσότερα από ένα εκατομμύριο κυβικά μέτρα νερού το χρόνο (όσο μια πόλη 11.000 κατοίκων).
Θα πρέπει να δοθεί έμφαση σε μια άλλη προσέγγιση που θα προστατεύει και θα αναδεικνύει τα τοπικά αρχιτεκτονικά, πολιτιστικά χαρακτηριστικά (όπως γίνεται για παράδειγμα σε πολλές περιοχές της Ιταλίας).
Πρέπει να ληφθούν μέτρα για την ανάπτυξη των τοπικών αγροτικών προϊόντων (και των βιολογικών).
Στη μελέτη των νέων ξενοδοχειακών μονάδων ή ακόμη και στις μελέτες αναβάθμισης και ολικού εκσυγχρονισμού των ήδη υφιστάμενων μονάδων πρέπει να δοθούν κίνητρα
προκειμένου να ακολουθηθούν οι αρχές της βιοκλιματικής αρχιτεκτονικής, να έχουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αυτονομία πόρων με επανάχρηση υδάτων και με τη χρήση Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας.
Πρέπει να θεσμοθετηθούν τα κατάλληλα μέτρα και κίνητρα που θα επιτρέπουν την ανάπτυξη τουριστικών εγκαταστάσεων με όρους που θα σέβονται το περιβάλλον.











ΚΕΦΑΛΑΙΟ 3. Ο ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΗΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΟΥ ΣΤΙΣ ΟΡΕΙΝΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ
3.1. Αγροτικός τομέας των ορεινών οικισμών
Η Αγροτική Πολιτική της ευρωπαϊκής ένωσης τις τελευταίες δεκαετίες με τις επιχορηγήσεις σε εξαγώγιμες καλλιέργειες μετέτρεψε την παραδοσιακή ορεινή γεωργία που στηριζόταν στις προσαρμοσμένες στο τοπικό μικροκλίμα και στις τοπικές ανάγκες ποικιλίες σε γεωργία μονοκαλλιέργειας με αποτέλεσμα, την δραστική μείωση της βιοποικιλότητας, πολύτιμων υδάτινων πόρων από τις μεγάλες ανάγκες σε νερό που έχουν οι εντατικές καλλιέργειες, τον κορεσμό και την αχρήστευση των εδαφών από την συνεχή χρήση, με έντονα προβλήματα οξύτητας λόγω των πολλών λιπασμάτων την ρύπανση των υπόγειων και των επιφανειακών υδάτων από την αλόγιστη χρήση βιοχημικών προϊόντων. Τα τελευταία χρόνια λόγω του έντονου ανταγωνισμού από τις ξένες αγορές, πολλές ορεινές γεωργικές επιχειρήσεις αδυνατούν να επιβιώσουν ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που εξαρτώνται μόνο από το γεωργικό εισόδημα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την προώθηση από πολλά μέσα του αστικού καταναλωτικού τρόπου ζωής ως του μοναδικού τρόπου ευημερίας, οδηγούν στην δραστική μείωση του αγροτικού πληθυσμού των ορεινών οικισμών την εγκατάλειψη της γεωργικής γης με αποτέλεσμα την διάβρωση των εδαφών, την γήρανση του πληθυσμού των οικισμών και την αύξηση αυτού στα αστικά κέντρα με τα γνωστά προβλήματα της ανεργίας της εγκληματικότητας κ.λπ.
Τα τελευταία χρόνια έχουν εγκαταλειφθεί 2,5 εκατομμύρια στρέμματα γεωργικής γης και το 10% των ζωικών μονάδων παρόλο που η κτηνοτροφία παίζει ακόμα σημαντικό ρόλο στα ορεινά. Στις ορεινές περιοχές εκτρέφεται ο μισός αριθμός των αιγών και το ένα τρίτο των προβάτων από αυτά που εκτρέφονται συνολικά στην Ελλάδα. Στην ανεξέλεγκτη βόσκηση όμως οφείλεται η καταστροφή πολλών δασικών οικοσυστημάτων, ιδιαίτερα στις καμένες εκτάσεις και σε ξηροθερμικές περιοχές όπως είναι τα νησιά που είναι δυσκολότερη η αναγέννηση της χλωρίδας.
Αντίθετη εικόνα παρουσιάζεται στις περιοχές που λόγω των φυσικών πλεονεκτημάτων ελκύουν τουριστικές επενδύσεις, με αυτές του χιονοδρομικού τουρισμού να είναι οι πιο δημοφιλείς. Η εισβολή όμως τους αστικού τρόπου ζωής στις περιοχές αυτές αυξάνει μεν τα εισοδήματα των κατοίκων εξασθενίζει δε την τοπική κουλτούρα και προκαλεί αλλοίωση του τοπικού οικιστικού συνόλου με την κατασκευή δυσανάλογα μεγάλων για την κλίμακα των ορεινών οικισμών υποδομών για ξενοδοχειακές εγκαταστάσεις οδικών αξόνων κ.λπ.
(ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΩΝ ΟΡΕΙΝΩΝ ΚΑΙ ΑΓΡΟΤΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ)

3.1.1. Πολιτική ενίσχυσης του αγροτικού τομέα
Υπήρξε μια από τις σημαντικές πολιτικές των αναπτυγμένων χωρών, ιδιαίτερα της Ευρώπης, με στόχο την ενίσχυση του εισοδήματος των αγροτών μέσω της προώθησης νέων και δυναμικών παραγωγικών δραστηριοτήτων. Μεγάλη έμφαση δόθηκε στα πλαίσια αυτής της πολιτικής στην κατάρτιση νέων αγροτών σε σύγχρονες επαγγελματικές δραστηριότητες, ώστε να παραμένουν στις περιοχές όπου κατοικούν ή έχουν την αγροτική τους εκμετάλλευση. Ο τουρισμός και εδώ προωθήθηκε ως επιχειρηματική δραστηριότητα ή οποία μπορούσε να ενισχύσει το εισόδημα της αγροτικής οικογένειας: αγροτουρισμός, ο τουρισμός στο ύπαιθρο, τα καταλύματα σε παραδοσιακούς οικισμούς και άλλες μορφές επιχειρηματικής δραστηριότητας στον αγροτικό χώρο ενισχύθηκαν άμεσα από αυτή την πολιτική και συνέβαλαν στη διαμόρφωση των προτύπων ήπιας τουριστικής ανάπτυξης στην ύπαιθρο. Η σημαντική ιστορικά παράδοση αυτής της ανάπτυξης, ιδιαίτερα στην Ευρώπη, έχει οδηγήσει στη διαμόρφωση περιοχών με σύνθετα χαρακτηριστικά στην ανάπτυξή τους (αγροτικά και τουριστικά).



3.2. Χαρακτηριστικά της φυσικής και κοινωνικοοικονομικής πραγματικότητας των ορεινών περιοχών
Η ορεινότητα μιας περιοχής, το κατά πόσο δηλαδή η περιοχή είναι δυσπρόσιτη, δεν εξαρτάται μόνο από το υψόμετρο αλλά και από άλλα φυσικά χαρακτηριστικά, όπως οι κλιματικές συνθήκες, η τοπογραφία και η μορφολογία του ευρύτερου χώρου που έχουν ως αποτέλεσμα να καθιστούν δύσκολη την πρόσβαση από και προς αυτήν. Με αποτέλεσμα η ορεινότητα να συνεπάγεται σε μεγάλο βαθμό κοινωνική, οικονομική, πολιτική και πολιτισμική απομόνωση.
Η ευρωπαϊκή ένωση καθιέρωσε τους όρους ορεινές – μειονεκτικές – προβληματικές περιοχές, για τις οποίες προβλέπονται ειδικά μέτρα από την Κοινή Αγροτική Πολιτική, που έχουν ως στόχο να αντισταθμίσουν τις συνέπειες των φυσικών και κοινωνικοοικονομικών διαφορών με άλλες πιο ευνοούμενες από φυσική άποψη περιοχές. Οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται και στην Ελλάδα από το 1983, στις έρευνες διάρθρωσης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, που διενεργούνται από την Ε.Σ.Υ.Ε. κάθε δυο χρόνια.
Μια περιοχή χρήζει ειδικής μεταχείρισης εάν είναι ορεινή, μειονεκτική, η προβληματική σύμφωνα με την Οδηγία 75/268/ΕΟΚ της ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στις Ορεινές Περιοχές  εντάσσονται Δήμοι, Κοινότητες και οικισμοί που έχουν τις ακόλουθες προϋποθέσεις:
(α) η κτηματική τους έκταση βρίσκεται σε υψόμετρο πάνω από 800 μέτρα,
(β) η κτηματική τους έκταση βρίσκεται μεταξύ 600-800 μέτρων και οι κλίσεις του εδάφους
είναι τουλάχιστον 16%,
(γ) η κτηματική τους έκταση βρίσκεται σε υψόμετρο κάτω από 600 μέτρα με κλίσεις εδάφους τουλάχιστον 20%.
Εάν ένας Δήμος, Κοινότητα ή Οικισμός έχει μία από τις παραπάνω περιπτώσεις σε
ποσοστό κτηματικής έκτασης τουλάχιστον 80% ή το άθροισμα των περιπτώσεων (α), (β), (γ) είναι τουλάχιστον 80% επί του συνόλου της κτηματικής τους έκτασης, τότε είναι δυνατόν να προταθεί για ένταξη στις ορεινές περιοχές.

στις Μειονεκτικές Περιοχές εντάσσονται πολλοί Δήμοι, Κοινότητες
ή Οικισμοί που αποτελούν ομοιογενείς ζώνες και χαρακτηρίζονται από χαμηλή πυκνότητα
πληθυσμού, άγονο έδαφος και χαμηλό εισόδημα. Ειδικότερα θα πρέπει:
(α) η πυκνότητα του πληθυσμού να είναι μέχρι 45 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο,
(β) το γεωργικό εισόδημα να είναι μικρότερο του 80% του μέσου όρου της χώρας,
(γ) οι αποδόσεις των κυριότερων καλλιεργειών να είναι μέχρι 80% του μέσου όρου της
χώρας.
στις Περιοχές με Ειδικά Προβλήματα εντάσσονται σε ζώνες, Δήμοι
και Κοινότητες νησιωτικών και παραμεθορίων περιοχών, που έχουν, λόγω της θέσης τους, ειδικά προβλήματα, το γεωργικό εισόδημά τους φθάνει μέχρι το 80% του μέσου όρου της χώρας και η γονιμότητα των εδαφών τους είναι χαμηλή (αποδόσεις κυριοτέρων καλλιεργειών μικρότερες του 80% του μέσου όρου της χώρας).

Λόγω της ιδιαίτερης γεωμορφολογίας της χώρας μας βρίσκονται διάσπαρτοι σε όλη την περιφέρεια χιλιάδες οικισμοί και κοινότητες. Με βάση την απογραφή του έτους 1991 (Ε.Σ.Υ.Ε. 1995),  στο σύνολο των προ «Καποδίστρια»  5.921 Δήμων και Κοινοτήτων, 2.138 ήταν ορεινοί, 1.505 ημιορεινοί και 2.278 πεδινοί. Το 61,5% του συνόλου των Δήμων και Κοινοτήτων της χώρας δηλαδή είναι ορεινοί και ημιορεινοί και καταλαμβάνουν έκταση 94 εκατομμύρια στρέμματα δηλαδή το 71%(42% ορεινό και 29% ημιορεινό) του συνόλου της χώρας (132 εκατ. στρέμματα).

Ο ορεινός όγκος της Ελλάδας καταλαμβάνει έκταση 77,6 εκατ. στρέμματα, από τα οποία τα13,08  (17%) είναι καλλιεργήσιμη έκταση, τα 36,42 (47%) βοσκότοποι και τα 24,02 (31%) δασική έκταση. Κύριο χαρακτηριστικό της φυσικής πραγματικότητας των ορεινών περιοχών είναι η πλούσια βιοποικιλότητα. Λόγω της γεωγραφικής θέσης  της χώρας και της ποικιλίας των κλιματικών τύπων, ιδιαίτερα σημαντική είναι και η γενετική ποικιλότητα μέσα σε ένα είδος. Έτσι ανάλογα με το υψόμετρο συναντάμε οικοσυστήματα και τοπία μεσογειακά (κουμαριά, βελανιδιά. κ.λπ.), αλπικά (Όλυμπος, Σμόλικας, Βόρας, κ.λπ.) και σκανδιναβικά (Ροδόπη).

Η Ελλάδα διακρίνεται για το μικρό μέγεθος και για το μεγάλο πλήθος των ορεινών οικισμών. Οι ημιαστικοί οικισμοί που έχουν πληθυσμό από 2.000 μέχρι 10.000 κατοίκους αποτελούν το 13% των ορεινών οικισμών ενώ το μόνο ορεινό αστικό κέντρο με πληθυσμό μεγαλύτερο από 10.000 κατοίκους είναι η Νάουσα. Ο μεγάλος αριθμός και το μικρό μέγεθος των ορεινών οικισμών έχει συντελέσει στην διαφύλαξη του ορεινού φυσικού περιβάλλοντος, των εδαφών, των υδάτων και της ατμόσφαιρας που λόγω της μη εντατικής γεωργίας δεν εκμεταλλεύτηκαν τόσο όσο στις πεδινές περιοχές που εκτός της γεωργίας και η συσσώρευση βιομηχανιών και οχημάτων προκάλεσαν μεγάλες καταστροφές στο φυσικό περιβάλλον. Έτσι, σε αντίθεση με τις πεδινές περιοχές άλλα και πολλές ορεινές ευρωπαϊκές περιοχές, οι ορεινές περιοχές της Ελλάδας χαρακτηρίζονται από έναν αναντικατάστατο φυσικό πλούτο, που ενδημεί σημαντικός αριθμός φυτικών και ζωικών ειδών προσαρμοσμένων στις τοπικές συνθήκες κάθε περιοχής.

Ο πληθυσμός των ορεινών οικισμών άρχισε να φθίνει από την δεκαετία του 1950 με την μαζική μετανάστευση προς τα μεγάλες πόλεις και το εξωτερικό. Σημαντικό ρόλο στην αποχώρηση του ορεινού πληθυσμού από τα χωριά του έπαιξαν οι συγκρούσεις του εμφυλίου πολέμου και τις διώξεις που ακολούθησαν. Το αποτέλεσμα ήταν κατά την διάρκεια των δεκαετιών 1950-1970 ο πληθυσμός των αστικών κέντρων να αυξηθεί από 37,7% επί του συνόλου το 1951 σε 58,1 το 1981 και τον αγροτικό να μειώνεται από 47,5% σε 30,3% στον πίνακα 1 φαίνονται αυτές οι αλλαγές του πληθυσμού.

ΠΙΝΑΚΑΣ 1: Κατανομή πληθυσμού σε αστικές και αγροτικές περιοχές
Έτος Συνολικός πληθυσμός Αστικός
Πληθυσμός Ποσοστό αστικού πληθυσμού επί του συνόλου Αγροτικός πληθυσμός Ποσοστό αγροτικού πληθυσμού επί του συνόλου
1928 6.204.684 1.931.937 31,1% 3.373.281   54,4%
1940 7.344.860 2.411.647 32,8% 3.847.134   52,4%
1951 7.632.801 2.879.994 37,7 3.622.619   47,5%
1961 8.388.533 3.628.105 43,3 3.674.592   43,8%
1971 8.768.641 4.664.917 53,2 3.086.562   35,2%
1981 9.740.417 5.659.182 58,1 2.951.346 30,3%
1991 10.259.900 6.036.660 58,9 2.910.466 28,3%
Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε.


Στον πίνακα 2 φαίνεται ότι ο ορεινός πληθυσμός μειώθηκε δραματικά την δεκαετία του 1970.


Πίνακας 2: Κατανοµή πληθυσμού σε ορεινές και ημιορεινές περιοχές

Έτος Συνολικός Πληθυσμός Ημιορεινός Πληθυσμός
Ποσοστό ημιορεινού πληθ. Επί του συνόλου Ορεινός Πληθυσμός Ποσοστό ορεινού πληθ.  επί του συνόλου
1971 8.768.641 1.781.689 20,3% 1.047.894 12%
1981 9.740.417 2.085.574 21,4% 941.973 9,7%
1991 10.259.900 2.236.351 21,8% 939.843 9,2%
Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε.

Οι παραπάνω μεταβολές του πληθυσμού είχαν σαν συνέπεια να χαθεί ένα μεγάλο κομμάτι των τοπικών παραδόσεων, να εγκαταλειφθεί ένα μεγάλο κομμάτι του οικιστικού πλούτου όπως σχολεία και κατοικίες, να χαθούν παραδοσιακά αρχιτεκτονικά μνημεία και παραδοσιακά επαγγέλματα. Μόνο στις περιπτώσεις που οι νέοι επέστρεφαν τους καλοκαιρινούς μήνες για παραθέριση είχαμε μια επανασύνδεση με εγκαταλελειμμένους οικισμούς. Στις περιπτώσεις που οι αποστάσεις ήταν μεγάλες ή οι κάτοικοι μετανάστευσαν στο εξωτερικό οι κατοικίες εγκαταλείφτηκαν. Με την πάροδο του χρόνου είτε καταστρέφονται είτε ανακατασκευάζονται από τους ιδιοκτήτες μετά την συνταξιοδότηση.

Βασικό χαρακτηριστικό του ορεινού πληθυσμού της χώρας είναι η γήρανση του καθώς σύμφωνα με στοιχεία του 1991 το 19,3 των κατοίκων έχει ηλικία μεγαλύτερη των 65 χρόνων, ποσοστό μεγαλύτερο από το αντίστοιχο ποσοστό για το σύνολο της χώρας που είναι 13,7 %. Εξαιρέσεις όπου οι νέοι παρέμειναν στον τόπο τους και έκαναν οικογένειες είναι οι ορεινές περιοχές των νομών Ξάνθης, Ημαθίας, Κοζάνης και Πέλλας, στις οποίες είναι σημαντικό ποσοστό τα παιδιά ηλικίας μέχρι 14 ετών και των νομών Κορινθίας, Μαγνησίας και Καστοριάς που είναι σημαντικότερο το ποσοστό των παραγωγικών ηλικιών με ηλικία από 24 μέχρι 49 έτη. Η διαμονή των νέων στον τόπο τους είναι ένα σημαντικός δείκτης του φυσικού δυναμικού και της κατάστασης της περιοχής

Στους νομούς που σημαντικό ποσοστό των νέων παρέμεινε στον τόπο τους, η απασχόληση των κατοίκων είναι κυρίως είτε η μεταποίηση των τοπικών προϊόντων, είτε των κτηνοτροφικών, κυρίως στους νομούς Ημαθίας, Πέλλας και Καστοριάς και των προϊόντων ξυλείας κυρίως στον νομό της Ξάνθης. Στην Κοζάνη η κύρια ασχολία των κατοίκων είναι στα λιγνιτωρυχεία και των σχετικών με την παραγωγή ρεύματος εργοστασίων της Δ.Ε.Η. και δευτερεύοντος η γεωργία και κτηνοτροφία.

Η δραστηριότητα στις ορεινές περιοχές εκτός των ορεινών του Πηλίου στη Μαγνησία είναι πολύ περιορισμένη. Οι ορεινές κοινότητες που ασχολούνται με τον τουρισμό και προσελκύουν σημαντικό αριθμό τουριστών αποτελούν μόνο το 6% του συνόλου και βρίσκονται κυρίως στα ορεινά των νομών Ιωαννίνων, Γρεβενών, Αχαΐας, Ευρυτανίας και Τρικάλων. Ο ορεινός τουρισμός έχει κυρίως τον χαρακτήρα περιήγησης παρά διαμονής. Ο ρόλος του χιονοδρομικού τουρισμού είναι ο πιο σημαντικός αλλά μειωμένος σε σχέση με τα ευρωπαϊκά δεδομένα. Οι τακτικοί σκιέρ εκτιμούνται σε 90.000 και οι περιστασιακοί σε 300.000. Στο σύνολο της χώρας λειτουργούν 87 ορειβατικοί σύλλογοι και 17 χιονοδρομικά κέντρα, εκ των οποίων 8 βρίσκονται στη Μακεδόνα και στη Θράκη, 1 στην Ήπειρο, 2 στη Θεσσαλία, 3 στη Στερεά Ελλάδα, 2 στην Πελοπόννησο και 1 στην Κρήτη.

 (Γραφείο 12 και Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 2000) (ΚΕ.Π.Α.ΜΕ. και Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε. 2000).

Ο κύριος λόγος που αναγκάζει τους νέους να εγκαταλείψουν τα χωριά τους είναι, η πεποίθηση ότι εκεί δεν θα έχουν τις ίδιες ευκαιρίες με τους νέους των αστικών κέντρων σε θέματα εργασίας, παιδείας, τέχνης, διασκέδασης και κοινωνικότητας. Ανεξάρτητα του κατά πόσο είναι πραγματική η πλασματική η πεποίθηση αυτή συντηρείται και επαυξάνεται από τα μέσα μαζικής επικοινωνίας, αναδεικνύοντας το αστικό πρότυπο ζωής ως το ιδανικότερο. Για τις γυναίκες το πρόβλημα είναι εντονότερο καθώς επιπλέον πιστεύουν ότι στα αστικά κέντρα θα αποκτήσουν περισσότερη ελευθερία και επιλογές, επικουρώντας σ αυτό η κοινωνική καταπίεση που επικρατούσε στα χωριά τα τελευταία χρόνια. Για το λόγο αυτό και πολλές φορές οι εναπομείναντες νέοι πολλές φορές δεν βρίσκουν Ελληνίδες συντρόφους και αναγκάζονται να επιλέγουν αλλοδαπές.

("Βιώσιμη" και Αξιοβίωτη Ολοκληρωμένη Ανάπτυξη στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας και του κόσμου)



3.3. Πολιτικές και φορείς  για την ανάπτυξη του τουρισμού και την προστασία του περιβάλλοντος
Σε διεθνές επίπεδο ασκούνται επίσημα δυο μορφές αναπτυξιακών πολιτικών η μη δεσμευτική και η δεσμευτική πολιτική. Στην πρώτη κατηγορία την πρωτοβουλία έχουν διεθνή όργανα τα οποία καθορίζουν τους στόχους και τις κατευθυντήριες γραμμές για μελλοντικές πολιτικές σε διεθνές και εθνικό επίπεδο, ενώ στη δεύτερη, περιλαμβάνονται οι συνθήκες και συμβάσεις που δεσμεύουν τις χώρες που θα τις υπογράψουν να λάβουν μέτρα για ένα επιμέρους ζήτημα.
Αν και σε διεθνές επίπεδο παρατηρείται μια κινητικότητα, η οποία έχει εκφραστεί κυρίως με την μορφή συστάσεων, ελάχιστες όμως από τις οποίες είναι δεσμευτικού χαρακτήρα. Πιο δραστική επίδραση φαίνεται να έχουν οι διάφορες θεσμικές ρυθμίσεις σε εθνικό επίπεδο, οι οποίες όμως σε πολλές περιπτώσεις αποδεικνύονται επίσης  αναποτελεσματικές λόγω της απουσίας αποτελεσματικών μηχανισμών ελέγχου και παρακολούθησης και της μη ικανοποιητικής εφαρμογής τους.

Στα μη δεσμευτικά όργανα άσκησης πολιτικής περιλαμβάνεται η Agenda 21, η συνθήκη που υπογράφηκε μετά από την συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη στο Ρίο το 1992. Συγκεκριμένα αναφέρει για την Βιώσιμη Ορεινή Ανάπτυξη: αναγνωρίζεται η σημασία των ορεινών περιβαλλόντων για την επιβίωση του παγκόσμιου οικοσυστήματος, η σημερινή περιβαλλοντική τους υποβάθμιση και η ανάγκη ορθής διαχείρισης των ορεινών πόρων και βελτίωσης του βιοτικού επιπέδου του ντόπιου πληθυσμού. Για την αντιμετώπιση των προβλημάτων των ευαίσθητων οικοσυστημάτων των ορεινών περιοχών προτείνονται δύο πεδία:
Α) «η απόκτηση και ενίσχυση της γνώσης για την οικολογία και την βιώσιμη ανάπτυξη των ορεινών οικοσυστημάτων»
Β) «Η προώθηση της ολοκληρωμένης ανάπτυξης των περιοχών που συνιστούν ανεξάρτητες υδρολογικές ενότητες και η προώθηση εναλλακτικών ευκαιριών εύρεσης των προς το ζην»
Το πρώτο πεδίο έχει στόχο τη δημιουργία μιας παγκόσμιας βάσης δεδομένων για την οικολογία, τους φυσικούς πόρους και των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων των ορεινών περιοχών του κόσμου. Το δεύτερο πεδίο έχει στόχους: την βιώσιμη διαχείριση των ορεινών φυσικών πόρων, όπου δίνεται ιδιαίτερη σημασία στην προστασία των υδατικών πόρων, επιφανειακών και υπόγειων, καθώς από κει προμηθεύονται νερό και οι πεδινές περιοχές, την προώθηση προσοδοφόρων δραστηριοτήτων των κατοίκων των ορεινών περιοχών και την αντιμετώπιση των φυσικών καταστροφών.  

 Οι σημαντικότερες σχετικές παγκόσμιες και περιφερειακές οργανώσεις και τα σημαντικότερα δίκτυα διαχείρισης των εργασιών για την εφαρμογή του κεφαλαίου 13 της Agenda 21 είναι ο FAO (Food and Agriculture Organization) των Ηνωμένων Εθνών. Ο FAO  συντάσσει τις εκθέσεις προόδου για λογαριασµό της Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τη Βιώσιµη Ανάπτυξη (UNSCD, United Nations Commission on Sustainable Development),  συμβουλεύει, εκπαιδεύει και παρέχει τεχνική βοήθεια σε ορεινές χώρες και αναπτύσσει συμμετοχικές προσεγγίσεις για τη διατήρηση και αναγέννηση του εδάφους, την κοινοτική δασοκοµία και τη διαχείριση των περιοχών οι οποίες συνιστούν ανεξάρτητες υδρολογικές ενότητες.
Από τα υπόλοιπα όργανα του συστήματος των Ηνωμένων Εθνών, ειδικό πρόγραµµα για τη "βιώσιµη" ορεινή ανάπτυξη έχει αναπτύξει το Πανεπιστήμιο των Ηνωμένων Εθνών (UNU - United Nations University) σε συνεργασία µε το Κέντρο Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος (CDE - Centre for Development and Environment) του Πανεπιστημίου της Βέρνης, Ελβετία. Στόχοι του προγράμματος είναι να συμβάλλει στην κατανόηση της παγκόσμιας κλιµατικής αλλαγής πάνω στα διαφορετικά ορεινά οικοσυστήματα, τις πιέσεις στις οποίες εκτίθενται τα βουνά, συμπεριλαμβανομένων και των συνεπειών τους στους ανθρώπινους, φυσικούς και οικονομικούς πόρους, και τις αντιδράσεις που δημιουργούνται από διαφορετικές κοινωνικές οµάδες και ορεινές κοινωνίες. Αξίζει να σημειωθεί ότι το UNU είναι ιδρυτικό µέλος της µη¬ κυβερνητικής οργάνωσης IMS (International Mountain Society) και έχει ηγετικό ρόλο στο επιστημονικό περιοδικό "Mountain Research and Development".
Σε επίπεδο µη κυβερνητικών οργανώσεων παγκόσμιας εμβέλειας, σηµαντική παρουσία έχει το ΤΜΙ (The Mountain Institute), που εστιάζεται στη διατήρηση των ορεινών οικοσυστημάτων, τη σύνδεση τοπικών πολιτισμών και πρακτικών διαχείρισης φυσικών πόρων και την εξασφάλιση εκπαιδευτικών και οικονοµικών ευκαιριών για τους ορεινούς κατοίκους. Στο πεδίο της προστασίας του φυσικού ή και του πολιτισµικού ορεινού περιβάλλοντος, δραστηριοποιούνται πολλές µη-κυβερνητικές οργανώσεις. Το ΤΜΙ έχει ηγετικό ρόλο στο συντονισµό  τους µε τη διοργάνωση διεθνών συνεδρίων.
Σε επίπεδο άσκησης διεθνούς πολιτικής σε πρακτικό επίπεδο, έχουν πραγματοποιηθεί πιλοτικά σχέδια, ιδιαίτερα στις αναπτυσσόμενες χώρες, από διακυβερνητικές οργανώσεις περιφερειακής εμβέλειας. Στο Παγκόσµιο  Πρόγραµµα για τα Βουνά (Global Mountain Program), συνεργάζονται: για τις Άνδεις (Λατινική Αµερική) η CIP (International Potato Center) και η CONDESAN (Consortium for the Sustainable Development of the Andean Ecorregion), για τα ορεινά της Αφρικής η ICRAF(International Center for Research in Agroforestry) και το ILRI (International Livestock Research Institute) και για τα Ιµαλάϊα (Ασία) το ICIMOD (International Centre for Integrated Mountain Development). Στόχος του προγράμματος είναι η βελτιωμένη διαχείριση των φυσικών πόρων για να εξασφαλιστούν οι ανάγκες σε τροφή, καθαρό νερό, ενέργεια και ορυκτά. Ασχολείται µε 4 ερευνητικά πεδία: φυσικοί πόροι (συμπεριλαμβανομένης της βιοποικιλότητας και της διαχείρισης γης και υδάτων), κοινωνικοοικονομική έρευνα, συστήµατα παραγωγής και έρευνα πολιτικής.
Το διεθνές Κέντρο για την Ολοκληρωμένη Ορεινή Ανάπτυξη (ICIMOD) παίζει ρόλο ¬κλειδί στην εφαρμογή του κεφαλαίου 13 της Agenda 21, καθώς εφαρμόζει την πολιτική της βιώσιµης ορεινής ανάπτυξης πιλοτικά στην περιοχή των Ιµαλαΐων. Αποστολή του είναι "να βοηθήσει στην προώθηση ενός υγιούς οικονοµικά και περιβαλλοντικά ορεινού οικοσυστήματος και να βελτιώσει το βιοτικό επίπεδο των ορεινών πληθυσμών στην περιοχή Hindu Kush- Himalaya". Το ICIMOD χρηματοδοτείται σε σταθερή βάση από τις 8 χώρες ¬µέλη του (Αφγανιστάν, Μπαγκλαντές, Μπουτάν, Κίνα, Ινδία, Μυανμάρ, Νεπάλ και Πακιστάν) και από τη Γερµανία, την Ολλανδία, τη Νορβηγία, τη Σουηδία, τη Φιλανδία, την Ελβετία και την Αυστρία, καθώς και από άλλους χρηματοδοτικούς οργανισμούς. Λειτουργεί ως πολύεπιστηµονικό συμβουλευτικό, πληροφοριακό, ερευνητικό και εκπαιδευτικό κέντρο παρέχοντας τις υπηρεσίες του σε "παράγοντες αλλαγής", όπως αυτοί που µπορούν να παίρνουν αποφάσεις (σε διάφορα επίπεδα), ερευνητές και ειδικούς σε θέµατα ανάπτυξης και σε µη κυβερνητικές οργανώσεις.
Το ICIMOD χρησιμοποιεί την ολοκληρωμένη προσέγγιση στη βιώσιµη ανάπτυξη της περιοχής, συμβάλλοντας προς πέντε κατευθύνσεις (ICIMOD 2000):
1. Τα Βιώσιµα νοικοκυριά,
2. Την ορεινή ανάπτυξη στην οποία μετέχουν µε ίσους όρους τα δύο φύλα,
3. Τη βιώσιµη διαχείριση των κοινών πόρων,
4. Την καλλιέργεια των δυνατοτήτων των τοπικών οργανώσεων ανάπτυξης,
5. Τη συγκέντρωση και διανοµή πληροφοριών για την περιοχή.

Οι κατευθύνσεις 1 και 3 αποτελούν τους βασικούς στόχους του κέντρου, ενώ οι κατευθύνσεις 2, 4 και 5 λειτουργούν συμπληρωματικά σε αυτούς. Οι επιµέρους στόχοι προς την κατεύθυνση 1 (Βιώσιµα Νοικοκυριά)  περιλαμβάνουν τη μείωση της φτώχειας των ορεινών νοικοκυριών µε την εισαγωγή κατάλληλων τεχνολογιών για Βιώσιµα αγροτικά συστήµατα, την προώθηση των αγροτικών προϊόντων, την προώθηση εναλλακτικών ευκαιριών απόκτησης εισοδήματος και την ανάπτυξη επιχειρήσεων. Η κατεύθυνση 3 (Βιώσιµη διαχείριση των Κοινών Πόρων) περιλαμβάνει την παρακολούθηση της δυναµικής και των αλληλεπιδράσεων ανθρώπων και πόρων, τη συμμετοχική και αποκεντρωμένη διαχείριση των τοπικών πόρων σύµφωνα µε τις επιταγές της βιώσιµης ανάπτυξης και τη βιώσιµη διαχείριση των δασικών πόρων, των βοσκοτόπων και των υδατικών πόρων και τη διατήρηση της βιοποικιλότητας.
Το ICIMOD, το TMI και η CIP παρέχουν γραμματειακή στήριξη στο παγκόσμιο δίκτυο Mountain Forum ατόµων και οργανώσεων που ασχολούνται µε τον πολιτισµό, το περιβάλλον και τη βιώσιµη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών. Tο παγκόσμιο δίκτυο Mountain Forum ιδρύθηκε το 1995 µε αποστολή την ανταλλαγή πληροφοριών, την αμοιβαία υποστήριξη και την προάσπιση των σχετικών µε το κεφάλαιο 13 της Agenda 21 δραστηριοτήτων (Mountain Agenda). Βασικός χρηµατοδότης του είναι η Ελβετική Υπηρεσία Αναπτυξιακής Συνεργασίας (Swiss Agency for Development Cooperation -SDC).
 Βιώσιμη και αξιωβιώτη ολοκληρωμένη ανάπτυξη.pdfhttpwww.ntua.grMIRC3rd_conferencepapadimatou.doc

3.3.1. Η αναπτυξιακή πολιτική για τις ορεινές περιοχές στην Ευρώπη

Η αναπτυξιακή  πολιτική της Ευρώπης για τις ορεινές περιοχές αποτελεί εξειδικευμένο τµήµα της πολιτικής για ότι αυτή θεωρεί ως "ολοκληρωμένη ανάπτυξη του αγροτικού χώρου". Ο όρος "ολοκληρωµένη" αναφέρεται σε αντιπαράθεση µε την µέχρι σήµερα µονοτοµεακή, γεωργική ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών. Τα αναπτυξιακά κίνητρα µετατοπίζονται από την προώθηση παραγωγής πρωτογενών προϊόντων στην ανάπτυξη υπηρεσιών και δραστηριοτήτων κατανάλωσης (Καρανικόλας και Μαρτίνος 1999). Χρησιµοποιείται πλέον ο όρος "διαφοροποίηση" (diversification), που σηµαίνει οριζόντια οικονοµική ανάπτυξη σε διάφορους τοµείς (οικονοµίες σκοπού). Σύµφωνα µε τοΣχέδιο Ανάπτυξης του Κοινοτικού Χώρου (ΣΑΚΧ) (European Union 1999, σελ. 66-68), αναµένεται να αποσυρθεί από τη γεωργική παραγωγή το 30-80% της αγροτικής γης, λόγω της εµφάνισης παραγωγικότερων καλλιεργειών. Συγκεκριµένα, για τις αγροτικές περιοχές οι οποίες βρίσκονται κοντά σε πόλεις, ενθαρρύνεται η ενδυνάµωση της αλληλεξάρτησης πόλης-υπαίθρου, ενώ για τις αγροτικές περιοχές οι οποίες απέχουν σηµαντικά από πόλεις, προτείνεται η προώθηση εξωγεωργικών δραστηριοτήτων, όπως ο αγροτουρισµός και η αναψυχή. Αφήνεται στο µέλλον το αν θα µπορέσουν οι νέες τεχνολογίες να παράσχουν πρόσβαση των τοπικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές (European Union 1999, σελ. 67).
Η ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πολιτική για τις ορεινές περιοχές καθορίζεται κατά κύριο λόγο από το προσχέδιο του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Ορεινών Περιφερειών (1995), το προσχέδιο του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Αγροτικών Περιοχών (1996) και την Ευρωπαϊκή ∆ιακυβερνητική Συνδιάσκεψη για τη "βιώσιµη ανάπτυξη των ορεινών περιοχών" (Τρέντο Ιταλίας - 1996). Και τα δύο προσχέδια λειτουργούν µη δεσµευτικά. Παραµένουν ωστόσο ως κύριος οδηγός µέτρων τα οποία εντάσσονται στις εθνικές αναπτυξιακές πολιτικές των χωρών ¬µελών του Συµβουλίου της Ευρώπης. Σήµερα, προωθείται η χάραξη ενιαίας πολιτικής για τις ευρωπαϊκές ορεινές περιοχές, αλλά το ακριβές πλαίσιο είναι υπό συζήτηση.
Στο προσχέδιο του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Αγροτικών Περιοχών (Council of Europe Parliamentary Assembly 1996), επιχειρείται, όπως αναφέρεται στην εισαγωγή του, "να τεθεί ένα πλαίσιο δράσης για την ανάπτυξη των αγροτικών περιοχών σε αρµονία και ισορροπία µε τη διαχείριση των αστικών περιοχών, και συγχρόνως να υιοθετηθεί µία πολιτική βιώσιµης διαχείρισης των πόρων, στους τοµείς της γεωργίας, δασοκοµίας, υδατοκαλλιέργειας και αλιείας, που θα συµπληρώνουν τις παραδοσιακές λειτουργίες, µε νέες δραστηριότητες (προστασία της φύσης και των τοπίων, παραγωγή ανανεώσιµων πρώτων υλών για τη βιοµηχανία και την ενέργεια, συµµετοχή στον αγροτουρισµό και δραστηριότητες αναψυχής, κ.τ.λ.)". Η κοινωνικό-πολιτισµική  διαφορά µεταξύ αγροτικών και αστικών περιοχών µπορεί να µειωθεί, καθώς ενθαρρύνεται (σύµφωνα µε το άρθρο 6) η αύξηση των σχέσεων µεταξύ των κατοίκων των αστικών περιοχών και των κατοίκων της επαρχίας και η πλήρης αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας της πληροφορίας υπό ίσες συνθήκες χρήσης και κατανάλωσης για τις αστικές και αγροτικές περιοχές. Η ευρωπαϊκή αναπτυξιακή πολιτική για τον αγροτικό χώρο στοχεύει, επομένως, στην προσέγγιση του αστικού βιοτικού επιπέδου αλλά και τρόπου ζωής από τους κατοίκους των αγροτικών περιοχών.
Σύµφωνα µε το προσχέδιο του Ευρωπαϊκού Χάρτη των Ορεινών Περιφερειών (Congress of Local and Regional Authorities of Europe 1995), άρθρο 5, η γενική πολιτική σχεδιασµού που θα εφαρµόσει κάθε χώρα "θα πρέπει να συνδυάζει µέσα προώθησης της οικονοµικής ανάπτυξης της περιοχής, ανάλογα µε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, µέσα προαγωγής των πολιτισµικών και κοινωνικών συµφερόντων του πληθυσµού και µέσα προστασίας και διαχείρισης του περιβάλλοντος". Για να επιτευχθεί αυτό, "θα πρέπει να αυξηθεί η αποτελεσµατικότητα των διαφόρων τοµεακών πολιτικών που ασκούνται ήδη, να διασφαλιστεί ο συντονισµός τους καθώς και η ενσωµάτωσή τους σε µία περιεκτική προσέγγιση". Στα άρθρα 8 - 19, παρατίθενται τα µέτρα τα οποία πρέπει να εφαρμοστούν σε κάθε τοµέα (γεωργία, δασοκοµία, βιοµηχανία -βιοτεχνία -υπηρεσίες, πολυαπασχόληση, στέγαση, τουρισµό, υποδοµές, ενέργεια, εκπαίδευση -έρευνα, πολιτισµό, περιβάλλον). Οι γενικοί στόχοι που πρέπει να επιτευχθούν µέσα από τη διατοµεακή πολιτική περιλαµβάνουν:
σαφή αναγνώριση των ορεινών περιοχών και της ιδιαίτερης φύσης τους,
σεβασµό και αναγνώριση στην γεωγραφική ενότητα που συνιστά κάθε ορεινή περιοχή, και παρεµπόδιση άλλων διοικητικών κατατµήσεων,
συγκράτηση πληθυσµού και αντιµετώπιση της µεταναστευτικής τάσης των νέων προς τα έξω,
δηµιουργία ή εκσυγχρονισµό των υποδοµών και των ανέσεων που είναι απαραίτητες για την ποιότητα της ζωής και την ανάπτυξη των ορεινών περιοχών,
συντήρηση και βελτίωση των τοπικών δηµοσίων υπηρεσιών                                                                                                            
διατήρηση της γεωργικής γης και των βοσκοτόπων και απαραίτητη συντήρηση και εκσυγχρονισµό των γεωργικών δραστηριοτήτων µέσω ειδικής προσέγγισης για την ορεινή γεωργία,
ανάπτυξη των ενδογενών ενεργειακών πόρων,διατήρηση των υπαρχόντων βιομηχανικών δραστηριοτήτων και ίδρυση βιομηχανιών που να στηρίζονται στις νέες τεχνολογίες,
ανάπτυξη του τριτογενούς τοµέα, ιδιαίτερα του τουρισµού, ως συμπληρώματος των παραδοσιακά ασκούμενων επαγγελμάτων,
διατήρηση της ταυτότητας και διασπορά των πολιτισµικών αξιών που χαρακτηρίζουν τις ορεινές περιοχές ως ιδιαίτερο χαρακτηριστικό γνώρισµα οµογενών ορεινών ενοτήτων. Προκειμένου να επιτευχθούν οι παραπάνω στόχοι, οι χώρες- µέλη του Συμβουλίου της Ευρώπης καλούνται να λάβουν τα παρακάτω οικονοµικά µέτρα:
(α) να παρέχουν φορολογική εξίσωση, που να ευνοεί τις λιγότερο εύπορες ορεινές περιοχές,
 (β) να βοηθούν στη συντήρηση και τη δημιουργία γεωργικών εκμεταλλεύσεων, βιοτεχνιών και εµπορικών ή βιομηχανικών επιχειρήσεων που χρησιμοποιούν καθαρές τεχνολογίες,
 (γ) να διευκολύνουν την εγκατάσταση νέων στις ορεινές περιοχές, ιδιαίτερα στη γεωργία, τη βιοτεχνία και τον τουρισµό,
 (δ) να αποζημιώνουν για τους φυσικούς ή οικολογικούς περιορισμούς που είναι σύμφυτοι στις ορεινές περιοχές και για τους περιορισμούς στην εκμετάλλευση,
(ε) να αποζηµιώνουν τους ορεινούς πληθυσμούς για την παροχή οικολογικών υπηρεσιών, ιδιαίτερα όσον αφορά στη συντήρηση του τοπίου και την προστασία από τις φυσικές καταστροφές.
Οι συστάσεις που δόθηκαν στη ∆ιακυβερνητική Συνδιάσκεψη για τις Ορεινές περιοχές συμφωνούν  µε τους στόχους του κανονισµού για τις ορεινές περιοχές, έχουν όµως πιο εξειδικευμένο χαρακτήρα. Κρίνεται σκόπιµο να παρατεθούν σε αυτό το σηµείο, καθώς αποσαφηνίζουν τις αναπτυξιακές επιλογές των χωρών της Ευρώπης που συμμετείχαν στη συνδιάσκεψη για τις ορεινές περιοχές.
Για την Ανθρώπινη Ανάπτυξη και Απασχόληση προτείνονται:
η προώθηση της πολιτισµικής ποικιλότητας και των πολιτισµικών ταυτοτήτων των ορεινών κοινοτήτων, π.χ. µέσω των προϊόντων ονοµασίας προέλευσης,
η προώθηση συνεργασιών, µεταξύ των κατοίκων µιας περιοχής υπό τη µορφή συνεταιρισµών και της ανταλλαγής (αλλά όχι αντιγραφής)  εµπειριών µε άλλες ορεινές κοινότητες,
η ενίσχυση του ρόλου των τοπικών κοινοτήτων στις διεργασίες λήψης αποφάσεων,
η ενίσχυση µέσων που θα ευνοούν την πολυαπασχόληση των κατοίκων των ορεινών περιοχών (παραγωγή προϊόντων ποιότητας, µελισσοκοµία, φαρμακευτικά φυτά, οικοτουρισμός, τηλεργασίας, κ.α.),
η ενίσχυση στις ευρωπαϊκές και εθνικές πολιτικές των προϊόντων υψηλής ποιότητας,
η προώθηση χρηματοοικονομικών διακανονισµών µεταξύ ορεινών και πεδινών περιοχών, π.χ. ως αποζηµίωση για χρήση πόρων.
Για τη διαχείριση των Φυσικών Πόρων προωθούνται:
η ανάπτυξη σχεδίων δράσης και προγραμμάτων που θα προωθούν τις οικονομίες σκοπού, δηλαδή διαχείριση διαφόρων πόρων και αλληλοσυµπληρωµατικότητά τους, -η πολυλειτουργικότητα της ορεινής γεωργίας και δασοκοµίας, δηλαδή η σύνδεσή τους µε δραστηριότητες µμεταποίησης και αναψυχής, -η σύνδεση, στη διανοµή των χρηματοδοτήσεων, της ποιότητας του περιβάλλοντος και της διατήρησής του µε την αξία που έχει ως πόρος δραστηριοτήτων αναψυχής,
η δημιουργία θετικών κινήτρων για τη διαχείριση της γης (και όχι µόνο για παραγωγή),
η αποζηµίωση για τα φυσικά µειονεκτήµατα των ορεινών περιοχών και ενσωμάτωση των περιβαλλοντικών εξωτερικών οικονομιών στην ορεινή γεωργία, στους διεθνείς κανόνες εµπορίου και στις περιβαλλοντικές πολιτικές,
η προώθηση βιώσιµων  υποδοµών για µεταφορά και ενέργεια,
η προώθηση του ρόλου των ευαίσθητων και προστατευόμενων περιοχών στις στρατηγικές βιώσιµης ορεινής ανάπτυξης.
Για την Έρευνα και την Εκπαίδευση:
να προωθηθεί η συνεργασία µεταξύ των τοπικών κοινοτήτων, των επιστηµόνων και των όσων παίρνουν αποφάσεις στα πεδία έρευνας για τη βιώσιµη ορεινή ανάπτυξη,
να προωθηθεί η συνεχιζόμενη εκπαίδευση και η κατάρτιση για τη βιώσιµη ορεινή ανάπτυξη.
Για την Παρακολούθηση, την Εκτίµηση και την Επικοινωνία:
να αναπτυχθούν κριτήρια και δείκτες βιώσιµης ορεινής ανάπτυξης,
να αναπτυχθούν συστήµατα πληροφοριών για τα ευρωπαϊκά βουνά.
 Βιώσιμη και αξιωβιώτη ολοκληρωμένη ανάπτυξη.pdfhttpwww.ntua.grMIRC3rd_conferencepapadimatou.doc






3.4.  Σχετικά με τον οικοτουρισμό

3.4.1. Οικοσύστημα

Οικοσύστημα θεωρείται ένα σύστημα μέσα στο οποίο οι διάφοροι οργανισμοί (φυτά και ζώα) αλληλεπιδρούν τόσο μεταξύ τους όσο και με το περιβάλλον στο οποίο ζουν και αναπτύσσονται.

Το ζωντανό τμήμα του οικοσυστήματος ονομάζεται βιοκοινότητα ενώ το αδρανές βιότοπος.

Τα οικοσυστήματα εξισορροπούνται, διαταράσσονται  η και υποβαθμίζονται κυρίως μέσω των ανθρώπινων επεμβάσεων η διάφορων διαταραχών κατά τη λειτουργία τους (αύξηση πληθυσμών, μείωση πόρων, εξαφάνιση ειδών).

3.4.2. Εναλλακτικός-αειφόρος τουρισμός
Ο Εναλλακτικός τουρισμός είναι γενικός όρος που αναφέρεται σε μορφές τουρισμού εκτός του μαζικού, μέσω των οποίων επιδιώκεται η δημιουργία θετικών κοινωνικών, πολιτιστικών, και περιβαλλοντικών επιπτώσεων. Κύρια χαρακτηριστικά του είναι:
Α) η  μικρής κλίμακας, ελεγχόμενη και ρυθμιζόμενη ανάπτυξη
Β) οι διάφορες δραστηριότητες που αναπτύσσονται σε μικρή κλίμακα με ατομική βάση
Γ) η έμφαση στην απόκτηση εμπειριών για τις τοπικές κουλτούρες και η διατήρηση των παραδοσιακών αξιών.  
Δ) προϋποθέτει τη διαρκή και βιώσιμη ανάπτυξη του τουρισμού

Όταν αναφερόμαστε στη διαρκή και βιώσιμη ανάπτυξη εννοούμε μορφές (αγορά και προϊόν), τρόπους και στόχους ανάπτυξης αλλά και μια αναπτυξιακή διαδικασία με τους παρακάτω κοινούς παρονομαστές:
Κατηγορίες και κλίμακα τουριστικής παραγωγής και κατανάλωσης που προσαρμόζονται σε τοπικό-περιφερειακό παραγωγικό και χωρικό επίπεδο
Ισότητα ως προς τις δυνατότητες προσπέλασης του πληθυσμού στα οικονομικά, κοινωνικά και περιβαλλοντικά αγαθά και ευκαιρίες, η ως προς την κατανομή του αναπτυξιακού οφέλους
Αναπτυξιακούς στόχους τουρισμού με το περιβάλλον της περιοχής.
Τουριστικές δραστηριότητες και χρήσεις που βασίζονται σε επιστημονικά θεμελιωμένες αρχές ως προς την χρήση και την ανανέωση των πόρων.
Ανταπόκριση σε διεθνή καταναλωτικά πρότυπα-τάσεις και προτιμήσεις της τουριστικής αγοράς.
 


Ο αειφόρος τουρισμός προϋποθέτει επίσης συγκεκριμένες ενέργειες προς την κατεύθυνση της βιωσιμότητας και ποιότητας των φυσικών και ανθρώπινων πόρων.
Έτσι αποσκοπεί στην μείωση των εντάσεων και αντιθέσεων που προκύπτουν από τη σύνθετες αλληλεπιδράσεις μεταξύ της τουριστικής ανάπτυξης των τουριστών/επισκεπτών και των τοπικών κοινοτήτων και του περιβάλλοντος.

Στην περίπτωση του οικοτουρισμού η αειφορία συναρτάται με δραστηριότητες που συμβαδίζουν με τις φυσικές, πολιτιστικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της περιοχής που αναπτύσσεται, ώστε να συνδυάζεται το μέγιστο οικονομικό αποτέλεσμα με την προστασία/ανάδειξη των φυσικών και πολιτιστικών πόρων.

3.4.3. Φυσικός και περιβαλλοντικός τουρισμός
Ο φυσικός-περιβαλλοντικός τουρισμός σχετίζεται κυρίως με δραστηριότητες υπαίθριας αναψυχής όπου χρησιμοποιούνται πόροι με ειδικά φυσικά χαρακτηριστικά, όπως π.χ. χιόνι (σκι), θάλασσα-αέρας (ιστιοπλοΐα), η με άλλες δραστηριότητες όπως κυνήγι, σουβενίρ.


3.4.4. Τουρισμός άγριας ζωής
Τουρισμός άγριας ζωής είναι μια μορφή τουρισμού που σχετίζεται με την παρατήρηση και απόκτηση εμπειριών στην πανίδα και χλωρίδα μιας περιοχής και συναρτάται με δραστηριότητες άλλων μορφών τουρισμού όπως ό αγροτουρισμός και ο οικοτουρισμός
και συγκεκριμένες δραστηριότητες που σχετίζονται με την άγρια ζωή και την απόκτηση εμπειριών και σχέσεων με τα ζώα.
Τα κίνητρα των τουριστών που αρέσκονται στον φυσικό τουρισμό είναι:
Νατουραλιστικά (απόλαυση φύσης-άγριας ζωής)
Οικολογικά (ενδιαφέρον για το περιβάλλον)
Ανθρωπολογικά/μοραλιστικά (στοργή και φροντίδα για τα ζώα)
Επιστημονικά (παρατήρηση των φυσικών ιδιοτήτων και βιολογικών λειτουργιών των ζώων)
Υλιστικά/κυριαρχικά (έλεγχος/χρήση  ζώων για διασκέδαση, κυνήγι/θανάτωση των ζώων)

3.4.5.  Μορφές οικοτουρισμού
Οι μορφές του οικοτουρισμού συναρτώνται με συγκεκριμένους τόπους ή χώρους, είδη περιβαλλοντικών πόρων που διαθέτουν και τις διάφορες δραστηριότητες που ασκούνται σε αυτούς τους χώρους. Σχετικά με το χωρικό πλαίσιο, διακρίνουμε αφενός μορφές που αναπτύσσονται σε φυσικές περιοχές η σε απομακρυσμένες, άθικτες και συνήθως ακατοίκητες (ορεινές αλλά και νησιωτικές/παράκτιες), αφετέρου μορφές που αναπτύσσονται σε σχέση με αγροτικούς/παραδοσιακούς οικισμούς και τις αντίστοιχες δραστηριότητες του τοπικού πληθυσμού.
Στην πρώτη περίπτωση συναντάμε μορφές που αφορούν:
1. Ταξίδια/επισκέψεις για παρατήρηση και αναγνώριση/κατανόηση των χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων των φυσικών πόρων και της άγριας ζωή.
2. Ταξίδια περιπέτειας και δραστηριότητες που απαιτούν αντοχή και διάθεση για ιδιαίτερα σπορ (καταδύσεις, διασχίσεις φαραγγιών)
3. Ταξίδια υπαίθριας αναψυχής και ήπιας μορφής δραστηριοτήτων σε άθικτο περιβάλλον.
Στην δεύτερη περίπτωση έχουμε μορφές που αφορούν:
1. Ταξίδια με «ανθρωπολογικά κίνητρα», δηλαδή με κύριο στόχο το ανθρωπογενές περιβάλλον. Γνωριμία με τους ντόπιους κατοίκους και παρατήρηση ή συμμετοχή στις ασκούμενες τοπικές δραστηριότητες και πολιτιστικές εκδηλώσεις.
2. Ταξίδια που στόχο έχουν την προσωπική ανανέωση/αναζωογόνηση με ενδιαφέροντα επικεντρωμένα σε βιολογικά/οικολογικά προϊόντα  και υγείας π.χ φαρμακευτικά βότανα.
3. Ταξίδια με στόχο την γνωριμία με τη φύση του αγροτικού χώρου με περιηγήσεις π.χ. ιππασία, επισκέψεις σε οικομουσεία και βοτανικούς κήπους κ.λπ. και παραμονή σε φάρμες αγροκτήματα.
Οι περιπτώσεις 2 και 3 σχετίζονται και με τον αγροτουρισμό η τον τουρισμό φάρμας.

3.4.6. Χαρακτηριστικά των οικοτουριστών
Σύμφωνα με τις μελέτες των Ruschmann και Budowski οι οικοτουρίστες κατατάσσονται σε τρείς κατηγορίες ανάλογα με ορισμένα χαρακτηριστικά (π.χ. ηλικία, οργάνωση ταξιδιού, δαπάνες, ενδιαφέροντα-δραστηριότητες):
1. Οικοτουρίστες δραστήριοι που επιδιώκουν έντονες δραστηριότητες άθλησης και συνήθως περιπετειώδεις και επικίνδυνου τύπου.
2. Οικοτουρίστες ήρεμοι, που ενδιαφέρονται κυρίως για παρατήρηση και απόλαυση της φύσης ή για οργανωμένα ταξίδια και εκδρομές.
3. Οικοτουρίστες ειδικοί/σπεσιαλίστες, που ταξιδεύουν για επιστημονικούς λόγους αλλα και για χόμπι.

Μια άλλη ενδιαφέρουσα προσέγγιση (Ballantine & Eagles) των οικοτουριστών αναλύει τα «ψυχογραφικά χαρακτηριστικά» που παρουσιάζουν η εκδηλώνουν σε διάφορο βαθμό. Σύμφωνα με την προσέγγιση αυτή, οι οικοτουρίστες:
1. Διακατέχονται από περιβαλλοντική ηθική.
2. Προθυμοποιούνται και ενεργοποιούνται για την προστασία των περιβαλλοντικών πόρων.
3. Συμπεριφέρονται με εσωτερικά παρά με εξωτερικά κίνητρα.
4. Χαρακτηρίζονται από βιοκεντρικό παρά ανθρωποκεντρικό προσανατολισμό και υψηλές γνωστικές και συναισθηματικές λειτουργίες.
5. Επιδιώκουν να προστατέψουν και να ωφελήσουν την άγρια ζωή και το περιβάλλον.
6. Ενδιαφέρονται να αποκτήσουν άμεσες εμπειρίες στο φυσικό περιβάλλον
7. Προσδοκούν επιμόρφωση ως προς τις συνθήκες και τις ιδιότητες των περιβαλλοντικών πόρων.

3.4.7. Αίτια και παράγοντες ανάπτυξης του οικοτουρισμού
Η δυναμική ανάπτυξη του οικοτουρισμού τα τελευταία δέκα με δεκαπέντε χρόνια αποδίδεται σε συγκεκριμένους παράγοντες. Ορισμένοι (Boo 1992) θεωρούν την αναπτυξιακή διάσταση του οικοτουρισμού αποτέλεσμα της σύγκλισης δύο τάσεων.

Η πρώτη τάση έχει να κάνει με την περιβαλλοντική προστασία. Πρόκειται για μια τάση σύγκλισης και ολοκλήρωσης της περιβαλλοντικής προστασίας και της οικονομικής ανάπτυξης, όπου εντάσσεται και ο οικοτουρισμός. Η διαχείριση των φυσικών περιοχών και πόρων γίνεται με τρόπους που προάγουν την φυσική και οικονομική βιωσιμότητα τους. Σχέδια μέσω των οποίων:
1. Λαμβάνονται ειδικά, εθνικής κλίμακας μέτρα οικονομικής πολιτικής, που εστιάζονται στην προστασία μεγάλης φυσικής και οικονομικής αξίας περιοχών.
2. Προωθούνται οικονομικά κίνητρα για τον τοπικό πληθυσμό, ώστε αυτός να προστατέψει και να διαχειριστεί σωστά τους φυσικούς πόρους της περιοχής του.

Η δέυτερη τάση αφορά μια εντυπωσιακή και δυναμική μεταβολή της τουριστικής ζήτησης η αγοράς προς την κατεύθυνση νέων μορφών διακοπών του πληθυσμού πολλών χωρών. Μεγάλο μέρος των τουριστών επιθυμούν και επιδιώκουν να έχουν καλύτερη πληροφόρηση για τον τόπο που επισκέπτονται. Η τουριστική βιομηχανία αναγνωρίζει και ανταποκρίνεται σε μια τέτοια αλλαγή της ζήτησης, που οφείλεται σε μαγάλο βαθμό στην αύξηση του ενδιαφέροντος, παγκοσμίως, για το περιβάλλον. Που έχει να κάνει με σύνθετα ζητήματα προστασίας των οικοσυστημάτων, τα απειλούμενα είδη, την περιβαλλοντική καταστροφή γενικότερα.

3.4.8. Αρχές και στόχοι του οικοτουρισμού
Παρακάτω αναφέρονται βασικές αρχές βάσει των οποίων θα πρέπει να πραγματοποιείται η ανάπτυξη του οικοτουρισμού σύμφωνα με τον Wight (1994). Συγκεκριμένα πρόκειται για όρους και τρόπους ανάπτυξης που δίνονται υπό την μορφή κανόνων:
Αναπτύσσονται με τρόπο περιβαλλοντικά σωστό χωρίς να υποβαθμίζονται οι πόροι, κάτι που πρακτικά συνεπάγεται την ευρύτερη δυνατή αποδοχή των ιδιοτήτων που χαρακτηρίζουν τους πόρους και αναγνώριση των ορίων ανάπτυξης τους.
Διαμορφώνουν και προσφέρουν μακροπρόθεσμα συγκεκριμένα οφέλη (οφέλη προστασίας της περιβαλλοντικής κληρονομιάς, επιστημονικά, κοινωνικά, πολιτιστικά, οικονομικά) σε ότι αφορά τα δυναμικό σε πόρους μιας χώρας, τις τοπικές κοινότητες και την τουριστική βιομηχανία.
Προσφέρουν άμεσες η απευθείας και συχνά πρωτόγνωρες εμπειρίες στους τουρίστες/επισκέπτες, επιμορφωτικές/διαφωτιστικές, αλλά και απολαυστικές.
Προάγουν και ενθαρρύνουν την κατανόηση των εγγενών αξιών των περιβαλλοντικών πόρων, την ηθική υπευθυνότητα και τη σωστή συμπεριφορά, καθώς και ορισμένες μορφές συνεργασίας μεταξύ διαφόρων ομάδων που συμμετέχουν στις δραστηριότητες του οικοτουρισμού.

Παρακάτω αναφέρονται οι στόχοι και αντικειμενικοί σκοποί του οικοτουρισμού οι οποίοι βασίστηκαν σε σχετικές προτάσεις (Ross & Wall 1999) αλλά και ορισμένα σχέδια ανάπτυξης οικοτουρισμού. Οι στόχοι αυτοί επισημαίνεται ότι είναι συνυφασμένοι η αλληλοεξαρτώμενοι, μιας και η επιτυχία η αποτυχία του ενός μπορεί να επηρεάσει την απόδοση των άλλων.
1. Παροχή οικονομικών-κοινωνικών ωφελειών στις τοπικές κοινότητες η συμβολή στην αύξηση τους. Τα έσοδα από τον οικοτουρισμό αλλά και οι επενδυτικές εισροές συμβάλουν στην τοπική οικονομία και στη βελτίωση τεχνικών και κοινωνικών –πολιτιστικών υποδομών και υπηρεσιών.
2. Προαγωγή της προστασίας και αναβάθμισης φυσικών περιοχών, και γενικότερα των ποικίλων τοπικών περιβαλλοντικών πόρων (φυσικών και πολιτιστικών). Αυτό επιτυγχάνεται με την συμβολή των τουριστικών εσόδων και των επενδυτικών δαπανών, αλλά και με την ενεργή συμμετοχή ορισμένων ομάδων και οργανισμών (δωρεές κ.λπ.)
3. Παροχή και εξασφάλιση υπηρεσιών περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και επιμόρφωσης. Πρόκειται για υποδομές, υπηρεσίες και σχετικά προγράμματα που πραγματοποιούνται σε ειδικές περιοχές οικοτουρισμού με τη συμμετοχή των τοπικών κοινοτήτων, οικολογικών οργανώσεων, σχολείων κ.λπ. και αποσκοπούν στην καλύτερη δυνατή συνειδητοποίηση και εκτίμηση της σημασίας των φυσικών πόρων, όπως επίσης και στην προαγωγή αμοιβαίας κατανόησης, εμπιστοσύνης και καλών σχέσεων μεταξύ των διαφόρων ομάδων ντόπιων και επισκεπτών.
4. Προαγωγή και παροχή εμπειριών υψηλής ποιότητας στους επισκέπτες και ντόπιους κατοίκους. Ένας στόχος που για να υλοποιηθεί απαιτεί και την υλοποίηση και των προηγούμενων τριών που αναφέρθηκαν.
5. Προαγωγή της περιβαλλοντικής διαχείρισης για την προστασία/ανάδειξη τοπικών περιβαλλοντικών αγαθών και πόρων. Η υλοποίηση ενός τέτοιου στόχου πραγματοποιείται μέσω αποτελεσματικών δημοσίων πολιτικών δράσεων αλλά και μέσω ενεργειών προάσπισης και στήριξης από ντόπιους κατοίκους και τουρίστες.






3.4.9. Οικοτουρισμός περιβάλλον και αειφορία
Η συμβολή του οικοτουρισμού στην προστασία του περιβάλλοντος η στον έλεγχο και αποφυγή αρνητικών περιβαλλοντικών επιπτώσεων δεν εξαρτάται και δεν πραγματοποιείται μόνο από προγράμματα και σωστές πρακτικές οικοτουριστικής ανάπτυξης αλλά απαιτεί και ευρύτερα πλαίσια σχεδιασμού και αναπτυξιακών παραγόντων όπως:
Ολοκληρωμένα μέτρα και κατευθύνσεις δράσης, που συναρτώνται με συγκεκριμένες νομοθετικές ρυθμίσεις, μέτρα χωροταξικού σχεδιασμού (π.χ. χρήσεις γης), διεργασίες περιβαλλοντικής διαχείρισης και διαδικασίες ενημέρωσης, πληροφόρησης και μάρκετινγκ.
Παράλληλα με την προστασία και σεβασμό του περιβάλλοντος απαιτείται από όσους εμπλέκονται με τον οικοτουρισμό, είτε αυτός είναι επισκέπτης-τουρίστας, είτε εργαζόμενος, είτε ντόπιος κάτοικος, η διαμόρφωση και συμπεριφορά, που συνάδει με τις αρχές του οικοτουρισμού. Αυτό γίνεται με διαδικασίες επιμόρφωσης και ενημέρωσης.
Επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου για την καλύτερη χωρική και χρονική κατανομή των τουριστών, σε συνάρτηση με επιλεκτικά μέτρα μάρκετινγκ για τη προσέλκυση ορισμένων τύπων τουριστών.
Κυριότεροι παράγοντες που συζητούνται και εξετάζονται ως συντελεστές για μια αποδοτική συμβολή στη σχέση οικοτουρισμού περιβάλλοντος θεωρούνται:
Οι συντονισμένες ενέργειες των αρμόδιων φορέων τουρισμού, προς την κατεύθυνση μιας σωστής διασύνδεσης του οικοτουρισμού με άλλους τύπους η προϊόντα τουρισμού, και κυρίως ένταξης τοπικών κοινοτήτων και οργανώσεων, όπως  οικολογικών/περιβαλλοντικών και πολιτιστικών, στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
Η ορθολογική διαχείριση της φυσικής κληρονομιάς η των περιβαλλοντικών πόρων, που απαιτεί την συνεργασία των εμπλεκόμενων φορέων.
Η θετική ανταπόκριση και ένταξη της τουριστικής βιομηχανίας στις δραστηριότητες του οικοτουρισμού, η οποία ακολουθεί και προσαρμόζεται στις περιβαλλοντικές πολιτικές του δημοσίου, ενώ παράλληλα ασκεί περιβαλλοντικούς ελέγχους στα προϊόντα που αναπτύσσει και διαθέτει.

Σύμφωνα με ορισμένους αναλυτές (Willis 1991) η τιμολόγηση ή η χρέωση του καταναλωτή για την χρήση φυσικών πόρων έλξης συμβάλει ταυτόχρονά και στον  βοηθούν στην διαχείριση και προστασία των φυσικών περιοχών. Όπως επισημαίνεται «τα καλά οικονομικά είναι και καλή οικολογία.»

3.4.10. Οικοτουρισμός και αειφόρος ανάπτυξη
Στο παρακάτω διάγραμμα φαίνεται η σχέση οικοτουρισμού και αειφορίας, ο οικοτουρισμός αποτελεί μέσο και αναπτυξιακή διαδικασία που συμβάλει στην προστασία φυσικών περιοχών. Τούτο πραγματοποιείται μέσω της δημιουργίας εισοδημάτων, περιβαλλοντικής εκπαίδευσης, και με την συμμετοχή του τοπικού πληθυσμού στις δράσεις του οικοτουρισμού. Με τον τρόπο αυτό προάγεται ταυτόχρονα η ανάπτυξη (οικονομική, κοινωνικών και τεχνικών υποδομών και υπηρεσιών) και η προστασία-διατήρηση (φυσικών περιοχών και βιολογικής ποικιλότητας) παράγοντες που με μια σωστή διαχρονικά διαχείριση και τοπικούς ελέγχους συμβάλουν και οδηγούν στην αειφορία.

                                   ΟΙΚΟΤΟΥΡΙΣΜΟΣ

                                                                                                         

                 
ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΦΥΣΙΚΩΝ ΠΕΡΙΟΧΩΝ
                                                                           
                                                                           
Δημιουργία εισοδημάτων     Περιβαλλοντική εκπαίδευση        Τοπική συμμετοχή


Προστασία φυσικών πόρων                               Ανάπτυξη οικονομική, τεχνικών/
βιολογικής γεωργίας                                          κοινωνικών υποδομών
                                                                                           

                     Διαχείριση                                    Τοπικός έλεγχος
                                                                         
                                     
                 ΑΕΙΦΟΡΙΑ

Τις προϋποθέσεις για μια αειφόρο ανάπτυξη του οικοτουρισμού τις εντάσσαμε σε ένα αναπτυξιακό πλαίσιο που επιδιώκει και προωθεί μέσω της αναπτυξιακής διαδικασίας σχεδιασμού ορισμένους στόχους όπως:
Ορθολογική ένταξή και προσαρμογή των αναπτυξιακών διαστάσεων οικοτουρισμού (μεγέθη δραστηριότητες) στο ευρύτερο πλαίσιο χωροταξικών/περιβαλλοντικών ρυθμίσεων. Για παράδειγμα αναγνώριση διαμόρφωση και ένταξη στις ασκούμενες πολιτικές των αναγκαίων «βιολογικών ορίων» εντός των οποίων θα πρέπει να ασκούνται οι δραστηριότητες του οικοτουρισμού.
Ρυθμοί ανάπτυξης που συμβαδίζουν  με τα τοπικά δεδομένα του φυσικού/κοινωνικού/πολιτιστικού περιβάλλοντος χωρίς να δημιουργούν αρνητικές συνέπειες.
Αύξηση της οικολογικής/περιβαλλοντικής συνείδησης του τοπικού πληθυσμού, των επισκεπτών αλλά και γενικότερα, μέσω, προγραμμάτων ή μέτρων ενημέρωσης και επιμόρφωσης
Προώθηση στάσεων και δράσεων σε επιχειρηματικό επίπεδο, που συμβαδίζουν με τις βασικές παραμέτρους της οικοτουριστικής ανάπτυξης.

3.4.11. Ανάλυση πόρων και καταγραφή δυνάμει περιοχών οικοτουρισμού: μεθοδολογικές προσεγγίσεις
Στη διαδικασία οικοτουριστικού σχεδιασμού η ανάλυση και ή αξιολόγηση των περιβαλλοντικών πόρων πρέπει να στοχεύει και να συναρτάται με μια σωστή διασκόπηση των χαρακτηριστικών και ιδιοτήτων των πόρων με την τουριστική κατανάλωση ή τη συμβατότητα τους με ορισμένες τουριστικές δραστηριότητες, από την άλλη. Μια τέτοια προσέγγιση πρέπει να καλύπτει τις ακόλουθες φάσεις:
Φάση Α: ανάλυση πόρων και συναφών δραστηριοτήτων.
Στη φάση αυτή αναλύονται αφενός οι περιβαλλοντικοί πόροι οικοτουρισμού (φυσικοί κυρίως, αλλά και πολιτιστικοί), στα πλαίσια ολόκληρου του πλέγματος των πόρων τουριστικής έλξης και κατανάλωσης, αφετέρου οι υφιστάμενες αλλά και οι μελλοντικές ή δυνάμει τουριστικές δραστηριότητες που συναρτώνται με τους πόρους. Στη δεύτερη περίπτωση εξετάζεται επίσης το είδος και η έκταση των επιδράσεων κάθε δραστηριότητας στους πόρους.
Φάση Β: αξιολόγηση/προσδιορισμός/κατάταξη πόρων και δυνάμει επιπτώσεων.
Στη δεύτερη φάση διαπιστώνονται και προσδιορίζονται αφενός οι κύριες παράμετροι διαφοροποίησης και οι κατηγορίες κατάταξης των πόρων, αφετέρου οριοθετούνται οι δυνάμει εκτάσεις από τις πιέσεις/φορτίσεις που προκαλούνται σε κάθε κατηγορία πόρων λόγω των δραστηριοτήτων. Στην πρώτη περίπτωση, κύριες παράμετροι διαφοροποίησης και κατάταξης θεωρούνται:
Ο βαθμός «ευπάθειας» κάθε πόρου η πλέγματος ομοειδών πόρων
Οι διάφορες διαβαθμίσεις/κλίμακες της ανάγκης προστασίας των πόρων σύμφωνα με τους βαθμούς ευπάθειας και
Η καταλληλότητα των πόρων για οικοτουρισμό ή για διάφορες δραστηριότητες οικοτουρισμού.
Φάση Γ: διαπιστώσεις/προσδιορισμός κύριων παραμέτρων (προβλημάτων) ανάπτυξης και διαμόρφωσης πολιτικών.
Στη φάση αυτή προσδιορίζονται για κάθε κατηγορία πόρου:
Το μέγεθος των προκαλούμενων αντιθέσεων/συγκρούσεων –υφιστάμενων ή μελλοντικών- από συγκεκριμένες δραστηριότητες.
Το μέγεθος των οικολογικών ρίσκων ή κινδύνων και οι ενδεχόμενες δυσμενείς επιπτώσεις.
Οι επιβαλλόμενοι και αναγκαίοι περιορισμοί από οικολογικής πλευράς και σε συνάρτηση με την προηγούμενη παράγραφο και
Το αναγκαίο πλαίσιο δράσης ως προς τους τρόπους παρέμβασης και τις διαδικασίες διαχείρισης των πόρων στις περιοχές οικοτουρισμού.
Μια πρώτη γενική ταξινόμηση των τουριστικών πόρων έγινε στις αρχές της δεκαετίας του ΄60 από αμερικανική δημόσια επιτροπή (ORRRC, 1962), που διέκρινε και ενέταξε τους πόρους στις ακόλουθες κατηγορίες περιοχών:
Περιοχές τουρισμού/αναψυχής υψηλής πυκνότητας
Περιοχές υπαίθριας αναψυχής
Περιοχές φυσικού περιβάλλοντος (π.χ. εθνικά πάρκα)
Μοναδικής φυσικής έλξης περιοχές/τοπία
Πρωτόγονες/άγριες περιοχές
Περιοχές ιστορικών και πολιτιστικών μνημείων
Οι πόροι του οικοτουρισμού είναι κατεξοχήν περιβαλλοντικοί πόροι και αφορούν κυρίως το φυσικό περιβάλλον, αν και συνεκτιμώνται και ορισμένοι ανθρωπογενείς/πολιτιστικοί πόροι ή θέλγητρα πολιτιστικής κληρονομιάς που εντάσσονται στις περιοχές του οικοτουρισμού. Η ανάλυση και καταγραφή των περιβαλλοντικών πόρων οικοτουρισμού εστιάζεται σε διαβαθμίσεις των χαρακτηριστικών στοιχείων και ιδιοτήτων των περιβαλλοντικών πόρων, που αναφέρονται στη «μοναδικότητα», τις πραγματοποιούμενες μεταβολές και την ικανότητα «αντίστασης» των πόρων, σε συνδυασμό με διακριβώσεις της «βιολογικής σημασίας» τους. Ειδικότερα διευκρινίζονται τα ακόλουθα σε σχέση με τα παραπάνω:
Η μοναδικότητα προσδιορίζεται από τη συχνότητα ύπαρξης και εμφάνισης ενός φυσικού περιβαλλοντικού πόρου (η των συστατικών του) στην εξεταζόμενη περιοχή, καθώς και από τη χωρική διαφοροποίηση του.
Ο μετασχηματισμός δείχνει την έκταση των μεταβολών η αλλαγών που έχουν επέλθει στους πόρους σε σχέση με την αρχική τους κατάσταση.
Η αντίσταση ενός περιβαλλοντικού πόρου και των χαρακτηριστικών στοιχείων που αναφέρεται στην ικανότητα αντοχής που παρουσιάζει, στο βαθμό που μπορεί να αντισταθεί επιτυχώς στις διάφορες πιέσεις ή αρνητικές επιδράσεις. Δείχνει επίσης την ικανότητα να «αυτοανανεωθεί» η να επανέλθει στην αρχική κατάσταση ή να «συνυπάρξει» με τις διαμορφούμενες αναπτυξιακές καταστάσεις.
Η βιολογική σημασία ενός περιβαλλοντικού πόρου και των χαρακτηριστικών του στοιχείων αποκαλύπτεται ή αποδεικνύεται από τον ενεργό ρόλο που ασκεί στη διατήρηση της οικολογικής διαδικασίας ή στη στήριξη και λειτουργία των πόρων του οικοσυστήματος.




3.4.12. Στρατηγική προγράμματα και μέτρα πολιτικής οικοτουριστικής ανάπτυξης
Οι στόχοι που πρέπει να έχει ένα στρατηγικό σχέδιο οικοτουριστικής ανάπτυξης μιας περιοχής είναι:
Να αποφευχθεί η αποσπασματικότητα –και συχνά αντιφατικότητα- των διαφόρων μέτρων πολιτικής.
Να υπάρξει μια ευρύτερη και ολοκληρωμένη θεώρηση των συνεπειών και των επιπτώσεων από την υλοποίηση των πολιτικών.
Να επιτευχθούν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα και μια συνεχής ή αειφόρος ανάπτυξη του οικοτουρισμού.
Ως προς τους όρους ή προϋποθέσεις διαμόρφωσης ενός ολοκληρωμένου αποτελεσματικού στρατηγικού σχεδίου, αλλά και υλοποίησης του, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στην αποτελεσματικότητα του συστήματος σχεδιασμού, και κυρίως στους αλληλένδετους κύριους παράγοντες συγκρότησης και επηρεασμού του, όπως:
Πολιτική στήριξη, ως προς το μέγεθος και τη διαχρονικότητα.
Επάρκεια χρηματοοικονομικών πόρων και διοικητική/διαχειριστική αποτελεσματικότητα, κυρίως ως προς τις διεργασίες επίτευξης και το συντονισμό διαφόρων φορέων.
Ολοκληρωμένες/επαρκείς γνώσεις και πληροφόρηση, αποτελεσματικά εργαλεία (π.χ. νομοθετικά) και σωστές/ρεαλιστικές διαδικασίες σχεδιασμού.
Αποτελεσματική εμπλοκή του επιχειρηματικού τομέα ή των δυνάμεων της αγοράς, και κυρίως σωστές εταιρικές σχέσεις δημόσιου και ιδιωτικού τομέα σε συγκεκριμένους τομείς τουριστικής ανάπτυξης.
Ένα ολοκληρωμένο μοντέλο/πρότυπο οικοτουριστικής ανάπτυξης διακρίνεται ως προς τις ακόλουθες πέντε αλληλένδετες χαρακτηριστικές διαστάσεις δεοντολογικού προσανατολισμού, οι οποίες συνιστούν και τους κατευθυντήριους άξονες ή τις προϋποθέσεις που πρέπει να πληροί για να είναι αποτελεσματικό.
Η κανονιστική διάσταση, που αναφέρεται σε ένα πλέγμα αναπτυξιακών κανόνων που καθιερώνονται και ακολουθούνται κανόνων που αφορούν και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα σχετικών με την αειφορία αναπτυξιακών παραμέτρων.
Η καινοτομική διάσταση, που αναφέρεται σε πρωτότυπες και δημιουργικές παρεμβάσεις, λύσεις και προτάσεις που καλύπτουν κοινωνικό-οικονομικές και περιβαλλοντικές αναπτυξιακές παραμέτρους και προϋποθέτουν και απαιτούν ικανότητα επικοινωνίας/μεσολάβησης/διαπραγμάτευσης.
Η πολιτική διάσταση, που αναφέρεται σε ένα πλέγμα ενεργειών και διεργασιών που αποσκοπούν  στην αντιμετώπιση αντιθέσεων/συγκρούσεων και την επίτευξη σύμπνοιας και consensus στο πλαίσιο νόμιμων και αποτελεσματικών πρακτικών λήψης αποφάσεων.
Η διεκπαιρεωτική ή αποτελεσματική διάσταση, που αναφέρεται σε εφαρμόσιμες παρεμβάσεις, αποτελέσματα συνδυασμού εξειδικευμένων γνώσεων και συμμετοχικών διεργασιών, στο πλαίσιο επιδίωξης συλλογικών, συντονισμένων και έγκαιρων αποφάσεων.
Η προσαρμοστική και ευέλικτη διάσταση, που αναφέρεται στην ανάγκη ύπαρξης ευλυγισίας και προσαρμοστικότητας στις λύσεις και προτάσεις, πράγμα που προϋποθέτει οργανωτικά/διαχειριστικά σχήματα που επιτρέπουν ανοιχτές διαδικασίες, κριτικές αναδράσεις, ευχέρεια τροποποιήσεων, έγκαιρη και σωστή ενημέρωση του κοινού.
Στο πλαίσιο ενός στρατηγικού σχεδίου οικοτουριστικής ανάπτυξης, η διαμόρφωση ενός αναπτυξιακού προγράμματος οικοτουρισμού σε συγκεκριμένη περιοχή (π.χ. σε χωρικό επίπεδο νομού ή περιφέρειας) περιλαμβάνει τα εξής:
λεπτομερή οριοθέτηση αναπτυξιακών στόχων για την περιοχή γενικά και για τους επιμέρους χώρους οικοτουρισμού. Οι στόχοι αυτοί καλύπτουν αναπτυξιακά μεγέθη (προσφοράς, ζήτησης), χρονικά πλαίσια ανάπτυξης, αναπτυξιακούς φορείς (δημόσιους και ιδιωτικούς) και αναγκαίες διασυνδέσεις με άλλες μορφές τουρισμού (π.χ. αγροτουρισμό) ή άλλους αναπτυξιακούς τομείς και οικονομικές δραστηριότητες.
διαμόρφωση βασικών παραμέτρων αναπτυξιακού προγράμματος οικοτουρισμού, η οποία περιλαμβάνει τις ακόλουθες φάσεις:
λεπτομερή ανάλυση και διαμόρφωση των προϊόντων οικοτουρισμού της περιοχής, των αντίστοιχων τμημάτων της αγοράς και των δραστηριοτήτων οικοτουρισμού που εντάσσονται και προσαρμόζονται στους περιβαλλοντικούς πόρους.
Συνολικά και επιμέρους λεπτομερή (για ειδικές θέσεις) ρυθμιστικά σχέδια της περιοχής οικοτουρισμού, που καλύπτουν χωροταξικές και περιβαλλοντικές ρυθμίσεις (π.χ. χρήσεις γης)
ανάλυση/υπολογισμό των αναγκαίων οικονομικών μέτρων (επενδυτικά σχέδια)  υλοποίησης του προγράμματος σε συνάρτηση με επιχειρηματική οργάνωση και αναπτυξιακούς φορείς οικοτουρισμού (εντός και εκτός περιοχής) και νομοθετικές ρυθμίσεις.
πρόγραμμα διαχείρισης και μάρκετινγκ. Περιλαμβάνει, αφενός, διερεύνηση, με βάση τις γενικές κατευθύνσεις του στρατηγικού σχεδίου, των εναλλακτικών σχεδίων προαγωγής του οικοτουρισμού και αφετέρου, επιλογή ενός υλοποιήσιμου σχεδίου διαχείρισης καθώς και ενός κατάλληλου μείγματος και πρακτικών μάρκετινγκ, βάσει των οποίων θα οριοθετούνται:
φορείς και διεργασίες συμμετοχής στη διαχείριση χώρων οικοτουρισμού
πλέγμα συγκεκριμένων μέτρων διαχείριση, που καλύπτει ολόκληρο το δίκτυο χώρων οικοτουρισμού.
προβλεπόμενες δαπάνες και έσοδα.
Το πλέγμα μέτρων οικοτουριστικής πολιτικής περιλαμβάνει ορισμένες κατηγορίες μέτρων που στοχεύουν στην ένταξη/συμμετοχή τοπικών κοινοτήτων στην οικοτουριστική ανάπτυξη, σε επιμέρους μέτρα διαχείριση/μάρκετινγκ, σε μέτρα διασύνδεσης του οικοτουρισμού με χαρακτηριστικούς παραγωγικούς κλάδους της περιοχής, και κυρίως στην περιβαλλοντική προστασία των πόρων. Ειδικότερα στη λήψη μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας για τις περιοχές οικοτουρισμού , αφενός εμπλέκονται ποικίλοι φορείς, αφετέρου ανακύπτουν πολλά και διαφορετικής υφής ζητήματα αλλά και «δημοκρατικά διλήμματα» ως προς την ορθότητα και τις αξίες που εμπεριέχονται ή πρέπει να εμπεριέχονται στα σχετικά μέτρα περιβαλλοντικής πολιτικής. Ένα βασικό ερώτημα είναι αν υφίσταται και σε πιο βαθμό σύμπραξη και συνδυασμός μεταξύ «ορθών αξιών» και ορθών «διαδικασιών», ή αν επιδιώκοντας τη μία παραγνωρίζεται ή χάνεται η άλλη.

3.4.13.Μελέτες προγραμμάτων/σχεδίων ανάπτυξης οικοτουρισμού
Η πρώτη σχετικά πρόσφατη (1995)  και ευρύτατη από γεωγραφικής κάλυψης μελέτη έχει ως αντικειμενικό-τίτλο: «Σχεδιασμός αξιοποίησης, με στόχο την ήπια οικολογική τουριστική ανάπτυξη, του τμήματος της ενδοχώρας που ορίζεται από τον άξονα της Πίνδου και από τις Πρέσπες ως την Ναύπακτο και αναγνώριση ορεινών χιονοδρομικών όγκων».
Η εν λόγω μελέτη θεωρείται από τους συντάκτες ότι αποτελεί πλαίσιο μακροχρόνιου σχεδιασμού (έως το 2020) και καλύπτει τα εξής:
Αναλύει και αξιολογεί το φυσικό ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής, παρέχοντας χρήσιμα στοιχεία ως προς τους ποικίλους περιβαλλοντικούς πόρους όπως διαφοροποιούνται χωρικά. Όπως αναφέρεται, «η αξιολόγηση των στοιχείων προσεγγίζεται από δυο πλευρές: τον ήπιο χαρακτήρα και τους περιορισμούς που θέτει ή έννοια αυτή και το βαθμό βιωσιμότητας που εκτιμάται να επιτύχει σε κάθε περιοχή ένα ολοκληρωμένο τουριστικό δίκτυο».
Επιλέγει και προτείνει 19 περιοχές, για την ενίσχυση και ανάπτυξη τουριστικών δραστηριοτήτων ήπιας μορφής, χρησιμοποιώντας, όπως αναφέρεται, κριτήρια «οικονομίας κλίμακας, ιστορικού και πολιτιστικού υπόβαθρου, προγραμματικής και οργανωτικής σημασίας». Στη συνέχεια αξιολογούνται οι 19 περιοχές, συγκρίνονται και κατατάσσονται σε δυο επίπεδα. Στο πρώτο επίπεδο η κατάταξη καλύπτει ορισμένες βασικές παραμέτρους οικολογικής αξίας κάθε περιοχής (π.χ. φυσικότητα και μοναδικότητα τοπίου, σπανιότητα πανίδας/χλωρίδας, δυνατότητα διαχείρισης), με κάθε παράμετρο να αξιολογείται με δικά της ιδιαίτερα κριτήρια. Στο δεύτερο επίπεδο πραγματοποιείται μια ενιαία/συνολική κατάταξη με βάση το σύνολο των παραμέτρων.
Αναλύει και προσδιορίζει ορισμένες διαστάσεις και προδιαγραφές για ήπια τουριστική ανάπτυξη στις περιοχές μελέτης, όπως:
την περιβαλλοντική διάσταση και τις βασικές προϋποθέσεις για ήπια τουριστική ανάπτυξη
τις ειδικές μορφές και δραστηριότητες τουρισμού στον ορεινό χώρο, όπως π.χ. ορειβατικός και φυσιολατρικός τουρισμός
τις κατηγορίες τουριστικών περιοχών που εξετάζονται, (π.χ. περιοχές παραδοσιακές, παραθεριστικές, αναδυόμενες ή με προϋποθέσεις ισχυρής ανάπτυξης, δυσπρόσιτες) και τα αναπτυξιακά πρότυπα ή το πλέγμα έργων και προγραμμάτων που ολοκληρώνουν μια τουριστική περιοχή. Ειδικότερα, βασικές προϋποθέσεις ήπιας τουριστικής ανάπτυξης στην Πίνδο, σύμφωνα με την μελέτη, θεωρούνται: (i) η διατήρηση και αναβάθμιση της ιστορικής φυσιογνωμίας των ορεινών/ημιορεινών χωριών και του παραδοσιακού/αρχιτεκτονικού χαρακτήρα κάθε οικισμού και (ii) την διατήρηση των φυσικών περιβαλλοντικών στοιχείων εντός ή πέριξ των οικισμών, στοιχεία που σε συνδυασμό με τα ανθρωπογενή/πολιτιστικά συνιστούν βασικούς πόρους οικοτουριστικής έλξης. Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω, οι σχετικές προτάσεις καλύπτουν ορισμένα μέτρα, όπως επιβολή ορίων τουριστικής ανάπτυξης σε ορισμένα χωρία (με βάση τον προσδιορισμό της φέρουσας ικανότητας), ανάπλαση του φυσικού περιβάλλοντος εντός των οικισμών, θέσπιση ειδικών κανόνων δόμησης εντός των οικισμών (με «οικολογικούς» όρους) και απαγόρευση δόμησης εκτός οικισμών η δημιουργίας ορισμένων έργων (τελεφερίκ, πίστες σκι) που μπορεί να υποβαθμίσουν την ελκυστική αξία ελκυστικών φυσικών τοπίων.
Προτείνει ένα πλαίσιο παρεμβάσεων για «την εξασφάλιση της ήπιας- οικολογικής τουριστικής ανάπτυξης της περιοχής». Πρόκειται για ένα πλαίσιο που περιλαμβάνει ή συντίθεται κυρίως από επενδυτικά και χρηματοδοτικά μέτρα (δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις), όπως:
πλέγμα κινήτρων για ιδιωτικές επενδύσεις (δημιουργία κυρίως καταλυμάτων) ή για ιδιωτικές και δημόσιες, με κατεύθυνση την αξιοποίηση πόρων
δημόσιες επενδύσει για βελτίωση και επέκταση των υποδομών (π.χ. οδικά δίκτυα), για την προστασία και ανάδειξη του παραδοσιακού οικιστικού περιβάλλοντος και των πόρων πολιτιστικής κληρονομιάς καθώς και για την προστασία οικολογικών πόρων και της άγριας φύσης
δημόσιες δαπάνες για δημιουργία/λειτουργία τοπικών φορέων και μηχανισμών για την ενίσχυση του τοπικού πληθυσμού (μέσω εκπαιδευτικών/επιμορφωτικών προγραμμάτων), δαπάνες που συμβάλουν στην προστασία/διαχείριση του περιβάλλοντος και στη στήριξη της διαδικασίας ήπιας-οικολογικής τουριστικής ανάπτυξης.
Εκτός από τα χρηματοδοτικά μέτρα, στο προτεινόμενο πλαίσιο περιλαμβάνεται και αναλύεται το προφίλ (ειδικά χαρακτηριστικά, ιδιαιτερότητες και ταυτότητα) για κάθε μια από τις 19 περιοχές. Επίσης αναλύονται ορισμένες «προδιαγραφές επιχειρηματικών παραμέτρων», για την εξασφάλιση της βιωσιμότητας μικρής κλίμακας τουριστικών μονάδων (καταλυμάτων), που θεωρούνται οι πλέον κατάλληλες μορφές σε ευαίσθητες οικολογικά περιοχές.
Η δεύτερη και πλέον πρόσφατη (2000) μελέτη με τίτλο: «Σχεδιασμός δράσεων πιλοτικού χαρακτήρα για την ανάπτυξη του οικολογικού τουρισμού» ανατέθηκε από τον ΕΟΤ/Υπουργείο Ανάπτυξης στο Παγκόσμιο Ταμείο για τη φύση (WWF-Ελλάς) και έχει στόχο, όπως αναφέρεται, «να προσφέρει ένα στέρεο εννοιολογικό υπόβαθρο και κατευθύνσεις για έναν ολοκληρωμένο σχεδιασμό  και εφαρμογή προγραμμάτων οικοτουρισμού στην Ελλάδα». Ειδικότερα, επισημαίνεται από τους συντάκτες ότι η εν λόγω μελέτη «χαράσσει κατευθύνσεις και σε καμιά περίπτωση δεν θεωρείται ολοκληρωμένη μελέτη εφαρμογής». Η μελέτη αυτή στηρίχθηκε, όπως αναφέρεται, στο υπάρχον βιβλιογραφικό υπόβαθρο και σε στατιστικά δεδομένα, στις σχετικές με τον οικοτουρισμό εμπειρίες του WWF (διεθνούς και ελληνικού), σε συζητήσεις, συνεντεύξεις και ανταλλαγή απόψεων με αρμόδιους φορείς, καθώς και στη συμμετοχή σε συνέδρια σχετικά με τον αειφόρο τουρισμό και οικοτουρισμό. Από την εν λόγω μελέτη θα αναφέρουμε επιλεκτικά ορισμένα ζητήματα και προτάσεις που εντάσσονται σε δυο θεματικές ενότητες:
Στην ανάλυση και τον προσδιορισμό κύριων ζητημάτων οικοτουριστικού σχεδιασμού, όπως
δυνάμει ωφελειών, αναπτυξιακών ευκαιριών και περιοριστικών παραγόντων οικοτουριστικής ανάπτυξης και (ii) των κριτηρίων επιλογής περιοχών οικοτουρισμού καθώς και της αναγκαίας μεθοδολογικής προσέγγισης για το σχεδιασμό ενός προγράμματος οικοτουρισμού.
Σε συγκεκριμένες επιλογές ανάπτυξης οικοτουρισμού, που αναφέρονται σε δυο προτεινόμενα (με βάση και τις παραπάνω αναλύσεις) πιλοτικά προγράμματα ανάπτυξης οικοτουρισμού στον ελλαδικό χώρο.


3.5.  Σχετικά με το θεσμικό πλαίσιο
3.5.1.Υπαγόμενες τουριστικές επενδύσεις μέσω του αναπτυξιακού Νόμου
Στο καθεστώς των ενισχύσεων του αναπτυξιακού νόμου υπάγονται τα ακόλουθα επενδυτικά σχέδια στον τομέα του τουρισμού:
Ίδρυση ή επέκταση Ξενοδοχειακών μονάδων, κατηγορίας τουλάχιστον 3 *, πρώην Β΄ τάξης.
Εκσυγχρονισμός ολοκληρωμένης μορφής λειτουργουσών ξενοδοχειακών μονάδων, κατηγορίας τουλάχιστον 2 * πρώην Γ΄ τάξης ή μονάδων που έχουν διακόψει προσωρινά τη λειτουργία τους για πέντε έτη κατ΄ ανώτατο όριο, χωρίς στο διάστημα αυτό να έχει γίνει αλλαγή στη χρήση του κτιρίου και υπό τον όρο ότι κατά το χρόνο της προσωρινής διακοπής της λειτουργίας τους ήταν κατηγορίας τουλάχιστον 2 * πρώην Γ΄ τάξης.
Εκσυγχρονισμός ολοκληρωμένης μορφής λειτουργουσών τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings), τουλάχιστον Γ΄ τάξης.
Ο εκσυγχρονισμός ολοκληρωμένης μορφής λειτουργουσών ξενοδοχειακών μονάδων κατώτερης κατηγορίας των 2* , πρώην Γ΄ τάξης σε κτίρια που χαρακτηρίζονται διατηρητέα ή παραδοσιακά, εφόσον με τον εκσυγχρονισμό τους αναβαθμίζονται τουλάχιστον σε κατηγορία 2* πρώην Γ΄ τάξη ή μονάδων που έχουν διακόψει προσωρινά τη λειτουργία τους για πέντε έτη κατ΄ ανώτατο όριο, χωρίς στο διάστημα αυτό να έχει γίνει αλλαγή στη χρήση του κτιρίου και υπό τον όρο ότι με τον εκσυγχρονισμό τους αναβαθμίζονται τουλάχιστον σε κατηγορία 2 *, πρώην Γ΄ τάξη.
Εκσυγχρονισμός ξενοδοχειακών μονάδων που αφορά στη δημιουργία συμπληρωματικών εγκαταστάσεων με την προσθήκη νέων κοινόχρηστων χώρων , νέων χρήσεων επί κοινόχρηστων χώρων, πισίνων & αθλητικών εγκαταστάσεων σε ξενοδοχειακές μονάδες τουλάχιστον κατηγορίας 2* , πρώην Γ΄ τάξης με σκοπό την παροχή πρόσθετων υπηρεσιών.
Μετατροπή παραδοσιακών ή διατηρητέων κτιρίων σε ξενοδοχειακές μονάδες τουλάχιστον κατηγορίας 2* πρώην Γ΄ τάξης.
Ίδρυση, επέκταση, εκσυγχρονισμός, έργων ειδικής τουριστικής υποδομής :
α) ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΩΝ ΛΙΜΕΝΩΝ ΣΚΑΦΩΝ ΑΝΑΨΥΧΗΣ (ΜΑΡΙΝΩΝ)                              
β) ΣΥΝΕΔΡΙΑΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ                                                                                    
 γ) ΓΗΠΕΔΩΝ ΓΚΟΛΦ                                                                                                  
 δ) ΕΓΚΑΤΑΣΤΑΣΕΩΝ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΙΑΜΑΤΙΚΩΝ ΠΗΓΩΝ                                        
ε) ΚΕΝΤΡΩΝ ΘΑΛΑΣΣΟΘΕΡΑΠΕΙΑΣ                                                                        
στ) ΚΕΝΤΡΩΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΥΓΕΙΑΣ                                                                          
ζ) ΧΙΟΝΟΔΡΟΜΙΚΩΝ ΚΕΝΤΡΩΝ                                                                              
 η) ΚΕΝΤΡΩΝ ΠΡΟΠΟΝΗΤΙΚΟΥ –ΑΘΛΗΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ                                    
θ) ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΟΔΡΟΜΙΩΝ                                                                                        
 ι) ΘΕΜΑΤΙΚΩΝΠΑΡΚΩΝ


3.5.2. Είδη παρεχόμενων ενισχύσεων
Για την πραγματοποίηση των υπαγομένων στις διατάξεις του Ν.3299/2004 επενδυτικών σχεδίων, παρέχονται τα ακόλουθα είδη ενισχύσεων :
(α) Επιχορήγηση, που συνίσταται στη δωρεάν παροχή από το Δημόσιο χρηματικού ποσού για την κάλυψη τμήματος της ενισχυόμενης δαπάνης της επένδυσης ή του επιχειρηματικού σχεδίου.
(β) Επιδότηση χρηματοδοτικής μίσθωσης, που συνίσταται στην κάλυψη από το Δημόσιο τμήματος των καταβαλλόμενων δόσεων χρηματοδοτικής μίσθωσης που συνάπτεται για την απόκτηση καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού.
(γ) Φορολογική απαλλαγή ύψους μέχρι ενός ποσοστού ή του συνόλου της αξίας της ενισχυόμενης δαπάνης του επενδυτικού σχεδίου ή και της αξίας της χρηματοδοτικής μίσθωσης καινούργιου μηχανολογικού και λοιπού εξοπλισμού του οποίου αποκτάται η χρήση. Η ενίσχυση αυτή συνίσταται στην απαλλαγή από την καταβολή φόρου εισοδήματος μη διανεμόμενων κερδών από το σύνολο των δραστηριοτήτων της επιχείρησης της πρώτης δεκαετίας από την πραγματοποίηση της επένδυσης, με το σχηματισμό ισόποσου αφορολόγητου αποθεματικού.
(δ) Επιδότηση του κόστους της δημιουργούμενης από το επενδυτικό σχέδιο απασχόλησης
Που συνίσταται στην κάλυψη από το Δημόσιο για μια διετία, τμήματος του μισθολογικού κόστους των δημιουργούμενων εντός της πρώτης τριετίας από την ολοκλήρωση του επενδυτικού σχεδίου, θέσεων απασχόλησης.
3.5.3. Μη υπαγόμενες επιχειρηματικές δραστηριότητες & δαπάνες
Η ανέγερση, επέκταση και εκσυγχρονισμός αυτοεξυπηρετούμενων καταλυμάτων, ενοικιαζομένων δωματίων και ενοικιαζομένων επιπλωμένων διαμερισμάτων ανεξαρτήτως τάξης.
Η ανέγερση και επέκταση τουριστικών οργανωμένων κατασκηνώσεων (campings).
Η αγορά επιβατικών αυτοκινήτων μέχρι έξι (6) θέσεων.
Η αγορά επίπλων και σκευών γραφείου.
Η αγορά γηπέδων, οικοπέδων και αγροτεμαχίων. Σε περίπτωση αγοράς κτιριακών εγκαταστάσεων, δεν μπορεί να ενισχυθεί το τμήμα της δαπάνης που αφορά στην αξία του οικοπέδου επί του οποίου αυτές έχουν ανεγερθεί.
Η ανέγερση ή επέκταση κτιριακών εγκαταστάσεων σε οικόπεδο που δεν ανήκει στο φορέα της επένδυσης. Κατ΄ εξαίρεση μπορούν να ενισχυθούν:
Η ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων επί οικοπέδου που δεν ανήκει στον φορέα της επένδυσης , εφόσον έχει παραχωρηθεί προς τούτο η χρήση του για χρονικό διάστημα τουλάχιστον δεκαπέντε (15) ετών, από το Δημόσιο, τον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού, την ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΑΚΙΝΗΤΑ Α.Ε. , τις ΒΙ.ΠΕ. Ε.Τ.Β.Α., συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν καθεστώς ελεύθερης ζώνης, λοιπές Β.Ε.Π.Ε. (ΒΙ.ΠΕ., ΒΙ.ΠΑ. και ΒΙΟ.ΠΑ), την Ελληνική Ολυμπιακή Επιτροπή, την Ολυμπιακά Ακίνητα Α.Ε., τους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης α΄ και β΄ βαθμού, σωματεία ή ιδρύματα, καθώς και από τεχνολογικά πάρκα προκειμένου για ανέγερση ή επέκταση κτιρίων εντός τεχνολογικών πάρκων.
Επίσης η ανέγερση κτιριακών εγκαταστάσεων επί οικοπέδου που δεν ανήκει στον φορέα της επένδυσης αλλά έχει εκμισθωθεί από το Δημόσιο, νομικά ή φυσικά πρόσωπα για χρονική διάρκεια 15 ετών, η μίσθωση έχει μεταγραφεί και ο εκμισθωτής έχει παραιτηθεί από το δικαίωμα ιδιόχρησης. Η διάρκεια της παραχώρησης ή μίσθωσης υπολογίζεται από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης υπαγωγής της επένδυσης. Οι μισθώσεις καταρτίζονται και με ιδιωτικό έγγραφο. Το γνήσιο της υπογραφής του εγγράφου βεβαιώνεται από τη δημόσια οικονομική υπηρεσία στην οποία και κατατίθεται. Μετά την κατάθεσή του το έγγραφο μεταγράφεται στο γραφείο μεταγραφών της περιφέρειας του ακινήτου.
Η πραγματοποίηση επενδύσεων Χιονοδρομικών Κέντρων, Γηπέδων Γκολφ και παραγωγής ηλεκτρισμού από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, επί ακινήτου του οποίου η χρήση έχει παραχωρηθεί ή εκμισθωθεί προς τούτο στο φορέα της επένδυσης για χρονικό διάστημα τουλάχιστον είκοσι (20) ετών.

Προτάσεις ιδιωτικών επενδύσεων μπορούν να υποβληθούν στον Αναπτυξιακό Νόμο οποιαδήποτε στιγμή και αξιολογούνται, ανάλογα με την πληρότητα των απαιτούμενων κριτηρίων επιλογής,
Δηλαδή ανεξάρτητα από άλλες υποβληθείσες προτάσεις. Ο νόμος 3200/04 δεν έχει συνολικό ανώτατο όριο προϋπολογισμού, κατά συνέπεια θεωρητικά κανένα όριο στον αριθμό και στον προϋπολογισμό των προτάσεων που μπορούν να χρηματοδοτηθούν.
Για να είναι δυνατή η ενίσχυση για ίδρυση ή επέκταση ξενοδοχειακών μονάδων πρέπει:
Η επένδυση να πραγματοποιείται σε ΖΩΝΗ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ-ΑΝΑΨΥΧΗΣ, χαρακτηριζόμενη έτσι σύμφωνα με τα κριτήρια της χωροταξικής ή πολεοδομικής πολιτικής και
Να εξασφαλίζεται η απαιτούμενη κατάλληλη υποδομή για την εύρυθμη και αποδοτική

Λειτουργία της ξενοδοχειακής μονάδας.
Η συνδρομή των ανωτέρων προϋποθέσεων διαπιστώνεται κατά περίπτωση με ειδική γνωμάτευση του Ε.Ο.Τ., η οποία εκδίδεται από τον εν λόγω Οργανισμό ( Δ/νση Μελετών & Επενδύσεων ΕΟΤ, τμήμα Τουριστικών Επενδύσεων & Ενημέρωσης Επενδυτών) και προσκομίζεται στην αρμόδια Υπηρεσία Ιδιωτικών Επενδύσεων κατά την υποβολή της αίτησης υπαγωγής.


3.5.4. Διαδικασίες
Συνοπτικά αναφέρουμε τις απαιτούμενες από την Ελληνική Νομοθεσία διαδικασίες για τη δημιουργία ξενοδοχειακών μονάδων ανεξάρτητα από τον τρόπο χρηματοδότησης (ίδια κεφάλαια ή αναπτυξιακός νόμος).
Προκαταρκτική Περιβαλλοντική Εκτίμηση και Αξιολόγηση (ΠΠΕΑ) και ΄Εγκριση Περιβαλλοντικών ΄Ορων (ΕΠΟ) από την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Περιβάλλοντος, Χωροταξίας και Δημοσίων Έργων, σύμφωνα με τις διατάξεις του ν.1650/1986 (ΦΕΚ 160 τ.Α΄), όπως τροποποιήθηκε με τις διατάξεις του Ν.3010/2002 (ΦΕΚ 91 τ.Α΄) όπως ρυθμίστηκε η εφαρμογή τους με την ΚΥΑ 69269/5387 (ΦΕΚ 678/Β/90), η οποία τροποποιήθηκε με την ΚΥΑ 15393/2332/ (ΦΕΚ 1022/Β/02) ΄΄ Κατάταξη έργων και δραστηριοτήτων σε κατηγορίες ΄΄ και την ΚΥΑ 11014/703/φ.104/14-3-03 (ΦΕΚ 332/Β/20-3-03) ΄΄ Διαδικασία ΠΠΕΑ και ΕΠΟ…΄΄, καθώς και την υπ΄ αριθμ. 1661/5.10.1994 Κοινή Απόφαση των Υπουργών ΠΕΧΩΔΕ και ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ (ΦΕΚ786/Β/20.10.1994).
Έγκριση καταλληλότητας οικοπέδου και αρχιτεκτονικής μελέτης σύμφωνα με το Π.Δ.43/2002 ΄΄ Κατάταξη των κύριων ξενοδοχειακών καταλυμάτων σε κατηγορίες αστέρων και τεχνικές προδιαγραφές αυτών ΄΄ (ΦΕΚ 43/Α/02). Οι εν λόγω εγκρίσεις χορηγούνται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Τουρισμού (ΠΥΤ) του Ε.Ο.Τ..
Οικοδομική άδεια για την ανέγερση της εγκατάστασης από τα κατά τόπους Γραφεία Πολεοδομίας.
Ειδικό σήμα λειτουργίας που χορηγείται από τις Περιφερειακές Υπηρεσίες Τουρισμού (ΠΥΤ) του Ε.Ο.Τ..
Προκειμένου να υποβληθεί αίτηση υπαγωγής της επένδυσης στο καθεστώς κινήτρων του εν λόγω νόμου, πρέπει να έχουν προηγηθεί, οι εγκρίσεις των παραγράφων 9.3.1. και 9.3.2.
Η καταβολή της δημόσιας επιχορήγησης σε ένα επενδυτικό έργο γίνεται σε δύο δόσεις. Το πρώτο 50% καταβάλλεται με την ολοκλήρωση του 50% του έργου, ενώ το υπόλοιπο 50% καταβάλλεται μετά την επίσημη πιστοποίηση της πλήρους ολοκλήρωσης του έργου και την έναρξη της εμπορικής λειτουργίας του.
Ν. 3522/2006, (ΦΕΚ 276/Α/22.12.2006)
• Μεταβολές στη φορολογία εισοδήματος, απλουστεύσεις στον Κώδικα Βιβλίων και Στοιχείων και άλλες διατάξεις.




ΚΕΦΑΛΑΙΟ 4. ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΗΠΙΑΣ ΤΟΠΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ
4.1. Το πρόγραμμα του ΕΟΤ για την ήπια τουριστική ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισμών (1975-1992)
   Το φθινόπωρο του 1975 ξεκίνησε το πρόγραμμα του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού (ΕΟΤ) για τη διατήρηση και ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισμών. Επικεφαλής του προγράμματος ήταν ο αρχιτέκτων Άρης Κωνσταντινίδης, ο οποί¬ος είχε πρώτος αναγνωρίσει μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο τη μεγάλη διαχρονική αξία και τον πολύ σημαντικό παιδευτικό ρόλο των παραδοσιακών κτιρίων, ως «δοχείων ζωής» που ήταν αξιοθαύμαστα προσαρμοσμένα στις ανθρώπινες ανάγκες. Ο στόχος του προγράμματος ήταν να συντηρηθούν και να αναστηλω¬θούν παραδοσιακά κτίρια και αρχιτεκτονικά σύνολα, καθώς και η μετατροπή τους σε ξενώνες και κτίρια κοινής χρήσης. Στην αρχική του φάση το πρόγραμμα συμπεριέλαβε έξι οικισμούς: Βάθεια (Μάνη), Πάπιγκο (Ήπειρος), Βυζίτσα (Πή¬λιο), Οία (Σαντορίνη), Μεστά (Χίος) και Φισκάρδο (Κεφαλονιά). Ακόμη έγιναν πολλές αναπαλαιώσεις κτιρίων σε αρκετούς άλλους οικισμούς της χώρας: Αρεό¬πολη, Αρναία, Δημητσάνα, Κρανάη, Κορυσχάδες, Κύθνο, Μακρυνίτσα, Μηλι¬ές, Μονεμβασιά, Πινακάτες, Ψαρά. Στους οικισμούς αυτούς τα κτίρια επιλέχθη¬καν, μετά από επιτόπια έρευνα, για να διαμορφωθούν σε ξενώνες. Τα συμβόλαια που υπογράφηκαν με τους ιδιοκτήτες των κτιρίων ήταν δεκαετούς ή δεκαπενταετούς διάρκειας, με τά οποία οι ιδιοκτήτες παραχωρούσαν την επικαρπία στον ΕΟΤ. Η υποχρέωση που αναλάμβανε ο ΕΟΤ ήταν να αναπαλαιώσει και να μετασκευάσει αυτά τα παραδοσιακά κτίρια σε ξενώνες και να τα λειτουργήσει (για δέκα ή δεκαπέντε χρόνια), ενώ στη συνέχεια έπρεπε να τα επιστρέψει στους ιδιοκτήτες τους.
4.2. Η περίπτωση της Οίας στη Σαντορινη
Το πρόγραμμα του ΕΟΤ άρχισε να εφαρμόζεται το 1977 στην Οία της Σαντορίνης, με πληθυσμό 306 κατοίκων, όπου αναπαλαιώθηκαν ογδόντα κτίρια από τα περίπου 1.220 κτίρια του οικισμού, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων ήταν εγκαταλελειμμένα. Οι εργασίες επισκευής των κτιρίων διήρκεσαν περίπου δεκα¬πέντε χρόνια και μετατράπηκαν σε μικρούς ξενώνες με δυναμικότητα της τάξεως των είκοσι περίπου κλινών. Ο ΕΟΤ κράτησε την επικαρπία και λειτούργησε τους ξενώνες, ενώ μετά τη λήξη των δεκαπενταετών συμβολαίων εκμετάλλευσης επέστρεψε τα κτίρια στους ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι σήμερα τα κατοικούν ή τα εκμεταλλεύονται οι ίδιοι.

Στην Οία, εκτός από τις διαμορφώσεις των ξενώνων, έγιναν αναστηλώσεις σε ναούς και μύλους, δημιουργήθηκε ένα παραδοσιακό υφαντήριο και το Ναυτικό Μουσείο, και διαμορφώθηκε γραφείο υποδοχής τουριστών στο χώρο ενός παρα-δοσιακού καφενείου. Οι μελετητές αρχιτέκτονες Νίκος Αγριαντώνης και Βούλα Μποζινέκη Διδώνη προσπάθησαν να κάνουν ήπιες και διακριτικές αρχιτεκτονικές παρεμβάσεις, με αυστηρή τεκμηρίωση των στοιχείων, διατηρώντας την πλαστικό-τητα των μορφών και τις αρχιτεκτονικές λεπτομέρειες. Σε επίπεδο τεχνικών υπο-δομών, κατασκευάστηκαν δεξαμενές ύδρευσης, καθώς και ένα μέρος του συστή-ματος αποχέτευσης.
Το πιλοτικό πρόγραμμα του ΕΟΤ στην Οία έδωσε τη δυνατότητα στους ιδιώτες να συνειδητοποιήσουν τη μεγάλη σημασία των παραδοσιακών κτισμάτων και την αξία της αποκατάστασης και της επανάχρησής τους. Η Οία διαθέτει σήμερα περίπου 7.000 κλίνες, οι οποίες κατά το μεγαλύτερο μέρος βρίσκονται σε παρα-δοσιακούς ξενώνες, καθώς και περίπου 180 καταστήματα Ο πληθυσμός του οι-κισμού ανέρχεται σε 800 μόνιμους κατοίκους. Λειτουργεί δημοτικό σχολείο με 50 μαθητές και νηπιακός σταθμός. Οι όροι δόμησης και οι χρήσεις γης καθορί¬ζονται από το ειδικό διάταγμα προστασίας του οικισμού. Όμως, η τουριστική ανάπτυξη, η οποία είναι υπέρμετρη και μονομερής, έχει εξελιχθεί σε απειλητικό παράγοντα για τον οικισμό, και είναι απαραίτητο να ληφθούν τα αναγκαία μέτρα για τον έλεγχο της τουριστικής δραστηριότητας, αλλά και για την ανάπτυξη και άλλων οικονομικών δραστηριοτήτων.

4.3. Η ήπια τουριστική ανάπτυξη των οικισμών της Μάνης
Η Μάνη, τόσο η μεσσηνιακή όσο και η λακωνική, αποτελεί έναν από τους πλέον δημοφιλείς τουριστικούς προορισμούς της Πελοποννήσου, και αναγνωρί-ζεται ως τόπος με σημαντική ιστορική και πολιτισμική αξία σε εθνικό και διεθνές επίπεδο. Η χερσόνησος της Μάνης διαθέτει έναν ιδιόμορφο χαρακτήρα, που συγκροτείται από τα πλούσια στοιχεία της ιδιαίτερης κληρονομιάς της: φυσικά, ιστορικά, εθνολογικά, λαογραφικά, οικιστικά και αρχιτεκτονικά.
 Άποψη της Βάθειας.                              Άποψη της Κοίτας.
Ο πληθυσμός της Μάνης ανέρχεται σε 20.000 κατοίκους περίπου, ενώ στα τέλη του 19ου αιώνα έφτανε τις 50.000 κατοίκους. Η πληθυσμιακή συρρίκνωση και η υπανάπτυξη της περιοχής συνέβαλαν στη διατήρηση της μανιάτικης αρχι¬τεκτονικής κληρονομιάς, ενώ αποφασιστική ήταν η συμβολή των μέτρων που άρχισαν να εφαρμόζονται μετά το 1970 για την προστασία, την αποκατάσταση και την ανάδειξή της. Το 1974 είχαν καταγραφεί περίπου 250 οικισμοί ως παρα¬δοσιακοί (ποσοστό 78%), ενώ μερικά χρόνια αργότερα οι 72 από αυτούς τους οικισμούς κηρύχθηκαν διατηρητέοι παραδοσιακοί οικισμοί (ΦΕΚ 594/Δ/10-11¬1978). Οι ειδικοί όροι δόμησης και οι διάφοροι περιορισμοί στη δόμηση που εφαρμόστηκαν τα επόμενα χρόνια, αποσκοπούσαν στην προστασία και την απο¬κατάσταση συγκεκριμένων κτιρίων, οικιστικών συνόλων και οικισμών.
 Η τουριστική ανάπτυξη της Μάνης βασίστηκε στο πρότυπο των ήπιων-εναλ-λακτικών μορφών τουρισμού, αφού ο μαζικός τουρισμός κρίθηκε ακατάλληλος για την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής. Έτσι, τα τελευταία είκοσι χρόνια, στα πλαίσια της ήπιας τουριστικής ανάπτυξης, που δεν προσβάλλει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της περιοχής, έχουν προωθηθεί διάφορες εναλλακτικές μορφές του-ρισμού, όπως: πολιτιστικός, περιηγητικός, εκπαιδευτικός, περιπατητικός, φυσιο-λατρικός κ.ά. Στη δεκαετία 1982-1991 προγραμματίστηκαν επενδυτικά σχέδια ύψους 1,3 δισ. δρχ., από τα οποία το 83,3% αφορούσαν τις τουριστικές δραστη-ριότητες. Μια σειρά από παραδοσιακούς ξενώνες και άλλες συμπληρωματικές υποστηρικτικές εγκαταστάσεις δημιουργήθηκαν σε οικισμούς, όπως στην Αρεό-πολη και στη Βάθεια.
Στα πλαίσια της διατήρησης και προβολής της ιδιαίτερης πολιτιστικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς της Μάνης, έχει σχεδιαστεί και υλοποιείται το τε-λευταίο διάστημα ένα πρόγραμμα διαμόρφωσης μουσειακών χώρων σε επιλεγμέ-να ιστορικά κτίρια, που αποτελεί και ένα σύστημα πληροφόρησης για το παραδο-σιακό περιβάλλον της περιοχής. Ένα παράδειγμα είναι το Ιστορικό Εθνολογικό Μουσείο στον Πύργο Τζανετάκη-Γρηγοράκη στην Κρανάη Γυθείου, που αποκα-ταστάθηκε από τον ΕΟΤ και λειτουργεί από το 1993. Ένα άλλο παράδειγμα αυτού του προγράμματος είναι η διαμόρφωση του Μουσείου Μέσα Μάνης-Μαυρο-μιχαλαίων στο «παλάτι» του Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη και σε άλλα επιλεγμένα κτίρια στο Λιμάνι της Αρεόπολης.
4.4. Η περίπτωση της Βάθειας
Ο παραδοσιακός οικισμός της Βάθειας ανήκει στα χωριά της Μέσα Μάνης και βρίσκεται στο νότιο τμήμα του ακρωτηρίου Ταίναρου. Είναι ο κύριος οικισ¬μός της κοινότητας Βάθειας, στην οποία περιλαμβάνονται μερικοί εγκαταλειμμένοι μικροσυνοικισμοί και ορισμένες αγροικίες. Ο οικισμός της Βάθειας δεσπόζει στην κορυφή ενός λόφου με υψόμετρο 200 m, σε απόσταση 1.500 m από τη θάλασσα.
Έως τα μέσα του 19ου αιώνα οι κάτοικοι της Βάθειας ασχολούνταν με μικροκαλλιέργειες δημητριακών, την κτηνοτροφία και το κυνήγι, ενώ επιδίδονταν στην πειρατεία. Μετά το 1870 ασχολήθηκαν συστηματικά με την ελαιοκαλλιέργεια και το εμπόριο των προϊόντων της. Τις επόμενες δεκαετίες ο πληθυσμός του παραδο¬σιακού οικισμού της Βάθειας άρχισε να φθίνει λόγω της εσωτερικής μετανάστευ¬σης προς την πρωτεύουσα, που μεταπολεμικά μετατράπηκε σε ολοκληρωτική φυγή.
Πίνακας 1: Εξέλιξη του πληθυσμού του παραδοσιακού οικισμού της Βάθειας. 115
1900 περ. 1907 1940 1951 1961 1975-80
300 περ. 440 237 121 33 11

Ο παραδοσιακός οικισμός της Βάθειας είναι ιδιαίτερα πυκνοδομημένος, με
Έκταση μόλις 17 στρεμμάτων (1,7 ha), και αποτελείται από τις τέσσερις γειτονιές
Των γενεών-πατριών. Τα κτίσματα είναι 144, κύρια (92) και βοηθητικά (52), ενώ
οι οικογενειακές συνιδιοκτησίες ανέρχονται σε 70 περίπου. Η οχυρωματική διά-ταξη των γειτονιών αντανακλά την ζωτική ανάγκη των γενεών-πατριών για ασφάλεια (ένοπλες συμπλοκές ανάμεσα στις γενεές-πατρίες, εξωτερικές απειλές).

Το 60% των παραδοσιακών κτιρίων του οικισμού Βάθειας είναι χτισμένα από το 1840 έως το 1900. Το υπόλοιπο 40% των κτισμάτων είναι μοιρασμένο σε προγενέστερα και μεταγενέστερα κτίσματα. Οι τύποι των παραδοσιακών κτιρί¬ων του οικισμού αποδίδονται στον παρακάτω πίνακα:
Πίνακας 2: Τύποι κτιρίων του παραδοσιακού οικισμού Βάθειας. 117
Κύρια κτίρια (92) Βοηθητικά κτίρια (52) Λοιπά κτίρια
•Παλιά μανιάτικα (μονώροφα, διώροφα)
•Πυργόσπιτα (διώροφα έως τετραώροφα)
•Νεότερα σπίτια (μονώροφα, διώροφα) • Φουρνόσπιτα
• Στάβλοι
• Αποθήκες •2   πολεμικοί πύργοι γενεών (συλλογικοί)       •4 εκκλησίες                   •5 ελαιοτριβεία

Μέσα από τον οικισμό περνά ένας δρόμος βατός σε οχήματα, ενώ είναι αξι-οπρόσεκτη η πλήρης απουσία των κοινοτικών κοινόχρηστων εγκαταστάσεων. Με την έναρξη της επέμβασης του ΕΟΤ το 1975 στον οικισμό της Βάθειας εντοπί-ζονταν τα ακόλουθα προβλήματα:
Απώλεια του 95% του πληθυσμού του σε σχέση με το 1940.
Έντονα παθολογικά στοιχεία στην κοινωνική ζωή.
Νέκρωση της τοπικής οικονομίας.
Εγκατάλειψη του 75% των κτιρίων.
Ερείπωση πολλών κτιρίων.
Αλλοιώσεις από νέες, απροσάρμοστες κατασκευές.
Απουσία δικτύων τεχνικής υποδομής.
Μόνο το 11% των κτισμάτων σε καλή κατάσταση.


Η αξιοποίηση των σπηλαίων του Δυρού και η διάνοιξη του δρόμου έως τον οικισμό έκαναν τη Βάθεια ευρύτερα γνωστή στους επισκέπτες της περιοχής του Ακροταίναρου. Ο παραδοσιακός οικισμός, του οποίου η ιδιαίτερη αρχιτεκτονική και πολεοδομική αξία είχε ευρέως αναγνωρισθεί, είχε νομοθετηθεί ως:
  Ιστορικό διατηρητέο μνημείο (οι πύργοι) από το 1958,
  Τόπος χρήζων ειδικής κρατικής προστασίας το 1976,
  Διατηρητέος παραδοσιακός οικισμός του κράτους το 1978.

Στο επίπεδο των μελετών (χωροταξικών κ.ά.), είχε επισημανθεί η μοναδική θέση του παραδοσιακού οκισμού της Βάθειας στο ευρύτερο ιστορικό οικιστικό σύμπλεγμα της Μάνης. Ο οικισμός είχε αναγνωρισθεί πρώτος σε προτεραιότη¬τα για ειδική προστασία και ανάδειξη ανάμεσα στους 70 μη βιώσιμους παραδοσι-ακούς οικισμούς της Μέσα Μάνης (110 οικισμοί συνολικά). Προτείνονταν η διατήρηση, αποκατάσταση και αξιοποίησή του με την «ειδική-μουσειακή διαχεί-ριση» ενός τμήματος του οικισμού, αλλά και με την απόδοση μιας νέας χρήσης που θα ήταν συμβατή με τον ιδιαίτερο χαρακτήρα του παραδοσιακού κελύφους. Η ήπια τουριστική ανάπτυξη του οικισμού, με την προσέλκυση και την εξυπηρέ¬τηση επισκεπτών με πολιτιστικά ενδιαφέροντα, κρίθηκε ως η ενδεδειγμένη λύση, με δεδομένη τη θέση της Βάθειας στο οικιστικό και τουριστικό πλέγμα της Μάνης. Μια τέτοια χρήση απαιτούσε τη διατήρηση της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας του τόπου και μπορούσε να συνδυαστεί με το πρόγραμμα ειδικής προστασίας.
Η Βάθεια εντάχθηκε στο πρόγραμμα του ΕΟΤ (1975) για την ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισμών μαζί με άλλους έξι οικισμούς της χώρας. Η πρόταση ειδικής επέμβασης που συντάχθηκε, στηρίχθηκε στη συλλογή, στην ανάλυση και στην αξιολόγηση των δεδομένων, καθώς και στην επεξεργασία των αρχών-προ-τάσεων των ευρύτερων μελετών. Ο σκοπός ήταν να αναδειχθεί ο οικισμός σε πό-λο έλξης επισκεπτικού τουρισμού, και για την ικανοποίησή του έπρεπε να δια-μορφωθούν ξενώνες και να οργανωθούν οι απαιτούμενες κοινόχρηστες εξυπηρε-τήσεις. Στόχος ήταν ο συνδυασμός της πολιτιστικής λειτουργίας με την ήπια του-ριστική ανάπτυξη (πολιτιστικός τουρισμός) για τον προσπορισμό ενός σημαντι¬κού και πολύπλευρου κοινωνικοοικονομικού οφέλους. Η επέμβαση  συμπεριέλα¬βε το σύνολο του οικισμού, αφού το ιδιαίτερα μικρό μέγεθός του, η σχεδόν πλή¬ρης εγκατάλειψή του, αλλά και η ιδιαίτερη αξία του κατέστησαν αναγκαία αυτήν την επέκταση. Οι κύριες ομάδες χρήσεων που ενσωματώθηκαν στα κτίρια παρα-τίθενται στον παρακάτω πίνακα:



Πίνακας 4: Κύριες χρήσεις που ενσωματώθηκαν στα κτίρια του οικισμού Βάθειας. 121
Χρήση Περιγραφή Ποσοστό
Α. Κατοικία Α1: 5-7 μόνιμες Βαθειατών
Α2: 4-6 παραθεριστικές Βαθειατών 20%
Β. Ξενώνες 25-30 ξενώνες με 120-150 κλίνες 40%
Γ. Μουσειακά –Αναστηλωτέα Γ1: Μουσεία λαϊκής αρχιτεκτονικής και πολιτισμού
Γ2: 4 εκκλησίες 15%
Δ. Κοινόχρηστες εξυπηρετήσεις Δ1: κατοίκων (κοινοτικό γραφείο, 2 ελαιοτριβεία)
Δ2: κατοίκων και τουριστών 15%


Τα έργα αναστηλώσεων, στερεώσεων και διαμορφώσεων των κτιρίων του οικισμού συνοδεύτηκαν και υποστηρίχθηκαν από την κατασκευή των απαραίτη¬των δικτύων τεχνικής υποδομής: οδικά έργα, ύδρευση, αποχέτευση, ηλεκτρικό και τηλεπικοινωνιακό δίκτυο κλπ.




Χάρτης 1: Ρυθμίσεις και τεχνική υποδομή στο άμεσο περιβάλλον του οικισμού Βάθειας(1980). Ζώνη προστασίας παραδοσιακού οικισμού και νέος οικισμός.
Το αναπτυξιακό έργο συνδυάστηκε από την αρχή (1976) με τη θεσμοθέτηση των κατάλληλων νομοθετικών μέτρων και ρυθμίσεων προστασίας του φυσικού και κτισμένου περιβάλλοντος, καθώς και για τις νέες κατασκευές στον οικισμό και στην ευρύτερη περιοχή του. Ο ΕΟΤ, σε συνεργασία με το Υ.Χ.Ο.Π. και άλλους φορείς, προχώρησε στις απαραίτητες ενέργειες και στη σύνταξη των απαιτούμε¬νων μελετών για την υποστήριξη των σχετικών νομοθετικών ρυθμίσεων. Έτσι, εκδόθηκαν το Προεδρικό Διάταγμα χαρακτηρισμού της περιοχής του Ακροταίνα-ρου ως παραδοσιακού τόπου και τρία Π.Δ. περί αναστολής της δόμησης. Επίσης, συντάχθηκαν η μελέτη χωροταξικών ρυθμίσεων και το Προσχέδιο Νόμου νέων όρων δόμησης και προστασίας. Στη συνέχεια, σε συνεργασία με το Υπουργείο Συντονισμού, διατυπώθηκε μια σειρά προτάσεων και προϋπολογισμών που αφο-ρούσαν την εκτέλεση ενός ολοκληρωμένου προγράμματος για τον οικισμό και την ευρύτερη περιοχή, στα πλαίσια της «Μελέτης Ανάπτυξης Παραδοσιακών Οι-κισμών Ε.Ο.Τ.» (1980). Όμως, οι προβλέψεις των περισσοτέρων μελετών δεν αξιοποιήθηκαν εξαιτίας των σοβαρών αδυναμιών του γενικότερου πλαισίου.


Χάρτης 2: Η πρόταση των νέων χρήσεων στον παλιό οικισμό Βάθειας (ΕΟΤ 1978).
4.5. Η περίπτωση των Αρχανών Ηρακλείου Κρήτης
Οι Αρχάνες βρίσκονται σε απόσταση 10 Km από το Ηράκλειο και 15 Km από την Κνωσσό. Έχουν χτιστεί στο νότιο τμήμα της εύφορης κοιλάδας του Ηρακλείου και είναι η έδρα του ομώνυμου Δήμου, ο οποίος περιλαμβάνει και το δημοτικό διαμέρισμα των Κάτω Αρχανών-Πατσίδων.
Το υψόμετρο του οικισμού είναι 380 m, και βρίσκεται σε μια κλειστή λεκάνη που περιβάλλεται από χαμηλούς και ψηλούς λόφους. Στα δυτικά του οικισμού βρίσκεται το ανθρωπόμορφο όρος Γιούχτα, με υψόμετρο 811 m και μήκος 3,5 Km, το οποίο έχει χαρακτηριστεί προστατευόμενη περιοχή «Natura 2000», λόγω της σπάνιας χλωρίδας και πανίδας του.
Ο οικισμός των Αρχανών έχει διατηρήσει τη παραδοσιακή φυσιογνωμία του, και χαρακτηρίστηκε σε πρώτη φάση ως αρχιτεκτονικό σύνολο της ιστορικής και παραδοσιακής κληρονομιάς, ενώ στη συνέχεια ένα τμήμα του οικισμού χαρακτη-ρίστηκε παραδοσιακό (Π.Δ. της 24-8-99, ΦΕΚ 724/Δ/5-10-99). Πρόκειται για έναν ημιαστικό οικισμό, κυρίως με αγροτική παραγωγική βάση, αλλά και με δραστηριότητες στο δευτερογενή και στον τριτογενή τομέα της παραγωγής. Ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός του απασχολείται σε ποσοστό 70% στον πρωτο-γενή τομέα. Στο δευτερογενή τομέα απασχολείται το 10% του πληθυσμού, κυρί¬ως σε μεταποιητικές μονάδες που παράγουν παραδοσιακά προϊόντα. Είναι πολύ σημαντική η μεταποιητική-τυποποιητική δραστηριότητα που έχει αναπτύξει ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Αρχανών για την προώθηση των τοπικών αγροτικών προϊόντων. Η εμπορική δραστηριότητα καλύπτει τις ανάγκες των κατοίκων με αγαθά πρώτης ανάγκης.
Οι Αρχάνες είναι ένας οικισμός όπου συνδυάζονται οι βαθιές ιστορικές κα-ταβολές με τη ζωντάνια του σύγχρονου τρόπου ζωής. Ο οικισμός είναι έντονα φορτισμένος με ιστορική μνήμη. Έχει οικοδομηθεί επάνω σε αρχαίο ή μεταγε-νέστερο οικισμό και στη θέση «Τουρκογειτονιά» έχουν βρεθεί τα ερείπια ενός μινωικού εξοχικού ανακτόρου.
Ο αρχιτεκτονικός και πολεοδομικός χαρακτήρας των Αρχανών παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Δημιουργήθηκε στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα μέσα από τις ιδιόμορφες πολιτικές και κοινωνικοοικονομικές συνθήκες της εποχής. Το δομημένο περιβάλλον χαρακτηρίζεται  από την ανάμειξη των στοιχεί-ων της ντόπιας αρχιτεκτονικής παράδοσης με τα νεοκλασικά μορφολογικά στοι-χεία. Η παραδοσιακή κατοικία των Αρχανών αντανακλά την απλότητα που χα-ρακτηρίζει την αγροτική κατοικία και τον αρχοντικό νεοκλασικό χαρακτήρα. Αποτελεί έκφραση στο χώρο των κοινωνικοοικονομικών δραστηριοτήτων και λειτουργιών της τοπικής κοινωνίας, που σχετίζονταν και εξακολουθούν να σχετί-ζονται με την αγροτική παραγωγή και το εμπόριο.
Για τη διατήρηση της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής φυσιογνωμίας των Αρχανών, η Δημοτική Αρχή προχώρησε το 1991 στην εκτέλεση του έργου «Ανάδειξη – Ανάπλαση Οικιστικού Πυρήνα Δήμου Αρχανών», με χρηματοδότηση από τα Με-σογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα (ΜΟΠ).
Τα αποτελέσματα των παραπάνω δράσεων χαρακτηρίζονται ιδιαίτερα θετικά. Αναπαλαιώθηκαν εξήντα δημοτικά και ιδιωτικά κτίρια και στεγάστηκε σε αρχαι-ολογικό μουσείο η αρχαιολογική συλλογή των Αρχανών. Ακόμη, με την απόκτη-ση εμπειρίας και τεχνογνωσίας, αναδείχθηκε η προοπτική για τη συνέχιση της προσπάθειας αποκατάστασης της πολιτιστικής κληρονομιάς, μέσα από την αξιο-ποίηση των αναπτυξιακών προγραμμάτων. Ένα πολύ σημαντικό όφελος προέκυ¬ψε σε ό,τι αφορά την ευαισθητοποίηση και το ενδιαφέρον των κατοίκων για τα θέματα αυτά, αλλά και από την αξιοποίηση του εργατοτεχνικού προσωπικού της περιοχής.
Το επόμενο σημαντικό βήμα έγινε το 1994, με την υπογραφή της Προγραμ-ματικής Σύμβασης ανάμεσα στο Δήμο Αρχανών, την Περιφέρεια Κρήτης και τον Ο.Α.ΤΕ.Π. Α.Ε. για την ολοκλήρωση της κατασκευής των έργων για την «Ανάπλαση και Ανάδειξη του Συνεκτικού Τμήματος του Οικιστικού Πυρήνα των Αρχανών».
Έγιναν τα ακόλουθα έργα και ενέργειες:
Κατασκευάστηκε η Μονάδα Επεξεργασίας Λυμάτων (βιολογικός καθαρισμός) του Δήμου και ολοκληρώθηκε η κατασκευή του δικτύ¬ου αποχέτευσης λυμάτων και όμβριων υδάτων στο σύνολο του οικισμού (Ταμείο Συνοχής). Τα απόβλητα, μετά την τριτοβάθμια βιολογική επεξεργασία τους, χρη¬σιμοποιούνται στην άρδευση των καλλιεργήσιμων εκτάσεων.
Για τα στερεά απόβλητα κατασκευάστηκε ο Χώρος Υγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (Χ.Υ.Τ.Α.) των Δήμων Αρχανών, Καζαντζάκη και Τεμένους (πρόγραμμα Ε.Α.Π.Τ.Α.)
Για την αντιμετώπιση της υπερτοπικής κυκλοφορίας, αφού οι Αρχάνες έχουν κομβική θέση στον οδικό άξονα που συνδέει το Ηράκλειο με την ενδοχώρα του νομού, εντάχθηκε στο Γ΄ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (Κ.Π.Σ.) η κατασκευή της παρακαμπτήριας οδού των Αρχανών.
Για το δίκτυο ύδρευσης, χρηματοδοτήθηκε από το Ειδικό Πρόγραμμα Τοπι¬κής Αυτοδιοίκησης (Ε.Π.Τ.Α.) η «Αντικατάσταση των δικτύων ύδρευσης» από σωλήνες πολυαιθυλενίου 3ης γενιάς, με αποτέλεσμα τον ποιοτικό και υγειονομι¬κό έλεγχο του νερού, αλλά και την εξασφάλιση επάρκειας σε όλα τα σημεία του δικτύου, καθώς και την εξοικονόμηση με την ελαχιστοποίηση των απωλειών.
Άλλα σημαντικά δημοτικά έργα (ενταγμένα στο Γ΄Κ.Π.Σ.) είναι «Η ολοκλή-ρωση του αποχετευτικού δικτύου και του δικτύου ύδρευσης του Δήμου Αρχα-νών», που αφορά το δημοτικό διαμέρισμα Πατσίδων και άλλες αναπτυσσόμενες περιοχές της περιφέρειας του Δήμου, καθώς και το «Φράγμα του Χαλαυριανού Χειμάρρου».
Πέρα από τα έργα στους εξωτερικούς κοινόχρηστους χώρους, έχει υλοποιη¬θεί και μια σειρά πολύ σημαντικών έργων εσωτερικών κοινόχρηστων χώρων, όπως:
Κατασκευή γηπέδου και κλειστού γυμναστηρίου,
Δημοτική Βιβλιοθήκη,
Πνευματικό Κέντρο,
Κέντρο Δημιουργικής Απασχόλησης Παιδιών,
Στέκι Νέας Γενιάς,
Κέντρο Ανοικτής Προστασίας Ηλικιωμένων (ΚΑΠΗ), Πρόγραμ¬μα Φροντίδας Ηλικιωμένων-Πρόγραμμα «Βοήθεια στο Σπίτι».

Στο νέο κτίριο του Κ.Α.Π.Η. λειτουργεί το Περιφερειακό Ιατρείο, το οποίο είναι άριστα στελεχωμένο και εξοπλισμένο.
Το έργο «Κέντρο Ενημέρωσης Οικολογικού Αρχαιολογικού Χώρου Γιούχ¬τα» περιλαμβάνει: Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, Βιβλιοθήκη, Κέντρο Ενημέρω¬σης, Κέντρο Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, Κέντρο Γευσιγνωσίας και Οίνου, Εστιατόριο και Κυλικείο.
Για την προστασία και την ανάδειξη της ιστορικής και πολιτιστικής κληρο-νομιάς, έχουν εκτελεστεί έργα διαμόρφωσης των αρχαιολογικών χώρων της περι-οχής: αρχαιολογικός χώρος του Βαθυπέτρου, προϊστορικό νεκροταφείο στο λόφο Φουρνί, ναός στα Ανεμόσπηλια, ιερό του Αφέντη Χριστού στην κορυφή του όρους Γιούχτα.
Είναι αξιοσημείωτο ότι, ο προσανατολισμός όλων των δραστηριοτήτων του Δήμου Αρχανών έχει σαφή κοινωνικό χαρακτήρα. Στην κατεύθυνση αυτή, έχει συσταθεί ο «Οργανισμός Κοινωνικής και Επικοινωνιακής Πολιτικής», με σκοπό την προώθηση των θεμάτων που αφορούν τη συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων, μέσα από την αναζήτηση των κατάλληλων τρόπων και των αναγκαίων προϋποθέσεων για την εξασφάλιση της ενεργού συμμετοχής των δη-μοτών, αλλά και για την αξιοποίηση του αξιόλογου ανθρώπινου δυναμικού στην υλοποίση των σχεδιασμών και των δράσεων του Δήμου.
Ο Δήμος Αρχανών κατέκτησε τη δεύτερη θέση του «Ευρωπαϊκού Βραβείου Αναβάθμισης Χωριών 2000», ενώ κατέλαβε την πρώτη θέση στην κατηγορία για την ολοκληρωμένη αειφόρο ανάπτυξη.
Σε ό,τι αφορά την δημοτική προσπάθεια για την παροχή ποιοτικά αναβαθμισ-μένων υπηρεσιών προς τους δημότες, ο Δήμος προχώρησε στην πιστοποίηση των υπηρεσιών του, και είναι ο πρώτος Δήμος στην Ελλάδα που διαθέτει το Πιστο-ποιητικό Συστήματος Συμμόρφωσης Ποιότητας κατά ISO 9001 από τον ΕΛΟΤ. Επίσης, διαθέτει πιστοποίηση του συστήματος Περιβαλλοντικής Διαχείρισης κα¬τά ISO 14001.
Όλες οι προαναφερόμενες ενέργειες για την αποκατάσταση του οικισμού των Αρχανών, με στόχο την περιβαλλοντική προστασία και τη συνεχή αναβάθμιση της ποιότητας ζωής των κατοίκων στην κατεύθυνση της αειφόρου ανάπτυξης, έχουν πολύ θετικά αποτελέσματα. Είναι πολύ σημαντικό στοιχείο η δημιουργία ενός σημαντικού τουριστικού ρεύματος, το οποίο ενδυναμώνει την κοινωνική και την οικονομική ζωή του τόπου.
4.6. Ο σύνδεσμος «των Ελλήνων οι Κοινοτητες»
Ο Σύνδεσμος «Των Ελλήνων οι Κοινότητες» συγκροτήθηκε με τη συσπείρω-ση έξι παραδοσιακών οικισμών σε ένα ενιαίο δίκτυο. Οι οικισμοί αυτοί είναι:
Το Πάπιγκο στο Ζαγόρι της Ηπείρου, που έχει αναδειχθεί σε έναν πολύ δημοφιλή τουριστικό προορισμό.
Το Νυμφαίο στη Φλώρινα, το οποίο πρωτοκατοικήθηκε το 1385 από τους Βλάχους.
Τα Αμπελάκια στη Θεσσαλία, όπου αναπτύχθηκε το 18ο αιώνα ο περίφημος πρώτος ελληνικός συνεταιρισμός.
Η Μακρυνίτσα στο Πήλιο, που αναπτύχθηκε μετά τα τέλη του 18ου αιώνα και είναι ένας πολύ δημοφιλής τουριστικός προορισμός.
Η Πάνορμος στην Τήνο, το επίνειο του Πύργου.
Η Οία στη Σαντορίνη, που είναι ένας από τους πιο καλοδιατηρημέ¬νους παραδοσιακούς οικισμούς του Αγαίου.

Το δίκτυο «Των Ελλήνων οι Κοινότητες» έχει υιοθετήσει ως έμβλημά του το γνωστό σύνθημα «Ένα μέλλον για το παρελθόν» του «Ευρωπαϊκού Έτους Αρχι-τεκτονικής Κληρονομιάς, 1975». Οι κοινότητες του συνδέσμου στοχεύουν στην ήπια τοπική ανάπτυξη, μέσα από τη συνεργασία, την ανταλλαγή γνώσεων και εμπειριών, αλλά και την ανάπτυξη κοινών δράσεων, για την προστασία και την ανάδειξη της πλούσιας κοινωνικοπολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς τους. Ειδικότερα, στοχεύουν:
Στη διαφύλαξη των πολιτιστικών αξιών και της παράδοσης.
Στην προστασία της ανώνυμης λαϊκής αρχιτεκτονικής κληρονομιάς.
Στην ήπια οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη.
Στη διατήρηση και βελτίωση του φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου.
Στη διαφύλαξη του ελληνικού κοινωνικού βίου, ως ιδιαίτερου και αυθύπαρκτου ελληνικού τρόπου ζωής.














4.7. Τα «πράσινα χωριά» της Αυστρίας
Η ανάπτυξη του αειφόρου τουρισμού στην Αυστρία βασίστηκε στην κατανό-ηση της ζωτικής σχέσης ανάμεσα στον τουρισμό και στο φυσικό τοπίο. Η πολιτι¬κή που αναπτύχθηκε για την ανάπτυξη του αειφόρου τουρισμού στοχεύει στην αποτελεσματική προστασία και στη βελτίωση της ποιότητας του φυσικού περιβάλλοντος. Τα μέτρα που προτάθηκαν στα πλαίσια της εφαρμογής αυτής της πολιτικής είναι:
Εξασφάλιση ικανοποιητικών επιπέδων ζήτησης σε όλη τη διάρκεια του χρόνου (αποφυγή εποχικότητας).
Περιορισμός της κατανάλωσης χώρου για την ανάπτυξη τουριστι¬κών δραστηριοτήτων.
Διατήρηση και προστασία των φυσικών τοπίων.
Ανάπτυξη της συνεργασίας ανάμεσα στον τουρισμό και στους άλ¬λους οικονομικούς κλάδους, όπως η γεωργία, η δασοκομία κλπ.
Ενίσχυση του επαγγελματισμού με την ενημέρωση και εκπαίδευση των επαγγελματιών.
Αλλαγή της συμπεριφοράς των επισκεπτών.

Σε αυτή την κατεύθυνση εντάσσεται το πρόγραμμα «Πράσινα Χωριά», που είναι ένα από τα σημαντικότερα προγράμματα που εφαρμόστηκαν στην Αυστρία.
Στα πλαίσια αυτού του προγράμματος δόθηκαν κίνητρα στις κοινότητες για την εφαρμογή μέτρων που θα επέτρεπαν τη βιώσιμη τοπική ανάπτυξη, όπως:
Περιορισμός της δόμησης εντός των ορίων των πόλεων.
Περιορισμός του ύψους των κτιρίων έως τους τρεις ορόφους.
Χρησιμοποίηση των τοπικών υλικών στις κατασκευές.
Χρήση της ηλιακής ενέργειας για θέρμανση.
Διατήρηση απόστασης 3 Km από τους εθνικούς οδικούς άξονες.
Απαγόρευση της κυκλοφορίας των οχημάτων μέσα στα χωριά.
Δημιουργία χώρων στάθμευσης σε απόσταση τουλάχιστον 80 μ. από τα κτίρια για την αποφυγή της ρύπανσης, του θορύβου κλπ.
Διαμόρφωση μονοπατιών για τη χρήση ποδηλάτων.
Προώθηση των τοπικών προϊόντων.
Αποφυγή της μονοκαλλιέργειας γύρω από τα χωριά.
Χρήση φυσικών λιπασμάτων και φαρμάκων στις αγροτικές καλλι¬έργειες.


4.8. Η ανάπτυξη του αγροτουρισμού στην Ούμβρια της Ιταλιας
Η Επαρχία Ούμβρια της Κεντρικής Ιταλίας είναι μια αγροτική κατά βάση περιοχή, που έχει διατηρήσει σχεδόν ανέπαφο τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της και παραμένει άγνωστη στο μαζικό τουρισμό που κατακλύζει τη γειτονική Τοσκάνη.       Είναι περιτριγυρισμένη από τις επαρχίες, του Μάρκε, του Λάτσιο και της Τοσκά-νης και αποτελεί την «πράσινη καρδιά της Ιταλίας». Το πλούσιο φυσικό περι-βάλλον της Ούμβρια διαθέτει καταπράσινες κοιλάδες με το υδάτινο στοιχείο να κυριαρχεί. Ο Τίβερης, που τη διασχίζει στο μισό της διαδρομής του, η λίμνη Τρασιμένο, που είναι μια από τις μεγαλύτερες της Ιταλίας, οι καταρράκτες του Μάρμορε και πολλά άλλα μικρότερα ποτάμια και λίμνες συνθέτουν ένα τοπίο μο-ναδικήςομορφιάς. Οι ήπιες πτυχώσεις του εδάφους και οι κυματιστοί λόφοι της Ούμβρια, δίνουν με τα ποικίλα τους σχήματα μια μοναδική γοητεία στο τοπίο.
Η Ούμβρια διαθέτει ένα διάσπαρτο πλήθος σπουδαίων μνημείων από την ετρουσκική και τη ρωμαϊκή εποχή, την παλαιοχριστιανική περίοδο, το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Στους όμορφους λόφους της βρίσκονται πολλά μεσαιωνικά κάστρα, περιτριγυρισμένα από καλοδιατηρημένους μεσαιωνικούς οικισμούς, που εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Στις πόλεις και στην ύπαιθρο υπάρχουν εξαιρετικά δείγματα γοτθικής τέχνης. Τα ιστορικά κέντρα των πόλεων σφύζουν από ζωή. Ο Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, με τα έργα του Τζιότο, και ο επιβλητι-κός καθεδρικός ναός του Ορβιέτο είναι δύο από τα σημαντικότερα θρησκευτικά μνημεία της Ιταλίας.
Η οικονομία της Ούμβρια στηρίζεται στη γεωργική παραγωγή. Παράγει το καλύτερο ελαιόλαδο της Ιταλίας, ενώ από τους πλούσιους αμπελώνες της στις ήπιες πλαγιές των λόφων της παράγονται κρασιά εξαιρετικής ποιότητας και φή¬μης, όπως το Γκρέκο, το λευκό του Ορβιέτο και το Σακραντίνο. Τα επώνυμα κρα¬σιά της Ούμβρια προβάλλονται ιδιαίτερα από τους ντόπιους, που τα συνδυάζουν με μοναδικό τρόπο με την τοπική γαστρονομία.
Στην Ούμβρια έχουν αναπτυχθεί ιδιαίτερα οι ήπιες μορφές τουρισμού, οι οποίες ταιριάζουν ιδιαίτερα με το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής. Ο αγροτουρισμός και ο πολιτιστικός τουρισμός γνωρίζουν τη μεγαλύ-τερη ανάπτυξη, ενώ έχουν αναπτυχθεί σημαντικά και άλλες μορφές, όπως ο οικοτουρισμός, ο φυσιολατρικός, ο αθλητικός (ποδήλατο βουνού, ιππασία, ιστιοπλο¬ΐα, ράφτινγκ, καγιάκ, τρέκινγκ, αλεξίπτωτο πλαγιάς) κλπ.
Η ανάπτυξη του ήπιου τουρισμού στην Ούμβρια πλαισιώνεται από πολλές πολιτιστικές δραστηριότητες, με κορυφαία διοργάνωση το περίφημο διεθνές φεστιβάλ του Σπολέτο («Festival di Due Mondi»). Σε αυτή τη ζωντανή πόλη των
50.000 κατοίκων, με το υπέροχο μεσαιωνικό της κέντρο και τον ξεχωριστό μνη-μειακό της πλούτο, πραγματοποιούνται κάθε καλοκαίρι (τέλη Ιουνίου έως τέλη Ιουλίου) σπουδαίες καλλιτεχνικές εκδηλώσεις στην πλατεία του καθεδρικού να¬ού, όπως θεατρικές παραστάσεις, συναυλίες, όπερες, μπαλέτα, κινηματογραφικές προβολές, καλλιτεχνικές εκθέσεις κ.ά.
Στα πλαίσια της ευρείας ανάπτυξης του αγροτουρισμού δραστηριοποιείται στην Ούμβρια η «Umbria in Campagna», ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός που αντιπροσωπεύει περίπου ογδόντα αγροτουριστικές επιχειρήσεις μικρού ή μεσαίου μεγέθους. Αυτή η κοινοπραξία αναπτύσσει και προωθεί δραστηριότητες σχετικές με το τουριστικό μάρκετινγκ, το σύστημα κρατήσεων και τις πωλήσεις. Εκδίδει ετήσιο αναλυτικό κατάλογο των αγροτουριστικών καταλυμάτων, το οποίο διανέ¬μει στα τουριστικά γραφεία και στους μεμονωμένους πελάτες. Μια βασική δραστηριότητα είναι η εκτεταμένη προβολή της Ούμβρια και η παροχή αναλυτι¬κών πληροφοριών για τα καταλύματα στο διαδίκτυο, μέσω του οποίου παρέχεται η υπηρεσία on line κρατήσεων για τις είκοσι μεγαλύτερες αγροτουριστικές μονά¬δες σε περίπου δεκαπέντε επιλεγμένους εκπροσώπους πωλήσεων και tour opera¬tors στον ευρωπαϊκό χώρο. Επίσης, σε άλλους αντιπροσώπους παρέχεται η υπη¬ρεσία αυτόματης εισαγωγής μέσω password στο σύστημα κρατήσεων της κάθε μονάδας.
Ένα παράδειγμα μιας σωστά οργανωμένης αγροτουριστικής επιχείρησης είναι το αγρόκτημα της οικογένειας του Γκουαλτιέρο Ρίβολι, το οποίο βρίσκεται σε μια ήσυχη αγροτική περιοχή σε απόσταση μόλις 6 Km. Από το Σπολέτο. Η έκταση του αγροκτήματος φτάνει τα εβδομήντα εκτάρια (70 ha) και η κορυφαία δραστηριότητα σε αυτό είναι η εκτροφή αλόγων. Οι επισκέπτες, κατά τη διάρκεια της παραμονής τους στο κτήμα, έχουν τη δυνατότητα να εξοικειωθούν με τα άλο-γα, ή να ασχοληθούν με την ιππασία, πέρα από τις άλλες δραστηριότητες του αγροκτήματος που μπορούν να παρακολουθήσουν, ή να συμμετέχουν σε αυτές, όπως ο τρύγος, το μάζεμα της ελιάς, η περισυλλογή μανιταριών, τρούφας, χόρτων και βοτάνων, μαθήματα μαγειρικής κ.ά.
Ολόκληρη η οικογένεια Ρίβολι, από το μεγαλύτερο έως το μικρότερο μέλος της, συμμετέχει με προθυμία και ευγένεια στη φιλοξενία των επισκεπτών της, συμβάλλοντας στη δημιουργία ενός ιδιαίτερα φιλικού και ζεστού κλίματος. Οι φιλοξενούμενοι θεωρούνται πρόσωπα οικεία και όχι απρόσωποι πελάτες, όπως συμβαίνει σε μια συμβατική ξενοδοχειακή μονάδα.

Συμπεράσματα
Στον ελληνικό χώρο υπάρχει μεγάλη καθυστέρηση στο σχεδιασμό και στην υλοποίηση προγραμμάτων για την ανάπτυξη των οικισμών του αγροτικού και ορεινού χώρου σε σχέση με τον ευρωπαϊκό χώρο. Τα προγράμματα ανάπτυξης των παραδοσιακών οικισμών με την εισα¬γωγή της χρήσης των ήπιων μορφών τουρισμού, ως μέσου και πόρου για την αξιοποίησή τους, είναι λιγοστά και απέχουν πολύ από το να είναι ολοκληρωμένες παρεμβάσεις για την εξασφάλιση της προστα¬σίας και της βιώσιμης ανάπτυξής τους.
Οι κύριες αιτίες της ανεπάρκειας των παρεμβάσεων στον ελληνικό χώρο για την προστασία και την ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισ¬μών εντοπίζονται στην έλλειψη των κατάλληλων νομοθετικών εργα¬λείων και ρυθμίσεων, στην αδιαφορία των δημόσιων και ιδιωτικών φορέων, στη σοβαρή έλλειψη δημόσιων πόρων, στην περιορισμένη εξασφάλιση χρηματοδοτήσεων από ευρωπαϊκά προγράμματα, στην ανεπάρκεια των τοπικών αυτοδιοικήσεων, στα τοπικά προβλήματα από τις αντιδράσεις πολιτών, φορέων κλπ.
Τα θετικά στοιχεία των ιδιόμορφων προσπαθειών που έχουν αναπτυχ¬θεί στον ελληνικό χώρο για την ήπια τουριστική ανάπτυξη των παρα¬δοσιακών οικισμών μετριάζονται από τις ελλείψεις, τα ελαττώματα και τις εκκρεμότητες στο σχεδιασμό και στην εφαρμογή των παρεμ¬βάσεων, καθώς και από την μονομερή ή την υπέρμετρη ανάπτυξη των τουριστικών δραστηριοτήτων και την αδυναμία να ελεγθούν οι πιέ¬σεις που ασκούν στο φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον.
Οι εφαρμογές των μεθόδων και τεχνικών του περιβαλλοντικού σχεδι-ασμού για τη βιώσιμη ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισμών βρίσ¬κονται σε εμβρυακό στάδιο στην Ελλάδα.
     Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχουν εφαρμοστεί με ιδιαί-τερη επιτυχία ολοκληρωμένα προγράμματα ήπιας τοπικής ανάπτυξης.
Οι ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού (αγροτουρισμός, πολιτιστι¬κός τουρισμός, οικοτουρισμός κλπ.) έχουν αναδειχθεί σε πολυδύναμα εργαλεία για τη βιώσιμη ανάπτυξη των οικισμών της περιφέρειας σε χώρες όπως η Αυστρία και η Ιταλία.
Σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που οι Δήμοι τους έχουν υιοθετήσει σε πολύ υψηλά ποσοστά τον Τοπικό Οδηγό-Πρόγραμμα 21 (Ατζέντα 21), οι μέθοδοι και οι τεχνικές του περιβαλλοντικού σχε¬διασμού εφαρμόζονται με μεγάλη επιτυχία για την επίτευξη των στόχων της αειφόρου ανάπτυξης. Οι προσπάθειες των τοπικών κοινωνιών στηρίζονται σε εθνικά ολοκληρωμένα προγράμματα και διευρωπαϊκά δίκτυα, καθώς και από τις αυξημένες χρηματοδοτήσεις από εθνικούς και κοινοτικούς πόρους.





ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΜΕΛΕΤΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗΣ Δ.Δ. ΜΕΣΟΒΟΥΝΟΥ ΤΟΥ Δ. ΚΟΜΝΗΝΩΝ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΗΣ ΠΤΟΛΕΜΑΙΔΑΣ
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
  Το Δ.Δ. Μεσόβουνου είναι μια κατεξοχήν αγροτική περιοχή σε ένα πλούσιο και αγνό φυσικό περιβάλλον, με αξιόλογα φυσικά χαρακτηριστικά. Η ευρύτερη περιοχή χαρακτηρίζεται από την λειτουργία των εργοστασίων της ΔΕΗ και τα υψηλά ποσοστά ρύπων στην ατμόσφαιρα.
Η συρρίκνωση του αγροτικού πληθυσμού, η μη καλή πορεία των γεωργικών εκμεταλλεύσεων, η εσωτερική μετανάστευση των νέων, υπονομεύει το μέλλον της περιοχής.
Μέσα από αυτή την εργασία προσπαθούμε να βρούμε τρόπους ανατροπής της υφιστάμενης κατάστασης που να συμβαδίζουν με την προστασία του περιβάλλοντος.
Η διάρθρωση του Β Μέρους έχει ως εξής:
Αρχικά περιγράφετε η ευρύτερη περιοχή μελέτης, δίνονται τα κυριότερα χαρακτηριστικά της Δυτικής Μακεδονίας, τα κλιματολογικά δεδομένα, περιγράφεται με πίνακες η φυτική και ζωική παραγωγή της περιοχής και αναλύονται οι λόγοι της συρρίκνωσης των γεωργικών εκμεταλλεύσεων. Δίδεται η σοβαρότητα της κατάστασης από την λειτουργία των εργαστασίων της ΔΕΗ.
Στη συνέχεια περιγράφεται το Δ.Δ. Μεσόβουνου, δίνονται στατιστικά πληθυσμιακά στοιχεία και η υφιστάμενη οικονομική κατάσταση.
Τέλος αξιοποιόντας τις πληροφορίες από τη βιβλιογραφική έρευνα του πρώτου μέρους γίνονται προτάσεις για την Βιώσιμη ανάπτυξη του Μεσόβουνου.


5.1. Η φυσιογνωμίατης δυτικής Μακεδονίας
   Η φυσιογνωμία της Δυτικής Μακεδονίας συνθέτεται από τα γεωγραφικά, κλιματικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Το 2006 η Αναπτυξιακή Δυτικής Μακεδονίας ΑΕ (ΑΝΚΟ) συνέταξε την μελέτη με τίτλο «Ανάπτυξη παραγωγής πιστοποιημένων προϊόντων ζωικής και φυτικής προέλευσης για ενίσχυση του αγροτικού εισοδήματος στη Δυτική Μακεδονία για μια ολοκληρωμένη αγροτική ανάπτυξη». Τα στοιχεία που παρατίθενται στην συνέχεια προέρχονται από την συγκεκριμένη μελέτη.
5.2. Κυριότερα χαρακτηριστικά της δυτικής Μακεδονίας
    Η Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της Ελλάδας και συνορεύει με την Αλβανία και την ΠΓΔΜ. Επίσης συνορεύει με τις Περιφέρειες Κεντρικής Μακεδονίας στα ανατολικά, της Θεσσαλίας Νότια και της Ηπείρου Δυτικά. Η επιμέρους διοικητική διάρθρωση περιλαμβάνει τους Νομούς Γρεβενών, Καστοριάς, Κοζάνης και Φλώρινας (Χάρτης 1). Σημαντικότερα αστικά κέντρα είναι οι πόλεις της Κοζάνης, της Καστοριάς, της Φλώρινας, των Γρεβενών, της Πτολεμαΐδας, του Αμυνταίου, της Σιάτιστας, της Νεάπολης, των Σερβίων και της Δεσκάτης. Το σύνολο των ΟΤΑ Α΄ βαθμού αποτελούν 48 Δήμοι και 17 Κοινότητες. Η διοικητική έδρα της Περιφέρειας βρίσκεται στην πόλη της Κοζάνης.

   Η Δυτική Μακεδονία έχει έκταση 9.461 Km και καταλαμβάνει το 7.2% της συνολικής έκτασης της χώρας. Είναι περιοχή κατεξοχήν ορεινή, με το 82% του εδάφους της να καλύπτεται από ορεινές και ημιορεινές εκτάσεις. Η συνολική της έκταση κατανέμεται κατά χρήση γης ως εξής: δάση 33,4%, βοσκότοποι 39,1%, γεωργικές καλλιέργειες 23,3%, οικισμοί 0,8%, νερά 2,4%, λοιπές εκτάσεις 0,9%.
   Η μορφολογία και το ανάγλυφο του εδάφους της Δυτικής Μακεδονίας χαρακτηρίζεται από τις έντονες διαφοροποιήσεις στην κάθετη διάρθρωση του. Οι ορεινοί όγκοι της Πίνδου, του Ασκίου, του Γράμου, του Βιτσίου, του Βούρινου, των Πιερίων, των Καμβουνίων και των άλλων βουνών, συνιστούν ορεινές και ημιορεινές περιοχές, με εναλλαγές λοφωδών εκτάσεων και οροπεδίων. Οι επίπεδες γεωργικές εκτάσεις υψηλής παραγωγικότητας είναι λίγες, ενώ γενικά τα εδάφη της περιοχής παρουσιάζουν σημαντική υποβάθμιση λόγω ανθρωπογενών δράσεων (Χάρτης 2).

   Σημαντικές λίμνες συναντιόνται στην περιοχή και κυρίως στο νομό Φλώρινας, με κυρίαρχο ρόλο να έχουν οι Πρέσπες και Βεγορίτιδα, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τόσο η λίμνη της Καστοριάς, όσο και η τεχνητή λίμνη του
Πολυφύτου στην Κοζάνη. Ο Αλιάκμονας είναι ο ποταμός που ξεχωρίζει (Χάρτης2).
   Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν πολλά αξιόλογα οικοσυστήματα, ενώ τα ορεινά τμήματα φιλοξενούν σπάνια και ποικίλα είδη χλωρίδας και πανίδας. Δύο από τους δέκα εθνικούς δρυμούς της χώρας βρίσκονται εντός της Δυτικής Μακεδονίας, ενώ εννέα περιοχές έχουν ενταχθεί στο δίκτυο «Φύση 2000».
   Η Δυτική Μακεδονία διαθέτει σημαντικούς φυσικούς πόρους όπως ενεργειακά ορυκτά, μεταλλεύματα, δάση, βοσκότοπους και σχεδόν το 65% των επιφανειακών υδάτινων πόρων της χώρας.
  Τα τελευταία 50 χρόνια η περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας έχει εξελιχθεί στο ενεργειακό κέντρο της χώρας, αφού στον άξονα Κοζάνης – Πτολεμαϊδας – Αμύνταιου παράγεται πάνω από το 75% της συνολικής παραγόμενης ηλεκτρικής ενέργειας της χώρας. Οι επιπτώσεις της δραστηριότητας αυτής στο περιβάλλον είναι τεράστιες. Η ατμόσφαιρα στον παραπάνω άξονα είναι σημαντικά επιβαρημένη από αέριους ρύπους. Σημαντικός επηρεασμός υπάρχει και στα νερά της περιοχής, αλλά και στο έδαφος και το υπέδαφος.
    Η πρόσβαση προς την Δυτική Μακεδονία εξασφαλίζεται κυρίως μέσω του υπάρχοντος εθνικού δικτύου, από και προς τις πόλεις των Ιωαννίνων, της Βέροιας, της Λάρισας, της Έδεσσας και της Καλαμπάκας. Σημαντικότατη παρέμβαση στο επίπεδο της προσβασιμότητας, αλλά και στο οικονομικό περιβάλλον της περιοχής έπαιξε η κατασκευή και λειτουργία της Εγνατίας Οδού. Στην Καστοριά και την Κοζάνη λειτουργούν τα δύο αεροδρόμια της περιοχής, ενώ υπάρχει και σιδηροδρομική γραμμή που συνδέει την Κοζάνη και την Φλώρινα με την Θεσσαλονίκη.
5.3. Κλιματολογικά στοιχεία της δυτικής Μακεδονίας
   Σε ολόκληρη τη Δυτική Μακεδονία επικρατεί το ημίξερο, μεσογειακό κλίμα, που χαρακτηρίζεται από την εναλλαγή μιας θερμής –ξηρής περιόδου με μια ψυχρή -υγρή, με ελάχιστες παραλλαγές στις επί μέρους περιοχές. Γενικά το κλίμα της Δυτικής Μακεδονίας κατατάσσεται στο ηπειρωτικό. Σε ορισμένες περιπτώσεις, κυρίως στους ορεινούς όγκους και στα λιμναία και παραποτάμια οικοσυστήματα, έχουν δημιουργηθεί ιδιαίτερα χαρακτηριστικά μικροκλίματα.
Οι βροχές και καταιγίδες είναι τοπικού χαρακτήρα, ενώ έχουμε εμφάνιση υψηλών βροχοπτώσεων στα δυτικά, ανατολικά και νότια ορεινά τμήματα της περιοχής(700-1000mm/έτος) και χαμηλότερων στο κεντρικό πεδινό τμήμα (600-¬700mm/έτος). Κατά την περίοδο Οκτωβρίου – Απριλίου, παρατηρούνται αυξημένες βροχοπτώσεις από τα Ανατολικά προς τα Δυτικά και από τα βόρεια προς τα Νότια, ενώ συμβαίνει το αντίθετο κατά την  περίοδο Μαΐου – Σεπτεμβρίου για περιοχές ίδιου υψομέτρου. Κατά τη διάρκεια της περιόδου Οκτωβρίου – Απριλίου, καταγράφεται μεγαλύτερο ύψος βροχής, από το οποίο ένα μέρος διηθείται στα βαθύτερα στρώματα, συμβάλλοντας στην τροφοδοσία των υπόγειων νερών και ρηχών υδροφορέων (πηγαία ύδατα). Κατά τη διάρκεια της περιόδου Μαΐου – Σεπτεμβρίου καταγράφεται χαμηλότερο ύψος βροχής, το οποίο εκδηλώνεται υπό μορφή καταιγίδων και απορρέει επιφανειακά σχεδόν εξολοκλήρου. Η εποχιακή κατανομή των βροχών στην περιοχή της Δυτικής Μακεδονίας, ως μέσος όρος 6 μετεωρολογικών σταθμών (ΑΗΣ Πτολεμαϊδας, Αμυνταίου, Άρνισσας, Βελβεντού,  Κοζάνης και Πτολεμαΐδας), είναι:
— Άνοιξη:         159,48mm/έτος
— Καλοκαίρι:    105,45mm/έτος
— Φθινόπωρο: 155,14mm/έτος
— Χειμώνας:     137,51mm/έτος.

Στον Πίνακα 1 (Γ) και 2 (Γ) δίνονται οι μέσες μηνιαίες τιμές της βροχόπτωσης στις περιοχές της Φλώρινας και της Κοζάνης αντίστοιχα.
   Επικρατέστεροι άνεμοι είναι οι βόρειοι κατά την διάρκεια του χειμώνα. Το καλοκαίρι επικρατούν άνεμοι ψυχροί μικρής εντάσεως και νοτιοδυτικής κατευθύνσεως, που είναι συνήθως ασθενείς. Οι βόρειοι άνεμοι είναι κύρια υπεύθυνοι για τις χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα, καθώς και για τις ημέρες χιονιού, που είναι αρκετές. Στον Πίνακα 1 (Δ) και 2 (Δ) δίνονται οι μέσες μηνιαίες τιμές της έντασης των ανέμων, καθώς και η επικρατούσα διεύθυνση αυτών ανά μήνα, στις περιοχές της Φλώρινας και της Κοζάνης.

Πίνακας 1: Κλιματικά δεδομένα Μετεωρολογικού Σταθμού Φλώρινας (Γεωγραφικό Μήκος (Lon) 21ο23'59" / Γεωγραφικό Πλάτος (Lat) 40ο46'58" / Υψόμετρο 662m (Πηγή: ΕΜΥ, Ιστοσελίδα http://www.hnms.gr/hnms/greek/index_html)

Από την αξιολόγηση των θερμοκρασιών παρατηρείται μεγαλύτερη μέση μηνιαία θερμοκρασία τον μήνα Ιούλιο –μέση θερμοκρασία 23,06οC –ενώ η ελάχιστη τον μήνα Ιανουάριο –μέση θερμοκρασία 2,31 οC. Γενικά στη θερμοκρασία παρατηρείται μεταβολή με το υψόμετρο και σχετική ομοιομορφία με τη γεωγραφική θέση. Στον Πίνακα 3 δίνονται οι μέσες μηνιαίες –μέσες ετήσιες θερμοκρασίες των διαφόρων σταθμών της περιοχής. Στον Πίνακα 1 (Α, Β) και 2 (Α, Β) δίνονται οι μέσες μηνιαίες τιμές της ελάχιστης, μέσης και μέγιστης θερμοκρασίας, καθώς και της σχετικής υγρασίας, στις περιοχές της Φλώρινας και της Κοζάνης αντίστοιχα.
Πίνακας 2: Κλιματικά δεδομένα Μετεωρολογικού Σταθμού Κοζάνης (Γεωγραφικό Μήκος (Lon) 21ο46'58" / Γεωγραφικό Πλάτος (Lat) 40ο17'59" / Υψόμετρο 627m

Την άνοιξη, γενικά, παρατηρούνται χαμηλές σχετικά θερμοκρασίες, όψιμοι παγετοί, ακόμη και χιονοπτώσεις στα ορεινά και σπάνια και στα χαμηλότερα. Το καλοκαίρι είναι δροσερό, με λίγες βροχές και πτώσεις χαλαζιού στα υψηλότερα μέρη, το φθινόπωρο είναι βροχερό με χαμηλές θερμοκρασίες και πρώιμους παγετούς και χιονοπτώσεις, ενώ ο χειμώνας χαρακτηρίζεται από πολλές χιονοπτώσεις, παγετούς και πολύ χαμηλές θερμοκρασίες. Η περιοχή  θεωρείται χαλαζόπληκτη, και αρκετές χρονιές, ιδίως τη θερινή περίοδο, παρουσιάζεται πτώση χαλαζιού με σημαντικές πολλές φορές ζημιές. Συνηθισμένο φαινόμενο ακόμη είναι η πάχνη που συνήθως σημειώνεται Νοέμβριο και κάποιες μέρες της Άνοιξης και  μια διαφοροποίηση των κλιματικών δεδομένων που παρατηρείται στην ζώνη περί της τεχνητής λίμνης Πολυφύτου, όπου έχει αναπτυχθεί ένα ιδιαίτερο μικροκλίμα με μικρή μετατόπιση της ξηρής περιόδου.
Πίνακας 3: Μέσες μηνιαίες – μέσες ετήσιες θερμοκρασίες των διαφόρων σταθμών της Δυτικής Μακεδονίας

Στους Χάρτες 3, 4 και 5 ο Κυρίτσης (1989) παρουσιάζει την μέση ετήσια, αλλά και μηνιαία γεωγραφική κατανομή της ηλιακής ακτινοβολίας, ενώ τις μέσες τιμές της ολικής ακτινοβολίας τις δίνει στο Σχήμα 1. Ο ίδιος αναφέρει πως η ηλιοφάνεια ενός τόπου παίζει σημαντικό ρόλο στις εφαρμογές της ηλιακής τεχνολογίας, επηρεάζοντας το μέγεθος και την αποθηκευτική ικανότητα των ηλιακών συστημάτων.
Με βάση τις ποικιλίες των κλιματικών δεδομένων και τις απαιτήσεις της αγροτικής παραγωγής, η χώρα μπορεί να χωριστεί σε αγροκλιματικές ζώνες, που χαρακτηρίζονται λίγο –πολύ από ομογενείς συνθήκες. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ανάγλυφο του εδάφους (ορεινοί όγκοι µε μεγάλο υψόμετρο), η επίδραση της θάλασσας και οι διαφορές στην ηλιακή ακτινοβολία, δημιουργούν διαφορές μεταξύ των ζωνών που είναι σημαντικές στη γεωργική πράξη.
5.4. Η φυτική και ζωική παραγωγή στη δυτική Μακεδονία
   Το σύνολο των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην Δυτική Μακεδονία αριθμεί περίπου 29.600 και από αυτές περίπου οι 11.300 είναι είτε μικτής κατεύθυνσης, είτε αμιγώς κτηνοτροφικής κατεύθυνσης (Πίνακας 5). Το πλέον χαρακτηριστικό στοιχείο είναι η ραγδαία μείωση του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων (Πίνακας 6 και 7).




Πίνακας 5: Χωροταξική κατανομή των γεωργικών εκμεταλλεύσεων κατά κατεύθυνση παραγωγής στους Νομούς της δυτικής Μακεδονίας(ΕΣΥΕ 2000)

Η Δυτική Μακεδονία είναι από παράδοση κτηνοτροφική περιοχή. Ο ζωικός πληθυσμός και οι κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις αποτελούσαν από παλιά τη βάση της αγροτικής οικονομίας σε όλη της την έκταση. Η εκτροφή αιγοπροβάτων και βοοειδών είναι αυτές που κυριαρχούν, ενώ οι κλάδοι της χοιροτροφίας και της πτηνοτροφίας είναι ελάχιστα ανεπτυγμένοι (Πίνακας 8). Σήμερα η κτηνοτροφική δραστηριότητα στην περιοχή έχει ατονήσει σε σημαντικό βαθμό. Μεγάλη είναι η μείωση του αριθμού των εκμεταλλεύσεων, ιδιαίτερα στην βοοτροφία και λιγότερο στην αιγοπροβατοτροφία. Μικρότερο είναι το ποσοστό μείωσης που εμφανίζεται στον αριθμό των ζώων, κάτι που οφείλεται στην μεγέθυνση του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων (Πίνακας 9 και 10).
Πίνακας 6: Διαρθρωτικά χαρακτηριστικά γεωργικών εκμεταλλεύσεων Δυτικής Μακεδονίας (ΕΣΥΕ 2000)

Σήμερα η αιγοπροβατοτροφία ασκείται κυρίως με παραδοσιακό – εκτατικό τρόπο και ελάχιστα σε σταβλισμένη – εντατική μορφή, σε αντίθεση με την βοοτροφία, όπου ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Αν και υπάρχουν τάσεις εντατικοποίησης όλων των μορφών εκτροφής ζώων με έμφαση στις ιδιοπαραγόμενες – καλλιεργούμενες ζωοτροφές, τα φυσικά λιβάδια (βοσκότοποι) αποτελούν φυσικό πλούτο και δεν θα χάσουν την σημασία τους και θα συνεχίσουν να αξιοποιούνται (Πίνακας 11).









Πίνακας 7: Διαχρονική εξέλιξη του αριθμού των γεωργικών εκμεταλλεύσεων Δυτικής Μακεδονίας (ΕΣΥΕ 2000)

Πίνακας 8: Ζωικός πληθυσμός (αριθμός αναπαραγωγικών ζώων) στην Δυτική Μακεδονία (ΕΣΥΕ 2000)

Πίνακας9: Κατανομή και εξέλιξη βοοτροφικών εκμεταλλεύσεων και του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων στην Δυτική Μακεδονία (ΕΣΥΕ2000)



Πίνακας 10: Κατανομή και εξέλιξη αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων και του αριθμού των εκτρεφόμενων ζώων στην Δυτική Μακεδονία (ΕΣΥΕ 2000)


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Από τα παραπάνω προκύπτει σαφής μείωση των γεωργικών εκμεταλλεύσεων στην ευρύτερη περιοχή μελέτης τα τελευταία χρόνια, οι λόγοι της μείωσης αυτής είναι:
1. Ο έντονος ανταγωνισμός από τις ξένες αγορές και οι χαμηλές τιμές πώλησης των αγροτικών προϊόντων τα τελευταία χρόνια, είχαν ως αποτέλεσμα πολλές ορεινές γεωργικές επιχειρήσεις να μην μπορούν να επιβιώσουν.
2. Η προώθηση του αστικού καταναλωτικού τρόπου ζωής ως ιδανικού τρόπου ευημερίας, οδήγησε σε μείωση του αγροτικού πληθυσμού.
3. Η στροφή των νέων προς πιο εύκολα επαγγέλματα, σε συνδυασμό με την εσωτερική μετανάστευση, είχαν ως αποτέλεσμα την γήρανση του αγροτικού πληθυσμού.

Η ανάπτυξη στην ευρύτερη περιοχή μελέτης στηρίζεται στην λειτουργία των εργοστασίων της ΔΕΗ κατά κύριο λόγο (με δυσάρεστες συνέπειες για το περιβάλλον βλέπε παρακάτω) και δευτερευόντος σε μεταποιητικές-τυποποιητικές δραστηριότητες αγροτικών προϊόντων. Η τουριστική ανάπτυξη εντοπίζεται στους ορεινούς όγκους (Βασιλίτσα) και σχετίζεται με χειμερινά σπορ (σκι).

5.5.  Η λειτουργία της ΔΕΗ και τα περιβαλλοντικά προβλήματα στην περιοχή της Κοζάνης και της Πτολεμαϊδας                                                                          
 Σύμφωνα με τη νέα έκθεση της WWF για τις 30 πιο ρυπογόνες μονάδες ηλεκτρισμού στην Ευρώπη το 2006,  οι σταθμοί παραγωγής ενέργειας της ΔΕΗ στον Άγιο Δημήτριο και στην Καρδιά Κοζάνης, είναι από τις πιο ρυπογόνες.
Πιο συγκεκριμένα, ο ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου καταλαμβάνει την πρώτη θέση στη λίστα των 30 «βρώμικων» μονάδων παραγωγής ενέργειας, με εκπομπές που φτάνουν τα 1.350 γραμμάρια διοξειδίου του άνθρακα ανά παραγόμενη κιλοβατώρα και 12,4 εκατομμύρια τόνους CΟ2 ετησίως. Στην αμέσως επόμενη θέση βρίσκεται ο ΑΗΣ Καρδιάς με 1.250 γραμμάρια CΟ2 ανά κιλοβατώρα και 8,8 εκατομμύρια τόνους CΟ2 ετησίως. Σύμφωνα με υπολογισμούς της WWF, οι ποσότητες διοξειδίου του άνθρακα που απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα από τον σταθμό του Αγίου Δημητρίου ισοδυναμούν με τις ετήσιες εκπομπές 3.000.000 αυτοκινήτων, ενώ για την περίπτωση του ΑΗΣ Καρδιάς η αντιστοιχία ανέρχεται στα 2.100.000 αυτοκίνητα!
«Είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό το γεγονός ότι από την πρώτη και τέταρτη θέση που κατείχαν αυτές οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ στην αντίστοιχη έκθεση του 2005, σήμερα επιδεικνύουν ακόμα χειρότερες επιδόσεις. Ο τομέας της ηλεκτροπαραγωγής στην Ελλάδα και στην Ευρώπη θα πρέπει να εγκαταλείψει τον βρώμικο γαιάνθρακα όσο το δυνατόν γρηγορότερα και να επενδύσει σε καθαρές τεχνολογίες. Επισημαίνεται δε ότι οι εκπομπές CΟ2 θεωρούνται η κύρια αιτία της υπερθέρμανσης του πλανήτη και ότι είναι πολύ σημαντικό τα κράτη-μέλη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας, να προχωρήσουν σε ουσιαστικές μειώσεις εκπομπών μέσα από επενδύσεις σε καθαρές και πιο αποδοτικές τεχνολογίες. «Ένα ισχυρότερο σύστημα εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών βοηθά προς αυτή τη κατεύθυνση. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να επιτευχθεί ο στόχος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για μείωση των εκπομπών της έως και 30% μέχρι το 2020», οι σταθμοί της ΔΕΗ στην Κοζάνη και την Πτολεμαΐδα προκαλούν επίσης ρύπανση της ατμόσφαιρας με μικροσωματίδια και αιωρούμενη τέφρα, με αποτέλεσμα πολλοί κάτοικοι της περιοχής να υποφέρουν από προβλήματα υγείας. Στην Ακρινή Κοζάνης, των χιλίων κατοίκων, που βρίσκεται δίπλα από τον σταθμό Αγίου Δημητρίου, η θνησιμότητα από καρκίνο είναι τετραπλάσια σε σχέση με την υπόλοιπη Ελλάδα.
Ακόμα μία περίπτωση είναι αυτή του Κλείτου, του χωριού της Κοζάνης που βρίσκεται ανάμεσα στους δύο πιο ρυπογόνους σταθμούς της Ευρώπης. «Η διαδικασία μετεγκατάστασης ξεκίνησε πριν από 10 χρόνια αλλά σήμερα έχει κολλήσει. Ενώ υπήρχαν 350 οικογένειες στον Κλείτο, σήμερα έχουν απομείνει 90 και οι περισσότεροι πάσχουν από αλλεργίες, αναπνευστικά και καρδιολογικά προβλήματα».


5.6. Ο Δήμος βερμίου και το Δ.Δ. Μεσόβουνου

   Ο Δήμος Βερμίου είναι ένας νεοσύστατος Δήμος ο οποίος προήλθε από τη συνένωση τεσσάρων κοινοτήτων: του Ανατολικού, Κομνηνών (έδρα), Μεσόβουνου και Πύργων. Βρίσκετε στο βόρειο τμήμα της Ελλάδας και υπάγεται διοικητικά στην Περιφέρεια Δυτικής Μακεδονία και στον Νομό Κοζάνης. Συνορεύει με του νομούς Φλώρινας, Πέλλας και Ημαθίας. Πλησιέστερο αστικό κέντρο είναι η Πτολεμαΐδα, από την οποία τα όρια του Δήμου απέχουν 5χλμ. Έχει πληθυσμό 3.500 κατοίκους και έκταση 187.153 στρέμματα. Βασικό του χαρακτηριστικό είναι η γειτνίασή του με το ΒΔ όγκο του όρους Βέρμιο το οποίο αποτελεί και τμήμα του Δήμου.
Το Δημοτικό Διαμέρισμα του Μεσόβουνου βρίσκεται στο κέντρο περίπου της διαδρομής από τα δυο ακριανά χωριά των ορίων του Δήμου του Ανατολικού και των Πύργων και συνορεύει με το Δημοτικό Διαμέρισμα των Πύργων και Κομνηνών.  Χάρτης 1. Εικόνα 1








Χάρτης 1. Η Θέση του Μεσόβουνου σε σχέση με τις κοντινές μεγάλες πόλεις και οι κυριότεροι οδικοί άξονες.






Εικόνα 1: Δημοτικό Διαμέρισμα Μεσόβουνου

5.6.1. Ιστορικά στοιχεία
   Τα πρώτα στοιχεία ιστορικής αναγνώρισης της ευρύτερης περιοχής μελέτης προέρχονται από ευρήματα που χρονολογούνται στη νεολιθική ακόμη εποχή (3000 π.Χ.). Στα μετέπειτα χρόνια και ειδικότερα κατά την αρχαϊκή εποχή (650 - 480 π. Χ.) η περιοχή της Εορδαίας (τμήμα της η ευρύτερη περιοχή του Δ. Βερμίου) και ακολούθως κατά την κλασσική η περιοχή της Ελίμειας (Β. Α. τμήμα της η ευρύτερη περιοχή του Δ. Ελλησπόντου), αποτέλεσαν μέρος του βασιλείου της Άνω Μακεδονίας. Μάλιστα η ευρύτερη περιοχή του Βερμίου αποτελούσε δίαυλο επικοινωνίας και διασύνδεσης μεταξύ της Άνω και Κάτω Μακεδονίας, καθώς και της υπόλοιπης Ελλάδας, γεγονός που ενισχύει ο εντοπισμός αρκετών μονοπατιών. Από αυτήν την περίοδο, όπως και από τις μεταγενέστερες μέχρι τη ρωμαϊκή και τη βυζαντινή, υπάρχει πλήθος ευρημάτων.
   Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η περιοχή κατοικήθηκε από Τούρκους εποίκους, ενώ μετά την επανάσταση του 1878 περιήλθε στην κυριαρχία των Βουλγάρων, όπως και η υπόλοιπη Μακεδονία. Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και στα πλαίσια της ανταλλαγής πληθυσμών εγκαταστάθηκαν σ' αυτή Έλληνες από τον Πόντο, τη Μικρά Ασία και τη Θράκη, κυρίως στους αντίστοιχους σημερινούς οικισμούς του Δ. Βερμίου και του Δ. Ελλησπόντου.
   Εξετάζοντας την ιστορική πορεία κάθε Δήμου χωριστά σημειώνεται ότι για το Δ. Βερμίου οι Πύργοι αποτελούν έναν σημαντικό οικισμό, χρονολογούμενο στους προϊστορικούς χρόνους. Μάλιστα σύμφωνα με τον ιστορικό Μ. Δήμιτσα εκεί τοποθετείται η πόλη της αρχαίας Εορδαίας, πρωτεύουσα του βασιλείου της Άνω Μακεδονίας. Ενισχυτικά στοιχεία αυτής της άποψης αποτελούν τα ερείπια ισχυρής ακρόπολης που σώζονται στη θέση "Κάστρο", μαζί με άλλα που βρίσκονται απέναντι και νοτιότερα της συγκεκριμένης θέσης, όπου βρέθηκαν ευρήματα αρχαίας πόλης με μικρότερους οικισμούς, θέση δημόσιου κτιρίου με δωρικά κιονόκρανα, αγροικίες και νεκροταφεία. Χρονολογικά τα παραπάνω ανήκουν στην εποχή του Σιδήρου και πρότερα, καθώς και στα αρχαϊκά, κλασσικά, ελληνιστικά και ρωμαϊκά χρόνια. Ορισμένα από τα ευρήματα της περιοχής συγκεντρώθηκαν και εκτέθηκαν σε τοπική συλλογή από τον Δ. Γκίνο, ενώ σήμερα φυλάσσονται στην Αρχαιολογική και Βυζαντινή Συλλογή Κοζάνης.
    Σημαντικό εύρημα αποτελεί ο Μακεδονικός τάφος που χρονολογείται μεταξύ 2ου -1ου π. Χ. αιώνα, ο οποίος ανακαλύφθηκε στην είσοδο του οικισμού των Πύργων, προς την πλευρά του Μεσοβούνου. Επίσης ίχνη ακροπόλεων αποκαλύφθηκαν στο Μεσόβουνο (μία) και στα Κομνηνό (δυο), οι οποίες πιθανώς χρησιμοποιούνταν για τη φύλαξη της διάβασης προς την περιοχή της Έδεσσας.
   Αξιοσημείωτη για την ευρύτερη περιοχή των Πύργων είναι η διάσωση σε πολύ καλή κατάσταση δύο τοξωτών γεφυριών. Το πρώτο από αυτά, γεφύρι του «Σάνδρυμου», βρίσκεται 2 χλμ. βόρεια των Πύργων, πάνω από έναν μικρό χείμαρρο. Είναι πέτρινο, μονότοξο, με άγνωστη όμως χρονολογία κατασκευής (Διαστάσεις: μήκος 22 μ., πλάτος 2,8 μ., ύψος 6,7 μ., άνοιγμα καμάρας 6,1 μ.). Το δεύτερο γεφύρι, του «Κάστρου», βρίσκεται σε απόσταση 3 χλμ. Βορειοανατολικά των Πύργων και 800 μ. από το προαναφερθέν "Κάστρο" (κάστρο της Άνασσας ή της Ανίτσας κατά την τοπική παράδοση), απ' όπου και πήρε το όνομα του, ενώ παλιότερα εξυπηρετούσε τη σύνδεση με τον οικισμό του Κάτω Γραμματικού Πέλλας (Διαστάσεις: μήκος 20,5 μ., πλάτος 2,8 μ., ύψος 6,4 μ., άνοιγμα καμάρας 9,75 μ.).
   Αμφότερα συνέβαλαν στην εμπορική άνθηση της ευρύτερης περιοχής κατά την ελληνορωμαϊκή και βυζαντινή περίοδο συνεπικουρούμενα από τη γειτονική προς το σημερινό Δ. Βερμίου περίφημη Εγνατία Οδό, έργο των Ρωμαϊκών χρόνων με μεγάλη ιστορική και χρηστική αξία.
   Κατά την τελευταία βυζαντινή περίοδο οι Πύργοι αποτέλεσαν έδρα Επισκοπής, ενώ οι επιδρομές των Βουλγάρων επέφεραν πολλές καταστροφές στην περιοχή. Αργότερα και κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας οι κάτοικοι του ανέπτυξαν ιδιαίτερες εμπορικές δραστηριότητες που επεκτάθηκαν μέχρι την Αυστρία και την Ουγγαρία. Σημαντικό μνημείο εκείνης της εποχής που σώζεται μέχρι σήμερα είναι ο Ι. Ν. Αγ. Δημητρίου που κτίστηκε το 1725 και έχει εξαίρετο αγιογραφικό διάκοσμο. Η συμμετοχή αρκετών κατοίκων στην εξέγερση του 1822 προκάλεσε την ολοσχερή καταστροφή του χωριού, μετά την αιματηρή καταστολή της. Ερείπια φρουρίων εκείνης της περιόδου σώζονται στους Πύργους (θέση "Γαλάς") και στα Κομνηνό (θέση "Δέλτα").
   Ιδιαίτερη αναφορά για τη νεότερη ιστορία πρέπει να γίνει στις εκτελέσεις κατοίκων του Μεσοβούνου και των Πύργων κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (265 θύματα το 1941, 350 θύματα το 1944). γεγονότα που χαρακτήρισαν τα δύο αυτά Δημοτικά Διαμερίσματα ως "μαρτυρικές κοινότητες"






5.6. 2. Οικονομική ανάπτυξη


   Ο Δήμος Βερμίου θεωρείτε ένας κατεξοχήν αγροτικός Δήμος με το 41,8% του πληθυσμού να απασχολείτε στον πρωτογενή τομέα (ΕΣΥΕ, 1991). Για την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα, έχουν κατασκευαστεί και λειτουργούν τρία αρδευτικά δίκτυα (Πύργοι, Μεσόβουνο, Κομνηνά) τα οποία αρδεύουν 9.000στρ. περίπου. Η έκταση αυτή προβλέπετε να αυξηθεί με την ολοκλήρωση κατασκευής του φράγματος Μεσοβούνου (χρηματοδότηση Γ' ΚΠΣ). Οι αρδευόμενες εκτάσεις αυξάνονται ακόμη περισσότερο αν συνυπολογιστούν και πολυάριθμες ιδιωτικές γεωτρήσεις. Στην εικόνα 1 φαίνεται ενδεικτικά ένα τμήμα του κάμπου του μεσόβουνου με καλλιέργειες μήλων που αρδεύεται εντατικά.





Εικόνα 2: Αρδευόμενες εκτάσεις στο Δ/Δ Μεσόβουνου, με πράσινο χρώμα οι καλλιέργειες των μηλοειδών.

















5.6.3. Συγκεντρωτικά στατιστικά στοιχεία του Δήμου Βερμίου




ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ

Έτος 1971 1981 1991 2001
Πληθυσμός 3.176 3.284 3.397 3.504
Αύξηση % +3,4 +3,4 +3,1
Πηγή: ΕΣΥΕ


ΠΛΗΘΥΣΜΙΑΚΗ ΕΞΕΛΙΞΗ ΔΗΜΟΥ ΒΕΡΜΙΟΥ ανά ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΔΙΑΜΕΡΙΣΜΑ

  ΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΚΟΜΝΗΝΑ ΜΕΣΟΒΟΥΝΟ ΠΥΡΓΟΙ ΣΥΝΟΛΑ
1991 965 1.047 530 855 3.397
2001 974 1.131 515 884 3.504
Πηγή: ΕΣΥΕ








ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΤΆ ΦΥΛΟ

Άνδρες 49,40%
Γυναίκες 50,60%
Πηγή: Δ.Βερμίου





ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΕΝΕΡΓΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΑΝΑ ΤΟΜΕΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗΣ

Α' ΓΕΝΗΣ Β' ΓΕΝΗΣ Γ' ΓΕΝΗΣ ΑΝΕΡΓΟΙ
Ανατολικό                                           64 90 91 82
Κομνηνά 203 98 43 65
Μεσόβουνο 98 49 28 23
Πύργοι 155 58 54 42
520 295 216 212
Ανατολικό 19,6% 27,5% 27,8% 25,1%
Κομνηνά 49,6% 24,0% 10,5% 15,9%
Μεσόβουνο 49,5% 24,7% 14,1% 11,6%
Πύργοι 50,2% 18,8% 17,5% 13,6%
Μ.Ο.  Δ. ΒΕΡΜΙΟΥ 41,8% 23,7% 17,4% 17,1%

Πηγή:ΕΣΥΕ (1991), ΑΝΚΟ

5.7.  Χαρακτηριστικά στοιχεία αειφόρου ανάπτυξης στο Μεσόβουνο
5.7.1. Τοπικά προϊόντα


   Βασικό προϊόν του Δήμου Βερμίου είναι το μήλο.
 Η καλλιέργειά του επικεντρώνετε στα Τ.Δ. Πύργων και Μεσοβούνου ενώ τελευταία επεκτείνετε και στα υπόλοιπα Τοπικά Διαμερίσματα.
Η συνολική καλλιεργούμενη με μήλα έκταση είναι 7.000 στρ. περίπου.



Εικόνα 3: Μηλιές σε παλμέτα
Η ποιότητα του παραγόμενου μήλου θεωρείτε από πολλούς, ως η καλύτερη στην Ελλάδα. Στο γεγονός αυτό συμβάλλουν το ιδανικό, για την καλλιέργεια, μικροκλίμα, το υψόμετρο (μέσο υψόμετρο 850μ.) αλλά και το υψηλό επίπεδο τεχνογνωσίας και το μεράκι των καλλιεργητών. Στα πλαίσια της σωστής μετασυλεκτικής μεταχείρισης της παραγωγής, έχουν κατασκευαστεί δύο υπερσύχρονα ψυγεία και διαλογητήρια, με το ένα απ'αυτά να έχει τη δυνατότητα συντήρησης των μήλων σε ελεγχόμενη ατμόσφαιρα.

Εικόνα 4: Μηλιές σε ιδανικό υψόμετρο
Για την εξασφάλιση της ποιότητας των παραγόμενων μήλων, εφαρμόζεται από το 2006 Σύστημα Ολοκληρωμένη Διαχείρισης Παραγωγής σε όλες τις μηλοκαλλιέργειες του Δήμου Βερμίου, και τους έχουν απονεμηθεί τα πιστοποιητικά ποιότητας Agro 2.1 και Agro 2.2. από τον AGROCERT .
Επίσης, αναπτύσσεται με ταχύ ρυθμό και καλλιέργεια κερασιών.


Εικόνα 5: Κερασίες
Άλλα προϊόντα που συμβάλλουν στην αγροτική οικονομία του τόπου είναι τα σιτηρά, ο αραβόσιτος και ο καπνός (η καλλιέργεια του οποίου σταδιακά εγκαταλείπεται).


Εικόνα 6: Μεγάλες καλλιέργειες
5.7.2. Συνεταιρισμός παραγωγών Μεσόβουνου
   Ο πρωτοβάθμιος συνεταιρισμός του Μεσόβουνου λειτουργεί από το 1990 και αριθμεί 120 μέλη, έχει ψυκτικές και αποθηκευτικές εγκαταστάσεις χωρητικότητας 6.000 tn μήλων.
  Να σημειώσουμε εδώ ότι τα τελευταία χρόνια ο συναιτερισμός βρίσκεται σε πτώση και κατάσταση χρεωκοπίας, λόγω του μεγάλου δανεισμού και των κακών αποτελεσμάτων (έσοδα-έξοδα) των τελευταίων χρόνων.
   Αυτό που πρέπει να γίνει για να σωθεί ο συνεταιρισμός για το καλό της οικονομίας του τόπου, είναι να επαναπροσδιοριστούν οι στόχοι και οι προτεραιότητες του συνεταιρισμού από τις τοπικές αρχές με σκοπό την βιώσιμη λειτουργία του, για να μην χαθούν τα πολύτιμα κεφάλαια των παραγωγών μελών του.
Παράλληλα ο Συνεταιρισμός πρέπει να αναπτύξει και άλλες δραστηριότητες όπως για παράδειγμα η μεταποιητική-τυποποιητική για την προώθηση των τοπικών αγροτικών προϊόντων. (βλέπε παρ. 1.23.5 Η ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ ΤΩΝ ΑΡΧΑΝΩΝ ΤΟΥ ΗΡΑΚΛΕΙΟΥ ΚΡΗΤΗΣ)

 

Εικονα 7: Εγκαταστάσεις συνεταιρισμού












5.7.3. Εκτροφείο αγρίων ζώων στο Μεσόβουνο
   Στον επαρχιακό δρόμο Πτολεμαΐδας-Έδεσσας και συγκεκριμένα στο 2ο Κm μετά το Μεσόβουνο και σε έκταση περίπου 1.000 στρεμμάτων, δημιουργήθηκε το Εκτροφείο-Ζωολογικό πάρκο με την επωνυμία  «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΛΟΦΟΣ»





Εικόνα 8,9,10: Εκτροφείο άγριων ζώων
Βρίσκεται σε υψόμετρο 970 μέτρων και από την κορυφή του λόφου μπορεί ο επισκέπτης να απολαύσει οπτικά τις οροσειρές του Βερμίου, του Σινιάτσικου και του Καιμκατσαλάν.

Εικόνα 11: Ταβέρνα στην κορυφή του λόφου του εκτροφείου
Σκοπός του συγκροτήματος είναι ή εκτροφή, αναπαραγωγή και ή εμπορία αγρίων ζώων αλλά και η λειτουργία του για εκπαιδευτικούς σκοπούς, για σχολεία που θα το επισκέπτονται και για διάφορους επισκέπτες λάτρεις της άγριας ζωής και φύσης.


Εικόνα 12,13: Ζώα του εκτροφείου
Η μελέτη για την κατασκευή του, ξεκίνησε το 2002 και εντάχτηκε στο πρόγραμμα LEADER με έγκριση 400.000 ευρώ. Στις 9/9/2004 ξεκίνησαν οι πρώτες εργασίες περίφραξης του λόφου. Η εξωτερική περίφραξη έχει μήκος 3.580 μέτρα και ή εσωτερικές περιφράξεις διαχωρισμού των διαφόρων ζώων 2.540 μέτρα. Παράλληλα κατασκευάστηκαν: μία αποθήκη τροφών 180 m2, σταβλική εγκατάσταση ελαφιών 90 m2, σταβλική εγκατάσταση αιγοπροβάτων 90m2, σταβλική εγκατάσταση πουλερικών 60 m2 και δύο σταβλικές εγκαταστάσεις αγριoχοίρων 80 m2. Η γεώτρηση που δημιουργήθηκε αντλεί νερό από τα 210 μέτρα και πήρε έγκριση από το Χημείο του Κράτους καταλληλότητας ως πόσιμου νερού.
   Στην κορυφή του λόφου κατασκευάστηκε εστιατόριο-παραδοσιακή ταβέρνα επιφάνειας 150 m2 και μαζί με τις εξωτερικές σκεπασμένες βεράντες η συνολική  επιφάνεια του φθάνει τα 360 m2 και μπορεί να εξυπηρετήσει 250 άτομα τους καλοκαιρινούς μήνες  και 110 τον χειμώνα.


Εικόνα 14,15: Εσωτερικό παραδοσιακής ταβέρνας στο εκτροφείο
Η κουζίνα περιλαμβάνει αγριογούρουνα, λαγούς, φασιανούς και πέρδικες που προέρχονται από το εκτροφείο καθώς και παραδοσιακά τοπικά εδέσματα. Δίπλα από την ταβέρνα κατασκευάστηκε και λειτουργεί παιδική χαρά.

Εικόνα 16: Αγριογούρουνα











ΚΕΦΑΛΑΙΟ 6.  ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΤΥΞΗ ΤΟΥ ΜΕΣΟΒΟΥΝΟΥ

6.1. Ανάπτυξη πολυδιάστατη, ολοκληρωμένη και αειφορική
Τα ιδιαίτερα ιστορικά στοιχεία, σε συνδυασμό με το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον και τοπίο της ευρύτερης περιοχής δίνουν τη δυνατότητα στο Μεσόβουνο να αναπτυχθεί πολυδιάστατα. Η προτεινόμενη ανάπτυξη για το Μεσόβουνο είναι αναγκαίο να είναι πολυδιάστατη, ολοκληρωμένη και αειφορική. Είναι απαραίτητο να είναι πολυδιάστατη και ολοκληρωμένη για να μπορούν να αλληλοϋποστηρίζονται συμπλη¬ρωματικά και πολλαπλασιαστικά όλοι οι κλάδοι ανάπτυξης, και αειφορική για να μην απομειώνεται ο αξιόλογος φυσικός  πλούτος της περιοχής. Οι προτεινόμενοι παραγωγικοί κλάδοι με αναπτυξιακό ενδιαφέρον είναι:
Οι ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού: πολιτιστικός τουρισμός, οικοτουρισμός, αγροτουρισμός κλπ. (βλέπε παράγραφος 1.18 Σρατηγική προγράμματα και μέτρα πολιτικής οικοτουριστικής ανάπτυξης, παρ. 124.1. και 1.24.2 τα «πράσινα χωριά» της Αυστρίας και η ανάπτυξη του αγροτουρισμού στην Ούμβρια της Ιταλίας)

Η ανάπτυξη της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής: αναδιοργάνωση αγροτικών και κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων, κτηνοτροφία, βιολογικές καλλιέργειες.  Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από τον επαναπροσδιορισμό των στόχων του τοπικού συνεταιρισμού αγροτικών προϊόντων και με την βιώσιμη λειτουργία του.


Η αγροκτηνοτροφική μεταποιητική-τυποποιητική δραστηριότητα.
            (βλέπε παρ. 2.9.2.Συνεταιρισμός παραγωγών μεσόβουνου)

Η οικοτεχνική παραγωγή.

Η διατήρηση, η προστασία και η ανάδειξη του φυσικού και ανθρωπογενούς περιβάλλοντος της περιοχής, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη της χρήσης των ήπιων-εναλλακτικών μορφών του¬ρισμού, καθώς και η ανάπτυξη και η τόνωση των άλ¬λων κλάδων της παραγωγής, απαιτούν τη συστηματική μελέτη της περιοχής και τη σύνταξη των απαραίτητων μελετών, που θα αποτελέσουν το υπόβαθρο για την οργάνωση της συνολικής αναπτυξιακής προσπάθειας. Σε αυτήν  την κατεύθυνση είναι απαραίτητη η σύνταξη μελετών, όπως: Σχέδιο Χωρικής και Οικιστικής Οργά-νωσης Ανοικτής Πόλης (Σ.Χ.Ο.Ο.Α.Π.),  Περιβαλλοντική Μελέτη (ΠΜ), Μελέτες Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ), Ειδικές Περιβαλλοντικές Μελέ-τες (ΕΠΜ), οικονομοτεχνικές μελέτες σκοπιμότητας, κοινωνιολογικές μελέτες κλπ.

Η προτεινόμενη μορφή ανάπτυξης αναφέρεται και στους τρεις τομείς της πα-ραγωγής (πρωτογενής, δευτερογενής, τριτογενής). Για την υλοποίησή της απαι-τείται να καταστρωθεί η κατάλληλη αναπτυξιακή στρατηγική, που θα καθορίζει τις δράσεις και τα έργα που την υποστηρίζουν και την εξυπηρετούν.  Είναι αναγκαία η σωστή ενημέρωση των κατοίκων και η εκπαίδευση του προσωπικού του Δήμου στα θέματα που αφορούν το χα¬ρακτήρα και τους στόχους της αειφόρου ανάπτυξης της περιοχής, ώστε να εξασφαλίζεται η ισορροπία και η προοπτική της συνολικής ανάπτυξης της περιοχής.

Το ζητούμενο είναι η ικανοποιητική προσέγγι¬ση της ανάπτυξης στο επίπεδο της κάλυψης των βασικών αναγκών της τοπικής κοινωνίας. Η ανάπτυξη της κάθε μιάς δραστηριότητας είναι αναγκαίο να προ¬σαρμόζεται ομαλά στον ευρύτερο αειφορικό χαρακτήρα της αναπτυξιακής στρα¬τηγικής και να εντάσσεται αποτελεσματικά στο πλαίσιο που αυτή καθορίζει. Έτσι, είναι απαραίτητο να σταματά και να επανακαθορίζει διορθωτικά την πορεία της στο σημείο που τείνει να υπονομεύσει τις αρχές, τους σκοπούς και τις στοχο¬θετήσεις της συνολικής αειφορικής αναπτυξιακής προσπάθειας. Η ανάπτυξη που προτείνεται, για να κινείται διαρκώς προς τη βιώσιμη κατεύθυνση, είναι απα¬ραίτητο να εκπληρώνει με πιστότητα τους αναγκαίους όρους της αειφορίας, με την υλοποίηση των απαιτήσεων ενός κοινωνικού συμβολαίου που θα σέβεται στην πράξη το φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής.



6.2. Ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού
Οι ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού διαφοροποιούνται σημαντικά από το μαζικό τουρισμό, που αποτελεί το κυρίαρχο μοντέλο ανάπτυξης που έχει υιο-θετηθεί στην Ελλάδα. Οι εναλλακτικές μορφές τουρισμού θεωρούνται σε εθνικό και διεθνές επίπεδο κατάλληλες για τη στήριξη των πολιτικών περιφερειακής και τοπικής ανάπτυξης, και εντάσσονται αρμονικά στο πλαίσιο της αειφόρου του-ριστικής ανάπτυξης ως κατηγορία των ειδικών μορφών τουρισμού. Έτσι, ο ήπι¬ος χαρακτήρας των εναλλακτικών μορφών τουρισμού τις καθιστά επιλέξιμες για την τουριστική αξιοποίηση του Μεσόβουνου, αφού είναι συμβατές με την προστασία του φυσικού περιβάλ¬λοντος και τοπίου της περιοχής.
Οι ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού απευθύνονται σε ένα αγοραστικό κοινό που ενδιαφέρεται συνειδητά για τις κοινωνι¬κοπολιτισμικές αξίες και την οικολογική ποιότητα και ισορροπία. Οι υπηρεσίες που προσφέρει ο εναλλακτικός τουρισμός έχουν ποιοτικό και αυθεντικό χαρακτή¬ρα, και είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που περιλαμβάνονται στα προσφερό¬μενα τυποποιημένα τουριστικά πακέτα των τουριστικών πρακτό¬ρων του μαζικού τουρισμού.
Οι τουρίστες του εναλλακτικού τουρισμού προτιμούν τον αυξημένο βαθμό αυτονομίας στην επιλογή των προορισμών τους και την ελαχιστοποίηση της χρή-σης των υπηρεσιών του οργανωμένου τουρισμού. Το ειδικό τους κίνητρο συναρ-τάται άμεσα με συγκεκριμένα θέματα, όπως η αγάπη για τη φύση, τα πολιτιστικά ενδιαφέροντα (παραδοσιακό περιβάλλον, αρχαία μνημεία, λατρευτικοί χώροι, λα-ογραφία, τοπικές πολιτιστικές εκδηλώσεις κ.ά.), οι τοπικές αγροτικές και κτη-νοτροφικές δραστηριότητες, η τοπική γαστρονομία, οι περιηγήσεις, η περιπέτεια, ο αθλητισμός, κλπ.


6.3. Οικοτουρισμός
Το εξαιρετική ποιότητας φυσικό περιβάλλον και τοπίο του Μεσόβουνου προσφέρει τους αναγκαίους όρους για την ανάπτυξη του οικο¬τουρισμού. Η πλούσια χλωρίδα και πανίδα, αλλά και τα εξαιρετικά οικοσυστήματα και οι βιότοποι, σε συνδυασμό με το εκτροφείο άγριων ζώων συνθέτουν ένα περιβάλλον εξαιρετικής ομορφιάς και σπουδαιότητας από την άποψη της οικολογικής ποιότητας και ισορροπίας. Η παρατήρηση των ειδών, η περιήγηση, η ήπια ορειβασία, καθώς και κάθε άλλη δραστηριότητα ενταγμένη στο ευρύτερο πλαίσιο του οικοτουρισμού είναι απα¬ραίτητο να σέβεται και να προστατεύει αυτήν την ποιότητα και την ισορροπία του φυσικού περιβάλλοντος, η οποία εύκολα μπορεί να διαταραχθεί και να ανατραπεί σε μη αναστρέψιμο βαθμό.
Για να προστατευθεί το φυσικό περιβάλλον είναι αναγκαίο να αναπτυχθεί ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ορθολογικής περιβαλλοντικής δια¬χείρισης, που θα αποκλείει τις ανεξέλεγκτες δραστηριότητες και θα ελέγχει αποτε¬λεσματικά την έκταση και την έντασή τους, ώστε να μην βλάπτονται οι πολύτιμοι φυσικοί πόροι για τη μεγιστοποίηση της αποδοτικότητας των δραστηριοτήτων. Στην εικόνα 16 φαίνονται με κόκκινη γραμμή διαδρομές στο όρος Βέρμιο, για δραστηριότητες που μπορούν να συνδυαστούν με προγράμματα οικοτουρισμού. Τα προγράμματα αυτά μπορούν να περιλαμβάνουν περιηγήσεις στο βουνό και παρατήρηση των ενδημικών φυτικών ειδών της περιοχής, δίπλα από τα πιο χαρακτηριστικά από αυτά μπορούν να κατασκευαστούν πινακίδες που θα περιγράφουν τα χαρακτηριστικά του κάθε είδους και να περιγράφουν διάφορες λεπτομέρειες για την ιστορία του και την περιοχή που αναπτύσεται. Οι διαδρομές αυτές ανάλογα με την κλίση και την ομαλότητα της κάθε μιας μπορούν να συνδυαστούν και με άλλες δραστηριότητες όπως η ήπια αναρρίχηση, η ιππασία με άλογα που θα εκτρέφονται σε αγροκτήματα που θα ασχολούνται με τον αγροτουρισμό (βλέπε παρακάτω).

Στην ίδια εικόνα φαίνεται και η θέση που επιλέχθηκε λόγω υψομέτρου, για την κατασκευή αιολικού πάρκου για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με φιλικό στο περιβάλλον τρόπο, που θα καταναλώνεται για τις ανάγκες των διάφορων μορφών τουρισμού που θα αναπτύσονται ή θα πωλείται στο τοπικό δίκτυο. Στην ίδια θέση προτείνεται να λαβουν χώρα και άλλες ήπιες δραστηριότητες που θα προσελκύσουν νέους τουρίστες με ιδιαίτερα ενδιαφέροντα όπως: αλεξίπτωτο πλαγιάς, αιωροπτερισμός. Το ιδανικό υψόμετρο και η υπέροχη θέα προς τον κάμπο του Μεσόβουνου αναμένεται να δώσουν μεγάλη ανάπτυξη σε αυτές τις δραστηριότητες. (βλέπε παράγραφος 1.24.2. η ανάπτυξη του αγροτουρισμού στην Ούμβρια της Ιταλίας)

Εικόνα 17: Διαδρομές οικοτουρισμού, αιολικό πάρκο, ήπιες αθλητικές δραστηριότητες.



6.4. Αγροτουρισμός
Η μεγάλη γεωργοκτηνοτροφική παράδοση της περιοχής αποτελεί τη βάση για την ανάπτυξη των αγροτουριστικών δραστηριοτήτων. Ο αγροτουρισμός είναι μια εναλλακτική μορφή τουρισμού που προϋποθέτει την ύπαρξη του αγροκτήματος, και απευθύνεται σε επισκέπτες που ενδιαφέρονται να παρακολουθήσουν την καθημερινή δραστηριότητα του αγροκτήματος ή να συμ¬μετέχουν σε αυτή. Ο αυθεντικός παραδοσιακός χαρακτήρας της περιοχής και το πλούσιο φυσικό και κοινωνικοπολιτισμικό περιβάλλον δημιουργούν το ευρύ¬τερο πλαίσιο που είναι αναγκαίο για την ανάπτυξη του αγροτουρισμού. Είναι απαραίτητη η σύνδεση των αγροτουριστικών δραστηριοτήτων με την ιστορική φυσιογνωμία του τόπου, τον κοινωνικό και πολιτιστικό του χαρακτήρα, τα τοπικά παραδοσιακά προϊόντα και τους φυσικούς του πόρους. (βλέπε παράγραφος 1.24.2 Η ανάπτυξη του αγροτουρισμού στην Ούμβρια της Ιταλίας)
Οι αγροτουριστικές επιχειρήσεις είναι απαραίτητο να βασίζονται στην καλλι-έργεια του πνεύματος της οικειότητας και να μην δαπανούν τα αυθεντικά και ουσιώδη χαρακτηριστικά της περιοχής για την αύξηση της κερδοφορίας τους. Απευθύνονται σε επισκέπτες που επιθυμούν να απολαύσουν τα γνήσια στοιχεία της ζωής στην ύπαιθρο και όχι σε κοινούς χρήστες τυποποιημένων τουριστικών υπηρεσιών. Οι αγροτουριστικές επιχειρήσεις θα πρέπει να καλύπτουν τις απαιτή-σεις σε επίπεδο προδιαγραφών, δηλαδή να είναι πιστοποιημένες, ώστε να αντα-ποκρίνονται στις ιδιαίτερες απαιτήσεις των επισκεπτών. Οι προσφερόμενες τιμές είναι απαραίτητο να διατηρούνται σε προσιτό επίπεδο, ώστε να επιτρέπουν την προώθηση της ανθρώπινης επαφής και επικοινωνίας. Οι επισκέπτες που επιλέ-γουν να ζήσουν σε ένα αγροτικό σπίτι, όσο μικρό κι αν είναι το χρονικό διάστημα, είναι αναγκαίο να θεωρούνται πρόσωπα οικεία και όχι ξένοι και απρόσωποι πελάτες. Στην παρακάτω εικόνα φαίνονται τα αγροκτήματα που επιλέχθηκαν για να εφαρμοστούν μελλοντικά προγράμματα αγροτουρισμού. Τα αγροκτήματα αυτά είναι κοντά στο εκτροφείο αγρίων ζώων, όπου παράλληλα με τις αγροτουριστικές δραστηριότητες που θα συμμετέχουν ή θα παρακολουθούν οι επισκέπτες όπως η συγκομιδή καρπών, η εκτροφή των οικόσιτων ζώων (άλογα, κοτόπουλα, κουνέλια), η συμμετοχή στις καθημερινές αγροτικές δραστηριότητες. Θα μπορούν παράλληλα να επισκέπτονται και τους χώρους του εκτροφείου και να ξεναγούνται σε αυτό.

Εικόνα 18: Αγροκτήματα που επιλεχθηκαν για να εφαρμοστούν προγράμματα αγροτουρισμού










6.5. Τουριστικά καταλύματα σε παραδοσιακά και διατηρητέα κτίρια
Τα καταλύματα σε παραδοσιακά (Περιφέρεια, Ε.Ο.Τ., Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) ή διατηρητέα κτίρια (ΥΠ. ΠΟ.) διακρίνονται σε:
Παραδοσιακούς ξενώνες: μικρά ξενοδοχεία, ενοικιαζόμενα δωμάτια.
Παραδοσιακές κατοικίες: αυτόνομες κατοικίες σε χαρακτηρισμένα κτίρια.






Εικόνα 19: Εργασίες ανακαίνισης εγκαταλελειμμένης παραδοσιακής κατοικίας




Εικόνα 20: Ανακαινισμένη παραδοσιακή κατοικία
 Λαμβάνοντας υπόψιν την μεγάλη διαχρονική αξία και τον πολύ παιδευτικό ρόλο των παραδοσιακών κτιρίων, που ήταν αξιοθαύμαστα προσαρμοσμένα στις ανθρώπινες ανάγκες (βλέπε παρ. 1.23.1 το πρόγραμμα του ΕΟΤ για την ήπια τουριστική ανάπτυξη των παραδοσιακών οικισμών)  προτείνεται η αναπαλαίωση εγκαταλελειμμένων κτιρίων και η μετατροπή τους σε παραδοσιακούς ξενώνες με μικρό αριθμό δωματίων, δίνοντας τη δυνατότητα στους ιδιοκτήτες τους παράλληλα με τις άλλες ασχολίες τους να έχουν ένα επιπλέον εισόδημα. (βλέπε παρ. 1.23.2 Η περίπτωση της Οίας στη Σαντορίνη)


Εικόνες 21,22: εγκαταλελειμμένες παραδοσιακές κατοικίες που μπορούν να αναπαλαιωθούν.
Στην εικόνα 23 φαίνονται οι προτεινόμενες χρήσεις για βιώσιμη ανάπτυξη του Μεσόβουνου

Εικόνα 23. Προτεινόμενες χρήσεις.
6.6. Γενικά συμπεράσματα
Η έντονη υποβάθμιση του φυσικού και του δομημένου περιβάλλοντος, ως συνέπεια του μοντέλου κοινωνι¬κοοικονομικής ανάπτυξης που κυριάρχησε κατά τον προηγούμενο αιώνα, ανέδει¬ξε την προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και της αρχιτεκτονικής και πολι¬τιστικής κληρονομιάς σε ένα ζήτημα ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη των ση¬μερινών και των μελλοντικών γενεών.
Σήμερα ενισχύονται συνεχώς οι προσπάθειες που αποσκοπούν στην εναρμόνιση των κατασκευών με το φυσικό περιβάλλον και τοπίο για την αναβάθμιση της ποιότητας ζωής.
Οι μικροί ορεινοί οικισμοί χαρακτηρίζονται από την εξαιρετική προσαρμοστικότητά τους στο φυσικό περιβάλλον και τοπίο. Η ισορροπημένη προσαρμογή τους, με τρόπο που να αξιοποιούν τις δυνατότητες των στοιχείων του φυσικού χώρου και τοπίου, προσδίδει στους οικισμούς αυτούς μια ιδιαίτερη παιδευτική αξία.
Οι ήπιες-εναλλακτικές μορφές τουρισμού αποτελούν τις κατάλληλες μορφές τουριστικής ανάπτυξης για την αξιοποίηση και τη βιωσιμότητα των μικρών ορεινών οικισμών, αλλά είναι απαραίτητο να γίνεται προσεχτική και λελογισμένη διαχείριση των απορυθμιστικών πιέσεων που ασκεί ο τουρισμός σε αυτές τις ιδιαίτερα ευαίσθητες περιοχές. Η ήπια τοπική ανάπτυξη των μικρών οι¬κισμών δεν πρέπει να βασίζεται μόνο στις εναλλακτικές τουριστικές δραστηριό¬τητες, αλλά αντίθετα στην ανάπτυξη όλων των κλάδων της τοπικής παραγωγής με συμπληρωματικότητα, έτσι ώστε να προκύπτουν ουσιαστικά πολλαπλασιαστικά κοινωνικά και οικονομικά αποτελέσματα για τις τοπικές κοινωνίες.
Η στρατηγική της αειφόρου ανάπτυξης σέβεται, προστατεύει και αναδεικνύει τον τόπο, το τοπίο, την ιστορικότητα, τις κοινωνικές, οικονομικές και πολιτιστι¬κές ιδιαιτερότητες, τους φυσικούς πόρους και τα διαθέσιμα υλικά, την πολεοδομι¬κή οργάνωση και το αρχιτεκτονικό πρόσωπο, αλλά και κάθε άλλη υλική και άυλη αξία των μικρών ορεινών οικιστικών συνόλων. Σε κάθε περίπτωση επιδιώκεται η αρμονική συνύπαρξη και βιωσιμότητα του φυσικού και του ανθρωπογενούς περιβάλλοντος.
Για μια σύγχρονη και ολοκληρωμένη παρέμβαση περιβαλλοντικού σχεδι-ασμού σε περιοχές ορεινού χαρακτήρα είναι απαραίτητο να συνδυάζονται:
Ο σεβασμός στον ιστορικό και πολιτιστικό χαρακτήρα.
Η προστασία και ανάδειξη των στοιχείων του φυσικού περιβάλλοντος και τοπίου (προστασία οικοσυστημάτων και βιοτόπων).
Η προστασία και ανάδειξη της αρχιτεκτονικής μορφολογικής ιδιαιτερότη¬τας και κλίμακας.
Η προστασία και ανάδειξη του παραδοσιακού πολεοδομικού ιστού.
Η ανάδειξη και αύξηση των ανοικτών χώρων και των χώρων πρασίνου (αποκαταστάσεις, φυτεύσεις, κοινωνικός εξοπλισμός κλπ.).
Η εφαρμογή ενός κατάλληλου πλαισίου αρχών για την αρμονική ένταξη των νέων κατασκευών.
Η χρήση δομικών υλικών και τρόπων δόμησης φιλικών προς το περιβάλ¬λον (τοπικά υλικά, μη τοξικά υλικά, ανακυκλώσιμα υλικά), καθώς και η επαναχρησιμοποίηση υλικών μετά από την κατάλληλη επεξεργασία τους.
Η ισορροπημένη, πολυλειτουργική ανάμειξη των χρήσεων γης για την ενδυνάμωση του πολεοδομικού περιβάλλοντος και τον περιορισμό των αναγκών μετακίνησης και των οχλήσεων.
Η λήψη αποτελεσματικών μέτρων διαχείρισης της κυκλοφορίας των οχη¬μάτων και των πεζών: ιεράρχηση οδικού δικτύου, αποκλεισμός διαμπερών ροών κυκλοφορίας, χώροι στάθμευσης, πεζόδρομοι, εναλλακτικές μετακι¬νήσεις κλπ.
Η εφαρμογή των κατάλληλων μεθόδων και τεχνικών για την εξοικονόμηση ενέργειας: βελτίωση των βιοκλιματικών χαρακτηριστικών του παραδοσια¬κού κτιριακού αποθέματος και των νέων κατασκευών, φωτισμός χαμηλής κατανάλωσης εσωτερικών και ανοικτών χώρων, επιλογή φιλικών καυ¬σίμων προς το περιβάλλον, χρήση αυτοματισμών περιορισμού της κατα¬νάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, συστήματα συμπαραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας κλπ.
Η ανάπτυξη συστήματος ορθολογικής διαχείρισης υδάτινων πόρων: εξοικονόμηση πόσιμου νερού, συγκράτηση και ανακύκλωση νερού (επανάχρη¬ση για οικιακή χρήση, στις καλλιέργειες κλπ.).
Ο δραστικός περιορισμός των ρύπων και των μολυσματικών παραγόντων στην πηγή.
Η ανάπτυξη συστήματος διαχείρισης των υγρών αποβλήτων και των στε¬ρεών απορριμμάτων (βιολογικός καθαρισμός, χώρος υγειονομικής ταφής, σύστημα ανακύκλωσης).
Η ολοκληρωμένη ανάπτυξη των κοινωνικών υποδομών.
Η ολοκληρωμένη ενσωμάτωση των τεχνικών υποδομών: δίκτυο ύδρευσης τελευταίας γενιάς, δίκτυο αποχέτευσης όμβριων και λυμάτων, υπογειοποί¬ηση ηλεκτρικού δικτύου, πλήρης υπογειοποίηση και αναβάθμιση τηλεπι¬κοινωνιακού δικτύου, δίκτυο καλωδιακής τηλεόρασης κλπ.
Η ανάπτυξη των λοιπών τεχνικών υποδομών: αντιπλημμυρική προστασία, σταθεροποίηση εδαφών, αντιπυρική προστασία, αναβάθμιση του οδικού δικτύου κλπ.


















ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ανδρεαδάκης, Α., Βάρφη, Α., Γιαννακούρου, Γ., κ.α, Εισαγωγή στο Φυσικό και Ανθρωπογενές Περιβάλλον, τ. Β2, «Το Ανθρωπογενές Περιβάλλον», Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 1999.

Αξαρλή, Κ., Γιάννας, Σ., Ευαγγελινός, Ε., κ.ά., Βιοκλιματικός Σχεδιασμός Κτι-ρίων και Περιβάλλοντος Χώρου, τ. Α΄, «Βιοκλιματικός Σχεδιασμός Κτιρίων», Ελ-ληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2001.

Αραβαντινός, Α., Πολεοδομικός Σχεδιασμός, Ε.Μ.Π., Αθήνα, 1984.

Αραβαντινός, Α., Πολεοδομικός Σχεδιασμός-Για μια βιώσιμη ανάπτυξη του αστι-κού χώρου, Εκδόσεις Συμμετρία, Αθήνα, 1997.

Αραβαντινός, Α., Βλαστός, Θ., Εμμανουήλ, Δ., κ.ά, Εισαγωγή στο Φυσικό και Ανθρωπογενές Περιβάλλον, τ. Β1, «Το Ανθρωπογενές Περιβάλλον», Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 1999.

Αριανούτσου, Μ., Γεωργίου, Κ., Δημητρακόπουλος, Α., κ.ά. Εισαγωγή στο Φυσικό και Ανθρωπογενές Περιβάλλον, τ. Α΄, «Το Φυσικό Περιβάλλον», Ελληνι-κό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 1999.


Αρναουτάκης, Σ., «Τα αναπτυξιακά προγράμματα στις Αρχάνες», εισήγηση στην επιστημονική συνάντηση με θέμα «Πόλη, Δημοκρατία και Πολιτική», Διαρ¬κής Διάσκεψη των Ιστορικών Πόλεων», Οργάνωση: Δήμος Σπάρτης, Ελληνικό
Σπάρτη, 29/3-1/4/2001
Ασκέλλη, Σ., Επιχειρήστε αγροτουριστικά… Πώς να οργανώσετε τη δική σας αγρο¬τουριστική επιχείρηση, Αναπτυξιακή Α.Ε., Εκδόσεις Κέρκυρα, Αθήνα, 2005.
Βελισσαρίου, Ε., Διοίκηση Τουρισμού και Τουριστικών Επιχειρήσεων, τ. Δ΄, «Μάνατζμεντ Ειδικών και Εναλλακτικών Μορφών Τουρισμού», Ε.Α.Π., Πάτρα, 2000.
Βρυώνης Ν. Χ., Περιβαλλοντικός Σχεδιασμός Παραδοσιακού Οικισμού Ανδρίτσαινας, επιβλέπουσα καθηγήτρια Τρουσοπούλου Έφη, μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2006

Γρηγορίου, Π., Σαμιώτης, Γ., Τσάλτας, Γ., Η Συνδιάσκεψη των Ηνωμένων Εθ¬νών (Rio de Janeiro) για το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη-Νομική και Θεσμική Δι¬άσταση, Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 1993.
Κοκκώση Χ., Τσάρτα Π., Τουριστικός Τομέας, τ. Β΄, «Ανάπτυξη και Περιβάλλον στον Τουρισμό», Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 1999,

Κοκκώση Χ., Τσάρτα Π., Βιώσιμη Τουριστική Ανάπτυξη και Περιβάλλον, εκδόσεις Κριτίκη, Αθήνα, 2001

Κομίλης Π., Οικοτουρισμός. Η εναλλακτική προοπτική αειφόρου τουριστικής ανάπτυξης, Εκδόσεις Προπομπός, Αθήνα, 2001.

Κομίλης Π., «Περιφερειακή ανάπτυξη και διατήρηση των παραδοσιακών οικισ-μών» στα Αρχιτεκτονικά Θέματα, τεύχος 9, Αθήνα, 1975

Μαυρίκης, Τ., Τα πυργόσπιτα της Μέσα Μάνης: Βιοκλιματική ανάλυση της εξέλι¬ξης και της κατασκευής των, επιβλέπουσα καθηγήτρια Αικ. Παρπαΐρη, Διπλωμα¬τική Εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, Πάτρα, 2005.
Ρόκος Δ., Από τη βιώσιμη στην αειφόρο στην αξιοβίωτη ανάπτυξη, Εκδόσεις, Λιβάνης Αθήνα, 2004
Σαΐτας Γ., Πρόταση τουριστικής αξιοποιήσεως Βάθειας Ε.Ο.Τ., Υπηρεσιακή Mελέτη-Έκθεση, Αθήνα, 1978.
Σαΐτας Γ., «Τουρισμός και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς της Μάνης»,εισήγηση στην Ημερίδα με θέμα «Τουρισμός και Περιβάλλον: επιλογές για βιώσιμη ανάπτυξη», Τεχνικά Χρονικά, τ. 5, Αθήνα, 1995,

Τριανταφυλλίδου Α., Περιβαλλοντικός σχεδιασμός για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη νησιωτικών περιοχών-Μελέτη περίπτωσης Νήσος Σύρος, επιβλέπων καθηγητής Σερράος Κωνσταντίνος,  μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο, 2007

Τσάρτας Π., Τουρίστες, ταξίδια τόποι : κοινωνιολογικές προσεγγίσεις στον τουρισμό Εκδόσεις Εξάντας Αθήνα, 1996

Σαράντη Α., Περιβαλλοντική απόκριση της παραδοσιακής αρχιτεκτονικής –Η περίπτωση του οικισμού στην «Εξωγή» Ιθάκης, επιβλέπων καθηγητής Δημήτρης Λουκόπουλος,μεταπτυχιακή διπλωματική εργασία, Ελληνικό Ανοικτό Πανεπιστήμιο,
Φιλιππίδης, Δ., «Αναζητώντας την ανώνυμη αρχιτεκτονική», Αρχιτεκτονικά Θέ-ματα, 6, Αθήνα, 1972,
Φιλιππίδης, Δ., «Ιστορική αναδρομή», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α΄, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1989,

Φιλιππίδης Δ, «Σαντορίνη», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Β΄, Αθήνα, 1988

Φιλιππίδης, Δ., «Το μεθοδολογικό πρόβλημα σήμερα», Ελληνική Παραδοσιακή Αρχιτεκτονική, τ. Α΄, Εκδόσεις Μέλισσα, Αθήνα, 1989,


Διευθύνσεις στο Διαδίκτυο (Internet)



http://www.culture.gr


http://www.vermio.gr/index.php?option=com_content&task=view&id=7&Itemid=15

http://www.statistics.gr
http://www.argo.auth/TA21
http://www.minagric.gr
http://www.agrotour.gr
http://www.in.gr/agro
http://www.agriturist.it
http://www.greekarchitects.gr
http://www.greek-ecotourism.gr
http://www.nature.ert.gr
http://www.eco-net.gr
http://www.agrotis.gr
http://www.eommex.gr
http://www.hellasres.gr/Greek/THEMATA/ARTHRA/vassilakos_res.htm

. http://www.huts.gr/forums/showthread.php?t=1213













ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΤΑ

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ Ι
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΒΕΝΕΤΙΑΣ
1964
Ορισμοί:
1 Η έννοια ενός ιστορικού μνημείου δεν καλύπτει μόνο το μεμονωμένο αρχιτεκτονικό έργο, αλλά και την αστική ή αγροτική τοποθεσία που μαρτυρεί έναν ιδιαίτερο πολιτισμό, μια ενδεικτική εξέλιξη ή ένα ιστορικό γεγονός. Αυτό ισχύει όχι μόνο για τις μεγάλες δημιουργίες, αλλά και για τα ταπεινά έργα που με τον καιρό απόκτησαν πολιτιστική σημασία.
2 Η συντήρηση των μνημείων και η αποκατάστασή τους αποτελεί έναν επιστημονικό κλάδο, ο οποίος πρέπει να αποτείνεται στη συνεργασία όλων των επιστημών και όλων των τεχνών που μπορούν να συνεισφέρουν στη μελέτη και τη διάσωση της μνημειακής κληρονομιάς.
3 Η συντήρηση και η αποκατάσταση των μνημείων αποσκοπούν να τα δια-σώσουν τόσο σαν έργα τέχνης όσο και σαν ιστορικές μαρτυρίες.

Συντήρηση:
4 Η συντήρηση των μνημείων έχει σαν πρωταρχική απαίτηση τη συνεχή και μόνιμη φροντίδα για τη διατήρησή τους.
5. Η συντήρηση των μνημείων εννοείται πάντοτε από την καταλληλότητά τους να χρησιμοποιηθούν για κάποιο σκοπό ωφέλιμο στην κοινωνία. Μια τέτοια χρησιμοποίηση είναι βέβαια επιθυμητή, αλλά δεν πρέπει να αλλά¬ζει τη διάρθρωση ή τη διακόσμηση των κτιρίων. Οι διαρρυθμίσεις που
επιβάλλει η αλλαγή της λειτουργίας τους (από νέες χρήσεις) πρέπει να αντιμετωπίζονται και ενδεχομένως να επιτρέπονται μέσα σε αυτά τα όρια.
6. Η συντήρηση ενός μνημείου συνεπάγεται τη διατήρηση του άμεσου περι-βάλλοντός του, στην κλίμακά του. Αν το παραδοσιακό πλαίσιο δεν έχει εξαφανιστεί, έχουμε καθήκον να το διατηρήσουμε, αλλά ταυτόχρονα να αποκλείσουμε κάθε προσθήκη, κάθε κατεδάφιση και κάθε αλλαγή που θα μπορούσε να αλλάξει τις σχέσεις των όγκων και των χρωμάτων.
7. Το μνημείο είναι αναπόσπαστο από την ιστορική στιγμή που αντιπροσω-πεύει και από το χώρο που είναι τοποθετημένο. Επομένως, η μετακίνηση του όλου τμήματος ενός μνημείου μπορεί να γίνει παραδεκτή μόνο αν επιβάλλεται από την ανάγκη διάσωσής του ή δικαιολογείται από λόγους μεγάλης εθνικής ή διεθνούς σημασίας.
8. Τα γλυπτά, ζωγραφικά ή διακοσμητικά στοιχεία, που είναι αναπόσπαστα δεμένα με το μνημείο, δεν μπορούν να διαχωριστούν παρά μόνο αν το μέτρο αυτό είναι η μοναδική διέξοδος για να εξασφαλιστεί η διάσωσή τους.

Αποκατάσταση και αναστήλωση:
9. Η διαδικασία της αποκατάστασης είναι μια επέμβαση υψηλής ειδίκευσης, που επιβάλλεται να γίνει κατ’ εξαίρεση. Έχει ως στόχο να διατηρήσει και να αποκαλύψει τις αισθητικές και ιστορικές αξίες του μνημείου και βασί¬ζεται στο σεβασμό προς την αρχική του υπόσταση και τα αυθεντικά του στοιχεία. Σταματά στο σημείο που αρχίζουν να υπάρχουν υποθέσεις. Πέρα από αυτό το σημείο, οποιαδήποτε εργασία που ενδεχομένως να θεωρηθεί απαραίτητη για αισθητικούς ή τεχνικούς λόγους, θα πρέπει να διαχωρίζεται από την αρχιτεκτονική σύνθεση και να φέρει τη σφραγίδα της εποχής μας. Σε όλες τις περιπτώσεις η αρχαιολογική μελέτη θα προη¬γείται της αποκατάστασης και θα την ακολουθεί.
i. Όταν οι παραδοσιακές τεχνικές αποδεικνύονται ανεπαρκείς, η στερέωση ενός μνημείου μπορεί να εξασφαλιστεί με την προσφυγή σε όλες τις σύγχρονες τεχνικές συντήρησης και κατασκευής, που η αποτελεσματικό¬τητά τους θα έχει αποδειχθεί από τα επιστημονικά δεδομένα και τις οποίες θα εγγυάται η πείρα της εφαρμογής τους.
ii. Οι αξιόλογες προσθήκες όλων των εποχών στη σημερινή υπόσταση ενός μνημείου πρέπει να γίνουν σεβαστές, γιατί ο σκοπός της αποκατάστασής του δεν είναι η ενότητα του αρχικού ρυθμού. Όταν ένα κτίριο φέρνει υπερκείμενες φάσεις διαφόρων εποχών, η επαναφορά στην αρχική του κατάσταση δεν δικαιολογείται παρά μόνο κατ’ εξαίρεση. Αν, δηλαδή, τα στοιχεία που θα αφαιρεθούν έχουν πολύ μικρή σημασία και η σύνθεση που θα αποκαλυφθεί είναι μεγάλης ιστορικής σημασίας ή μεγάλης αισθη¬τικής και αρχιτεκτονικής αξίας κι ακόμη αν η κατάσταση της διατήρησης του μνημείου κριθεί ικανοποιητική. Η κρίση σχετικά με την αξιολόγηση των μεταγενέστερων στοιχείων και η απόφαση για την απάλειψή τους, δεν θα πρέπει να εξαρτώνται μόνο από το άτομο που ανέλαβε τη μελέτη του έργου.
iii. Τα στοιχεία που προορίζονται να αντικαταστήσουν τμήματα του μνημείου που έχουν καταστραφεί, πρέπει να ενσωματώνονται αρμονικά στο σύνο¬λο, αλλά και να διακρίνονται από τα αυθεντικά μέρη, έτσι ώστε να μην πλαστογραφούνται τα καλλιτεχνικά και ιστορικά τεκμήρια του έργου.
iv. Οι προσθήκες δεν μπορούν να γίνουν ανεκτές παρά μόνο αν σέβονται όλα τα ενδιαφέροντα μέρη του κτιρίου, το παραδοσιακό του πλαίσιο, την ισορροπία της σύνθεσής του και τις σχέσεις του με τον περιβάλλοντα χώρο.

Μνημειακά σύνολα:
14. Τα μνημειακά σύνολα πρέπει να γίνουν αντικείμενο ειδικών φροντίδων για να διασωθεί η ακεραιότητά τους και να εξασφαλιστεί η εξυγίανσή τους, η διαρρύθμιση και η αξιοποίησή τους. Οι εργασίες για τη συντήρη¬ση και την αποκατάστασή τους πρέπει να εμπνέονται από τις αρχές που διατυπώνονται στα προηγούμενα άρθρα.
Ανασκαφές:
15. Οι ανασκαφές πρέπει να γίνονται σύμφωνα με επιστημονικούς κανόνες και καθώς ορίζουν οι «συστάσεις για τους διεθνείς όρους που πρέπει να εφαρμόζονται στις αρχαιολογικές ανασκαφές», τις οποίες υιοθέτησε η UNESKO το 1956. Επιβάλλεται να γίνεται διευθέτηση των ερειπίων και να λαμβάνονται τα αναγκαία μέτρα για τη συντήρηση και τη μόνιμη προστασία των αρχιτεκτονικών στοιχείων και των ευρημάτων. Εξάλλου θα είναι ευπρόσδεκτη κάθε πρωτοβουλία που θα διευκολύνει την κατανό¬ηση κάθε μνημείου χωρίς να παραμορφώνει τη σημασία του. Ωστόσο, κάθε εργασία ανακατασκευής θα πρέπει να αποκλείεται εκ των προτέρων. Μόνο η αναστήλωση μπορεί να αντιμετωπιστεί, δηλαδή η ανασύνθεση μελών που σώθηκαν αλλά έχουν μετακινηθεί. Οι συμπληρώσεις όμως θα είναι πάντα αναγνωρίσιμες και θα αντιπροσωπεύουν το ελάχιστο που θα απαιτείται, για να εξασφαλιστούν οι συνθήκες συντήρησης του μνημείου και να αποκατασταθεί η μορφολογική του συνέχεια.
Τεκμηρίωση και δημοσιεύσεις:
Οι εργασίες συντήρησης αποκατάστασης και ανασκαφής θα πρέπει να βασίζονται σε εξακριβωμένη τεκμηρίωση, δηλαδή σε αναλυτικές και κρι¬τικές εκθέσεις, εικονογραφημένες με σχέδια και φωτογραφίες. Όλες οι φάσεις των εργασιών για την απάλειψη νεώτερων στοιχείων, τη στερέωση την ανασύνθεση και την ένταξη νέων (στοιχείων) καθώς και όλα τα τεχνι¬κά και μορφολογικά στοιχεία που θα εξακριβώνονται κατά τη διάρκεια των εργασιών θα πρέπει να καταγράφονται λεπτομερειακά. Αυτή η τεκμηρίω¬ση θα κατατίθεται στα αρχεία ενός δημόσιου ιδρύματος και θα είναι προ¬σιτή στους ερευνητές. Συνιστάται η δημοσίευσή τους.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑΙΙ
Η ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΟΥ ΑΜΣΤΕΡΝΤΑΜ
1975
Το συνέδριο του Άμστερνταμ, κορωνίδα του Ευρωπαϊκού Έτους Αρχιτεκτονι-κής Κληρονομάς 1975, που συγκεντρώνει αντιπροσώπους που ήρθαν από κάθε μέρος της Ευρώπης, υποδέχεται θερμά τον Ευρωπαϊκό Χάρτη Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, που δημοσιεύτηκε από την Επιτροπή των Υπουργών του Συμβου-λίου της Ευρώπης, ο οποίος Χάρτης αναγνωρίζει ότι η μοναδική αρχιτεκτονική της Ευρώπης είναι η κοινή κληρονομιά όλων των λαών της και επιβεβαιώνει την πρόθεση των κρατών-μελών να συνεργαστούν μεταξύ τους και με άλλα ευρωπαϊ-κά κράτη για να την προστατεύσουν.
Με τον ίδιο τρόπο το Συνέδριο βεβαιώνει ότι η αρχιτεκτονική κληρονομιά της Ευρώπης είναι εξολοκλήρου μέρος της πολιτιστικής κληρονομιάς όλου του κόσμου και σημειώνει με ικανοποίηση την αμοιβαία υποχρέωση να ευνοήσουν τη συνεργασία και τις ανταλλαγές στον τομέα του πολιτισμού που περιέχεται στην τελική πράξη της Συνδιάσκεψης για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη, που υιοθετήθηκε στο Ελσίνκι τον Ιούλιο αυτού του χρόνου.
Κρίνοντας αυτό, το Συνέδριο τονίζει τις ακόλουθες σημαντικές παρατηρή¬σεις:
1 Εκτός από την ανεκτίμητη πολιτιστική της αξία, η αρχιτεκτονική κλη-ρονομιά της Ευρώπης οδηγεί όλους τους Ευρωπαίους να αποκτήσουν συνείδηση μιας κοινότητας ιστορίας και μοίρας. Η διατήρησή της λοιπόν αποκτά μια ζωτική σημασία.
2. Αυτή η κληρονομιά περιλαμβάνει όχι μόνο κτίρια μεμονωμένα, εξαιρετι-κής αξίας και το περιβάλλον τους, αλλά επίσης τα συγκροτήματα, συνοι¬κίες πόλεων και χωριά, που παρουσιάζουν ένα ενδιαφέρον ιστορικό και πολιτιστικό.
Επειδή αυτοί οι θησαυροί αποτελούν το κοινό αγαθό όλων των λαών της Ευρώπης, έχουν αυτοί οι λαοί την κοινή υποχρέωση και να τους προστα¬τεύσουν από αυξανόμενους κινδύνους που τους απειλούν-αμέλεια και ερείπωση, αυθαίρετη κατεδάφιση, νέες μη εναρμονιζόμενες κατασκευές και υπερβολική κυκλοφορία.
Η διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς πρέπει να θεωρείται όχι ένα πρόβλημα περιθωριακό, αλλά ένας μείζων αντικειμενικός σκοπός της αστικής σχεδιοποίησης και της χωροταξίας.
Οι τοπικές αρχές, στις οποίες ανήκει η πλειοψηφία των σπουδαίων απο-φάσεων που αφορούν τη χωροταξία, είναι ιδιαίτερα υπεύθυνες για την προστασία της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και πρέπει να αλληλοβοη¬θούνται με ανταλλαγές σκέψεων.
Η αποκατάσταση των παλιών συνοικιών πρέπει να γίνεται κατανοητή και να πραγματοποιείται όσο είναι δυνατόν, χωρίς σοβαρή τροποποίηση της κοινωνικής σύνθεσης των  διαμενόντων κατοίκων και με τέτοιον τρόπο ώστε όλα τα στρώματα της κοινωνίας να ωφελούνται από μια επιχείρηση που χρηματοδοτείται από δημόσια κεφάλαια.
Τα αναγκαία νομοθετικά και διοικητικά μέτρα πρέπει να ενισχυθούν και να γίνουν πιο δραστικά σε όλες τις χώρες.
Για να αντιμετωπιστούν τα έξοδα της κατασκευής, της διευθέτησης και της διατήρησης των κτιρίων και τοποθεσιών αρχιτεκτονικού και ιστορι¬κού ενδιαφέροντος πρέπει να τεθεί στη διάθεση των τοπικών αρχών και των ατομικών ιδιοκτητών μια κατάλληλη οικονομική βοήθεια. Εξάλλου,
για αυτούς τους τελευταίους θα έπρεπε να προβλεφθούν ανακουφίσεις φορολογικές.
Η αρχιτεκτονική κληρονομιά δεν θα επιζήσει, παρά μόνο εάν εκτιμηθεί από το κοινό και ιδίως από τις νέες γενιές. Πρέπει λοιπόν τα μορφωτικά προγράμματα, σε όλα τα επίπεδα να ασχοληθούν περισσότερο με αυτή.

Υπάρχει θέμα να ενθαρρυνθούν οι ιδιωτικές οργανώσεις, διεθνείς, εθνικές και τοπικές, που συνεισφέρουν στο να διεγείρουν το ενδιαφέρον του κοι¬νού.
Επειδή η σημερινή αρχιτεκτονική είναι η αυριανή κληρονομιά, πρέπει να γίνεται το παν για να εξασφαλιστεί μια σύγχρονη αρχιτεκτονική υψηλής ποιότητας.

Εφόσον η επιτροπή των Υπουργών αναγνώρισε, στον Ευρωπαϊκό Χάρτη της Αρχιτεκτονικής Κληρονομιάς, ότι ανήκει στο Συμβούλιο της Ευρώπης να εξασφαλίσει τη συνοχή της πολιτικής των κρατών-μελών του και να προωθήσει την αλληλεγγύη τους, είναι σημαντικό να εγκαθιδρυθούν περι¬οδικές σχέσεις για την κατάσταση προώθησης των εργασιών αρχιτεκτονι¬κής διατήρησης στις ευρωπαϊκές χώρες, με μια μορφή η οποία να επιτρέ¬πει την ανταλλαγή των εμπειριών.
Το Συνέδριο κάνει έκκληση στις κυβερνήσεις, κοινοβούλια, πνευματικά και πολιτιστικά ιδρύματα, επαγγελματικά ινστιτούτα, εμπορικές και βιομηχανικές επιχειρήσεις, ιδιωτικές ενώσεις και σε κάθε πολίτη να προσφέρουν ολόπλευρη υποστήριξη στους σκοπούς της Διακήρυξης και να κάνουν το παν για να εξασφα-λίσουν την εφαρμογή της.
Μόνο έτσι θα διατηρηθεί η αναντικατάστατη αρχιτεκτονική κληρονομιά της Ευρώπης, για τον εμπλουτισμό της ζωής όλων των λαών της, για το παρόν και το μέλλον.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ IΙΙ
ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ ΤΩΝ ΗΝΩΜΕΝΩΝ ΕΘΝΩΝ ΓΙΑ ΤΟ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Ρίο Ιανέιρο, 13 Ιουνίου 1992
Η Διάσκεψη των Ηνωμένων Εθνών για το Περιβάλλον και την Ανάπτυ¬ξη, η οποία συνεκλήθη στο από τις 3 έως τις 14 Ιουνίου 1992,
Επιβεβαιώνοντας τη Διακήρυξη της Διάσκεψης των Ηνωμένων Εθνών για το Ανθρώπινο Περιβάλλον, η οποία υιοθετήθηκε στη Στοκχόλμη στις 16 Ιουνίου1972, και επιζητώντας να την επεκτείνει,
Στοχεύοντας στην εγκαθίδρυση ενός παγκόσμιου δικτύου συνεργασίας πάνω σε δίκαιες βάσεις, μέσω της δημιουργίας νέων επιπέδων συνεργασίας ανάμεσα στα Κράτη, στους κοινωνικούς τομείς-κλειδιά και στους ανθρώπους,
Εργαζόμενη για την εκπόνηση διεθνών συμφωνιών που σέβονται τα συμφέ-ροντα όλων και προστατεύουν την ακεραιότητα του παγκόσμιου περιβάλλοντος και αναπτυξιακού συστήματος,
Αναγνωρίζοντας την αναπόσπαστη και αλληλένδετη φύση της Γης, του σπι-τιού μας,
Διακηρύττει ότι:
Αρχή 1
Τα ανθρώπινα όντα βρίσκονται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος για διαρκή ανάπτυξη. Δικαιούνται μια υγιή και παραγωγική ζωή που βρίσκεται σε αρμονία με τη φύση.
Αρχή 2
Τα Κράτη, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων εθνών και τις αρχές του δι-εθνούς δικαίου, έχουν το κυρίαρχο δικαίωμα να εκμεταλλεύονται τους δικούς τους πόρους, ακολουθώντας τις δικές τους περιβαλλοντικές και αναπτυξιακές πο¬λιτικές, αλλά και την ευθύνη να εξασφαλίζουν ότι οι δραστηριότητες εντός των ορίων της δικαιοδοσίας ή ελέγχου τους δεν προκαλούν καταστροφές στο περι¬βάλλον άλλων Κρατών ή περιοχών εντός των ορίων της εθνικής δικαιοδοσίας.
Αρχή 3
Το δικαίωμα στην ανάπτυξη πρέπει να εκπληρώνεται έτσι ώστε να αντα-ποκρίνεται με δίκαιο τρόπο στις αναπτυξιακές και περιβαλλοντικές ανάγκες των σημερινών και μελλοντικών γενεών.
Αρχή 4
Βάσει του στόχου για την επίτευξη διαρκούς ανάπτυξης, η περιβαλλοντική προστασία θα αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της αναπτυξιακής διαδικασίας και δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται ξεχωριστά από αυτήν.
Αρχή 5
Όλα τα Κράτη και όλοι οι άνθρωποι θα συμμετάσχουν στο ουσιαστικής ση-μασίας έργο για την εξάλειψη της φτώχειας, έργο που αποτελεί απαραίτητη προ-ϋπόθεση για διαρκή ανάπτυξη, έτσι ώστε να μειώσουν τις ανισότητες του βιοτι¬κού επιπέδου και να ανταποκριθούν καλύτερα στις ανάγκες της πλειονότητας των ανθρώπων του κόσμου.
Αρχή 6
Η ιδιαίτερη θέση και οι ιδιαίτερες ανάγκες των αναπτυσσόμενων χωρών, και κυρίως των λιγότερο ανεπτυγμένων και εκείνων που είναι περισσότερο ευάλωτες περιβαλλοντικά, θα τύχουν ιδιαίτερης μεταχείρισης. Οι διεθνείς πράξεις στο πε¬δίο του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης θα πρέπει να ανταποκρίνονται επίσης στα συμφέροντα και τις ανάγκες όλων των χωρών.
Αρχή 7
Τα Κράτη θα συνεργάζονται υπό πνεύμα αλληλεγγύης για να διατηρούν, να προστατεύουν και να αποκαθιστούν την ακεραιότητα του οικοσυστήματος της Γης. Με δεδομένο το διαφορετικό βαθμό συμμετοχής στην παγκόσμια περιβαλ¬λοντική υποβάθμιση, τα Κράτη έχουν κοινές αλλά διαφοροποιημένες ευθύνες. Οι αναπτυγμένες χώρες αναγνωρίζουν την ευθύνη που φέρουν για την προώθηση της διαρκούς ανάπτυξης σε  διεθνές επίπεδο, με δεδομένες τις πιέσεις που ασκούν οι κοινωνίες τους στο παγκόσμιο περιβάλλον, αλλά και τις τεχνολογικές δυνατό¬τητες και τους οικονομικούς πόρους που διαθέτουν.
Αρχή 8
Τα Κράτη θα πρέπει να μειώσουν ή να εξαλείψουν τα μη βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης και να προωθήσουν τις κατάλληλες δημογραφικές πολιτικές, έτσι ώστε να πετύχουν μια διαρκή ανάπτυξη καθώς και υψηλότερη ποιότητα ζωής για όλους τους ανθρώπους.
Αρχή 9
Τα Κράτη θα πρέπει να συνεργάζονται για να ενισχύσουν τις ενδογενείς δυνα-τότητες για διαρκή ανάπτυξη, βελτιώνοντας την επιστημονική συνεργασία μέσω ανταλλαγών επιστημονικών και τεχνικών γνώσεων, αλλά και προωθώντας την ανάπτυξη, την υιοθέτηση, διασπορά και μεταφορά τεχνολογίας, περιλαμβανομέ-νων των νέων τεχνολογιών και των τεχνολογιών καινοτομίας.
Αρχή 10
Τα περιβαλλοντικά προβλήματα αντιμετωπίζονται καλύτερα με τη συμμετο¬χή όλων των ενδιαφερομένων πολιτών, στο κατάλληλο επίπεδο. Σε εθνικό επίπε¬δο, κάθε άτομο θα έχει την αρμόζουσα πρόσβαση στην πληροφόρηση που αφορά το περιβάλλον και βρίσκεται στα χέρια των εθνικών αρχών, συμπεριλαμβανομέ¬νων των πληροφοριών για επικίνδυνα υλικά και επικίνδυνες δραστηριότητες στις κοινότητες των ενδιαφερομένων, και θα έχει την ευκαιρία να συμμετέχει στις δια-δικασίες της λήψης των αποφάσεων. Τα Κράτη θα διευκολύνουν τη δημόσια ενη-μέρωση και τη δημόσια συμμετοχή, καθιστώντας ευρέως διαθέσιμες τις σχετικές πληροφορίες. Θα επιτραπεί επίσης αποτελεσματική πρόσβαση σε νομικές και δι-οικητικές διαδικασίες, περιλαμβανομένης της αποκατάστασης αλλά και της επα-νόρθωσης.
Αρχή 11
Τα Κράτη θα ενεργοποιήσουν αποτελεσματική περιβαλλοντική νομοθεσία. Τα περιβαλλοντικά πρότυπα, οι στόχοι περιβαλλοντικής διαχείρισης και οι περι-βαλλοντικές προτεραιότητες θα πρέπει, ανάλογα με την περίπτωση, να αντα-νακλούν το γενικότερο περιβαλλοντικό και αναπτυξιακό πλαίσιο εφαρμογής τους. Τα πρότυπα που ισχύουν σε ορισμένες χώρες μπορεί να είναι ακατάλληλα και να έχουν δυσανάλογα υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος για άλλες χώ¬ρες, ιδιαίτερα για τις αναπτυσσόμενες.
Αρχή 12
Τα Κράτη θα πρέπει να συνεργάζονται για να προωθήσουν ένα ευνοϊκό και ανοιχτό διεθνές οικονομικό σύστημα που θα μπορεί να οδηγήσει σε οικονομική ανάπτυξη και διαρκή ανάπτυξη σε όλες τις χώρες, έτσι ώστε να ανταποκριθούν καλύτερα στο πρόβλημα της περιβαλλοντικής υποβάθμισης. Τα μέτρα εμπορικής πολιτικής που εξυπηρετούν περιβαλλοντικούς στόχους δεν θα πρέπει να αποτε-λούν ένα μέσο για την άσκηση υπερβολικών ή αδικαιολόγητων διακρίσεων ή συγκεκαλυμμένων περιορισμών στο διεθνές εμπόριο. Θα πρέπει να αποφεύγονται οι μονομερείς ενέργειες για την αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προκλήσεων εκτός των ορίων δικαιοδοσίας των θιγόμενων χωρών. Τα περιβαλλοντικά μέτρα που αντιμετωπίζουν διασυνοριακά ή παγκόσμια περιβαλλοντικά προβλήματα θα πρέπει, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό, να βασίζονται σε διεθνή συνέναιση.

Αρχή 13
Τα Κράτη θα αναπτύξουν το διεθνές δίκαιο που αφορά την ευθύνη και την αποζημίωση για τα θύματα της ρύπανσης και άλλων μορφών περιβαλλοντικής ζημίας. Επίσης, τα Κράτη θα συνεργάζονται με ταχύτερο και αποφασιστικότερο τρόπο για την περαιτέρω ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου που αφορά την ευθύνη και την αποζημίωση για τις αρνητικές συνέπειες περιβαλλοντικών καταστροφών, οι οποίες λαμβάνουν χώρα εκτός των ορίων της δικαιοδοσίας τους, αλλά προ-έρχονται από δραστηριότητες εντός των ορίων δικαιοδοσίας ή ελέγχου τους.
Αρχή 14
Τα Κράτη θα πρέπει να συνεργάζονται με αποτελεσματικό τρόπο ώστε να αποθαρρύνουν ή να εμποδίζουν τη μετάθεση και τη μεταφορά προς άλλα Κράτη κάθε δραστηριότητας ή ουσίας που προκαλεί σοβαρή περιβαλλοντική υποβάθμι¬ση ή αποδεικνύεται επιβλαβής για την ανθρώπινη υγεία.
Αρχή 15
Η προληπτική προσέγγιση θα τύχει ευρείας εφαρμογής από τα Κράτη, ανά-λογα με τις δυνατότητες του καθενός, έτσι ώστε να επιτευχθεί η προστασία του περιβάλλοντος. Όπου υφίσταται απειλή σοβαρής ή ανεπανόρθωτης ζημίας, η έλλειψη πλήρους επιστημονικής βεβαιότητας δεν θα χρησιμοποιείται ως αιτιολο¬γία για την αναβολή λήψης δαπανηρών μέτρων που προλαμβάνουν την περιβαλ-λοντική υποβάθμιση.
Αρχή 16
Οι εθνικές αρχές θα πρέπει να επιχειρήσουν να προωθήσουν την εσωτερικο-ποίηση του περιβαλλοντικού κόστους και τη χρήση οικονομικών εργαλείων, λαμβάνοντας υπόψη την προσέγγιση σύμφωνα με την οποία ο ρυπαίνουν θα πρέ-πει, κατ’ αρχήν, να φέρει το κόστος της ρύπανσης με τη δέουσα μέριμνα για το δημόσιο συμφέρον και χωρίς να προκαλείται στρέβλωση του διεθνούς εμπορίου και των διεθνών επενδύσεων.
Αρχή 17
Η αξιολόγηση των περιβαλλοντικών επιπτώσεων θα εφαρμόζεται ως εθνικό εργαλείο στις περιπτώσεις που οι προτεινόμενες δραστηριότητες ενδέχεται να έχουν αξιοσημείωτες αρνητικές επιπτώσεις και υπόκεινται στον έλεγχο των εθνι-κών αρχών.
Αρχή 18
Τα Κράτη θα πληροφορούν αμέσως άλλα Κράτη για την ύπαρξη οποιωνδή-ποτε φυσικών καταστροφών ή άλλων καταστάσεων έκτακτης ανάγκης που ενδέ-χεται να έχουν ξαφνικές και επιβλαβείς συνέπειες για το περιβάλλον των Κρατών αυτών. Η διεθνής κοινότητα θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να βοηθήσει τα Κράτη που θα έχουν πληγεί.
Αρχή 19
Τα Κράτη θα παρέχουν έγκυρη και προληπτικού χαρακτήρα ενημέρωση και πληροφόρηση στα Κράτη που ενδέχεται να πληγούν από δραστηριότητες με αρνητικές διασυνοριακές περιβαλλοντικές συνέπειες, αλλά και θα διαβουλεύ¬ονται με τα Κράτη αυτά σε ένα αρχικό στάδιο και με καλή πίστη.
Αρχή 20
Οι γυναίκες διαδραματίζουν έναν ζωτικής σημασίας ρόλο στην περιβαλ-λοντική διαχείριση και ανάπτυξη. Η πλήρης συμμετοχή τους είναι συνεπώς ζωτι-κής σημασίας για την επίτευξη διαρκούς ανάπτυξης.
Αρχή 21
Θα πρέπει να κινητοποιηθούν η δημιουργικότητα, τα ιδανικά και το σθένος των νέων όλου του κόσμου για να σφυρηλατηθεί ένα παγκόσμιο πνεύμα συνεργα-σίας, έτσι ώστε να επιτευχθεί διαρκής ανάπτυξη και να εξασφαλισθεί για όλους ένα καλύτερο μέλλον.
Αρχή 22
Οι αυτόχθονες πληθυσμοί και οι κοινότητές τους, καθώς και άλλες τοπικές κοινότητες, διαδραματίζουν ένα ρόλο ζωτικής σημασίας στην περιβαλλοντική διαχείριση και ανάπτυξη, χάρη στις γνώσεις που κατέχουν και στις παραδοσιακές πρακτικές που εφαρμόζουν. Τα Κράτη θα πρέπει να αναγνωρίζουν και να υποστηρίζουν δεόντως την ταυτότητα, τον πολιτισμό και τα συμφέροντά τους και να καταστήσουν δυνατή την αποτελεσματική συμμετοχή τους στην επίτευξη δι-αρκούς ανάπτυξης.
Αρχή 23
Τόσο το περιβάλλον όσο και οι φυσικοί πόροι των ανθρώπων που βρίσκονται υπό καθεστώς καταπίεσης θα προστατεύονται.
Αρχή 24
Ο πόλεμος είναι από τη φύση του καταστροφικός για τη διαρκή ανάπτυξη. Τα Κράτη θα σέβονται επομένως το διεθνές δίκαιο, παρέχοντας προστασία στο περιβάλλον σε περιόδους ενόπλων συγκρούσεων, και θα συνεργάζονται, όπως επιβάλλεται, για την περαιτέρω ανάπτυξή του.
Αρχή 25
Η ειρήνη, η ανάπτυξη και η προστασία του περιβάλλοντος είναι έννοιες αλληλοεξαρτώμενες και αδιαίρετες.
Αρχή 26
Τα Κράτη θα επιλύουν όλες τις περιβαλλοντικές τους διαφορές με ειρηνικό τρόπο και με τα κατάλληλα μέσα, σύμφωνα με το Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών.
Αρχή 27
Τα Κράτη και οι άνθρωποι θα συνεργάζονται με καλή πίστη και σε πνεύμα συνεργασίας για την εκπλήρωση των Αρχών που έχουν ενσωματωθεί σε αυτή τη Διακήρυξη, αλλά και για την περαιτέρω ανάπτυξη του διεθνούς δικαίου στο πεδίο της διαρκούς ανάπτυξης.
ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙV
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ ΟΔΗΓΟΥ 21 Ρίο Ιανέιρο, 1992
1. Προοίμιο
ΜΕΡΟΣ Ι. ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΔΙΑΣΤΑΣΕΙΣ
1 Διεθνής συνεργασία για την ενίσχυση της διαρκούς ανάπτυξης στις αναπτυσ¬σόμενες χώρες και οι σχετικές πολιτικές.
2 Καταπολέμηση της φτώχειας.
3 Μεταβολή των καταναλωτικών προτύπων.
4 Δημογραφικές τάσεις και προοπτικές σταθερότητας.
5 Προστασία και προαγωγή των συνθηκών υγιεινής.
6 Προαγωγή της διαρκούς ανάπτυξης των συνθηκών διαμονής.
7 Ενσωμάτωση του περιβάλλοντος και της ανάπτυξης στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.

ΜΕΡΟΣΙΙ. ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ ΚΑΙ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΩΝ ΑΝΑΠΤΥΞΙΑΚΩΝ ΠΟΡΩΝ
1 Προστασία της ατμόσφαιρας.
2 Ολοκληρωμένη προσέγγιση για τον σχεδιασμό και τη διαχείριση των χερσαί¬ων πόρων.
3 Καταπολέμηση της αποψίλωσης των δασών.
4 Διαχείριση ευαίσθητων οικοσυστημάτων: καταπολέμηση της ερήμωσης και της ανομβρίας.
5 Διαχείριση ευαίσθητων οικοσυστημάτων: διαρκής ανάπτυξη των ορεινών εκτάσεων.
6 Προώθηση της διαρκούς αγροτικής και αστικής ανάπτυξης.
7 Προστασία της βιολογικής ποικιλότητας
8 Περιβαλλοντικά υγιής διαχείριση της βιοτεχνολογίας.
9 Προστασία των ωκεανών, όλων των ειδών των θαλασσών, περιλαμβανομέ¬νων των κλειστών και ημίκλειστων θαλασσών, αλλά και των ακτών, καθώς και ορθολογική χρήση και ανάπτυξη των έμβιων πόρων τους.
10 Προστασία της ποιότητας και των αποθεμάτων των μικρών υδατικών πηγών: εφαρμογή ολοκληρωμένων προσεγγίσεων για την ανάπτυξη, τη διαχείριση και τη χρήση των υδατικών πόρων.
11 Περιβαλλοντικά υγιής διαχείριση των τοξικών χημικών ουσιών, συμπεριλαμ¬βανομένης της πρόληψης της διεθνούς διακίνησης τοξικών και επικίνδυνων προϊ¬όντων.
12 Περιβαλλοντικά υγιής διαχείριση των αποβλήτων, περιλαμβανομένης της πρόληψης της παράνομης διεθνούς διακίνησης αποβλήτων.
13 Περιβαλλοντικά υγιής διακίνηση των στερεών αποβλήτων, καθώς και των προβλημάτων που αφορούν υδατικά λύμματα.
14 Ασφαλής και περιβαλλοντικά υγιής διαχείριση των ραδιενεργών αποβλήτων.

ΜΕΡΟΣΙΙΙ: ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΡΟΛΟΥ ΣΗΜΑΝΤΙΚΩΝ ΟΜΑΔΩΝ
1 Προοίμιο.
2 Παγκόσμια δραστηριοποίηση των γυναικών για τη διαρκή και δίκαιη ανάπτυξη.
3 Τα παιδιά και οι νέοι στα πλαίσια της διαρκούς ανάπτυξης.
4 Αναγνώριση και ενίσχυση του ρόλου των αυτοχθόνων πληθυσμών και των κοινοτήτων τους.
5 Ενίσχυση του ρόλου των μη κυβερνητικών οργανισμών: συνεργάτες για την επίτευξη διαρκούς ανάπτυξης.
6 Πρωτοβουλίες των τοπικών αρχών που υποβοηθούν τον Οδηγό 21.
7 Ενίσχυση του ρόλου των εργατών και των εργατικών ενώσεων.
8 Ενίσχυση του ρόλου των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας.
9 Επιστημονική και τεχνολογική κοινότητα.

10        Ενίσχυση του ρόλου των αγροτών.
ΜΕΡΟΣ IV: ΜΕΣΑΕΦΑΡΜΟΓΗΣ
1 Οικονομικοί πόροι και μηχανισμοί.
2 Υποστήριξη και προώθηση της πρόσβασης στην τεχνολογία, καθώς και της μεταφοράς τεχνολογίας.
3 Η επιστήμη στην υπηρεσία της διαρκούς ανάπτυξης.
4 Προώθηση της παιδείας.
5 Εθνικοί μηχανισμοί και διεθνής συνεργασία για την αξιοποίηση του δυναμι¬κού των αναπτυσσόμενων χωρών.
6 Διεθνείς θεσμικές ρυθμίσεις.
7 Διεθνή νομικά όργανα και μηχανισμοί.
8 Ενημέρωση και λήψη αποφάσεων.


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ V
Ο ΧΑΡΤΗΣ ΤΗΣ ΓΗΣ
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΜΗ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟΥΣ
ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥΣ ΠΟΥ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΘΗΚΑΝ ΣΤΟ RIO DE JANEIRO
ΑΠΟΤΙΣ 3 ΕΩΣΤΙΣ 14 ΙΟΥΝΙΟΥ 1992
ΠΡΟΟΙΜΙΟ
Είμαστε η Γη, οι άνθρωποι, τα φυτά και τα ζώα, οι βροχές και οι ωκεανοί, τα θαλάσσια ρεύματα και η ανάσα του δάσους. Τιμούμε τη Γη, το σπίτι όλων των ζωντανών οργανισμών. Σεβόμαστε και αγαπάμε την ομορφιά της Γης και την πολυμορφία της ζωής. Χαιρετίζουμε την ικανότητα της Γης να ανανεώνεται, ικανότητα που αποτελεί τη βάση όλων των μορφών ζωής. Αναγνωρίζουμε την ιδιαίτερη θέση των Λαών της Γης, των περιοχών τους, των εθίμων τους, καθώς και τη μοναδική τους σχέση με τη Γη. Μας συγκλονίζουν ο ανθρώπινος πόνος, η φτώχεια και οι καταστροφές που προξενούνται στη Γη εξαιτίας της ανισότητας της ισχύος. Δεχόμαστε τη συλλογική μας ευθύνη για την προστασία και την αποκατάσταση της Γης και για τη σοφή και δίκαιη χρήση των πόρων της, ώστε να επιτευχθεί οικολογική ισορροπία και να καθιερωθούν νέες κοινωνικές, οικονομικές και πνευματικές αξίες. Παρά τις διαφορές μας, είμαστε όλοι μέρη της ίδιας οντότητας. Το κοινό μας σπίτι βρίσκεται υπό αυξανόμενη απειλή. Δεσμευόμαστε επομένως να τηρούμε τις αρχές που ακολουθούν, ταυτίζοντας σε κάθε περίπτωση τις ιδιαίτερες ανάγκες των γυναικών, των γηγενών πληθυσμών, του Νότου, των μειονεκτικών ατόμων και όλων όσων βρίσκονται σε μειονεκτική θέση:
ΑΡΧΕΣ
1. Συμφωνούμε να σεβόμαστε, να ενισχύουμε, να προστατεύουμε και να αποκαθιστούμε τα οικοσυστήματα της Γης για να διασφαλίσουμε τη βιολογική και πολιτιστική ποικιλομορφία.
2. Αναγνωρίζουμε τις διαφορές μας, αλλά και τις κοινές μας καταβολές. Σε-βόμαστε όλες τις μορφές πολιτισμού και επιβεβαιώνουμε το δικαίωμα όλων των ανθρώπων στην ικανοποίηση των βασικών περιβαλλοντικών αναγκών.
3. Η φτώχεια μας πλήττει όλους. Συμφωνούμε να μεταβάλουμε τα βιώσιμα πρότυπα παραγωγής και κατανάλωσης, ώστε να πετύχουμε την εξάλειψη της φτώχειας και να δώσουμε τέλος στο βιασμό της Γης. Οι πρωτοβουλίες για την επίτευξη του στόχου αυτού θα πρέπει να περιλαμβάνουν την αναγνώριση της ση¬μαντικής επίδρασης που ασκούν στην διόγκωση του προβλήματος το χρέος του Νότου και οι χρηματικές ροές από το Νότο προς το Βορρά, αλλά και η χλιδή και η διαφθορά. Θα δώσουμε έμφαση στις ενδογενείς δυνατότητες για ανάπτυξη και δημιουργία τεχνολογίας και θα τις ενισχύσουμε. Οι προσπάθειες για την εξάλειψη της φτώχειας δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως έναυσμα για το βιασμό του περιβάλλοντος, ενώ παράλληλα οι προσπάθειες για την προστασία και την απο¬κατάσταση του περιβάλλοντος δεν θα πρέπει να παραγνωρίζουν βασικές ανθρώ¬πινες ανάγκες.
4. Αναγνωρίζουμε ότι τα εθνικά σύνορα δεν ανταποκρίνονται σε γενικές γραμμές στην οικολογική πραγματικότητα της Γης. Η εθνική κυριαρχία δεν ση¬μαίνει ασυλία από τη συλλογική μας ευθύνη για την προστασία και την αποκα¬τάσταση της ισορροπίας των γήινων οικοσυστημάτων. Οι εμπορικές πρακτικές και οι διεθνείς εταιρείες δεν πρέπει να προκαλούν περιβαλλοντική υποβάθμιση και θα πρέπει να ελέγχονται, έτσι ώστε να επιτευχθεί κοινωνική δικαιοσύνη, δί¬καιο εμπόριο, αλλά και εναρμονισμός με τις αρχές της οικολογίας.
5. Απορρίπτουμε τη συγκέντρωση και τη χρήση στρατιωτικής ισχύος, καθώς και τη χρησιμοποίηση οικονομικών πιέσεων ως μέσων επίλυσης των συγκρούσε¬ων. Αναλαμβάνουμε τη δέσμευση να επιδιώξουμε την αυθεντική ειρήνη, η οποία δεν είναι απλώς η απουσία του πολέμου, αλλά περιλαμβάνει και την εξάλειψη της φτώχειας, την προαγωγή της κοινωνικής δικαιοσύνης, καθώς και της οικονομι¬κής, πολιτιστικής και οικολογικής ευημερίας.
6. Συμφωνούμε να εξασφαλίσου με το σαφή καθορισμό, το διαφανή, δίκαιο και προσιτό χαρακτήρα και τη σταθερότητα των διαδικασιών λήψης αποφάσεων και των κριτηρίων που τις συνοδεύουν. Όσοι λαμβάνουν αποφάσεις ή προβαί¬νουν σε δραστηριότητες που ενδέχεται να επηρεάσουν το περιβάλλον πρέπει κατ’ αρχήν να αποδεικνύουν τις καλές τους προθέσεις. Όσοι διατρέχουν τον κίνδυνο να επηρεαστούν δυσμενώς από ανάλογες πράξεις, κυρίως οι πληθυσμοί του Νό¬του και αυτοί που ζουν υπό συνθήκες υποτέλειας στα πλαίσια των υφιστάμενων Κρατών, θα πρέπει να έχουν ελεύθερη πρόσβαση στην πληροφόρηση και να συμ¬μετέχουν ενεργά στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων.
7. Τα Κράτη, οι θεσμοί, οι επιχειρήσεις και οι λαοί συμβάλλουν σε διαφορε-τικό βαθμό στη μόλυνση του περιβάλλοντος και στη βίωση της περιβαλλοντικής υποβάθμισης, ενώ έχουν σε διαφορετικό βαθμό την ικανότητα να αντιδρούν στην καταστροφή του περιβάλλοντος. Παρ’ ότι όλοι οι παραπάνω είναι υπεύθυνοι για τη βελτίωση της ποιότητας του περιβάλλοντος, όσοι οικειοποιήθηκαν ή σπατά¬λησαν την πλειονότητα των πόρων της Γης ή συνεχίζουν να πράττουν ανάλογα πρέπει να πάψουν ή να μειώσουν τέτοιες δραστηριότητες και να φέρουν το βάρος της περιβαλλοντικής αποκατάστασης, παρέχοντας την πλειονότητα των σχετικών οικονομικών και τεχνολογικών πόρων.
8. Οι γυναίκες αποτελούν πάνω από το μισό του πληθυσμού της Γης. Είναι μια σημαντική πηγή αλλαγών. Καταβάλλουν περισσότερες από τις μισές προσπά¬θειες για την επίτευξη της ανθρώπινης ευημερίας. Οι άνδρες και οι γυναίκες συμφωνούν ότι η θέση  των γυναικών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων και στο κοινωνικό γίγνεσθαι πρέπει να αντανακλά τη συνεισφορά τους με δίκαιο τρόπο. Πρέπει να μεταπηδήσουμε από μια ανδροκρατούμενη κοινωνία σε μια νέα κοινω¬νία που αντανακλά με μεγαλύτερη ακρίβεια τη συμβολή των ανδρών και των γυναικών στην ανθρώπινη και την οικολογική ευημερία.

Έχουμε συνειδητοποιήσει ότι οι απειλές για τη βιόσφαιρα, η ύπαρξη της οποίας καθιστά δυνατή τη ζωή στη Γη, έχουν αυξηθεί σε τέτοιο βαθμό ως προς τη συχνότητα, την ένταση και την κλίμακα, ώστε η αδράνεια να ισοδυναμεί πλέον με αμέλεια.
ΣΧΕΔΙΟ ΔΡΑΣΗΣ ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΗΣ ΓΗΣ
1. Θα υιοθετήσουμε το πνεύμα και τις αρχές του Χάρτη της Γης, τόσο σε ατομικό επίπεδο, όσο και μέσω συγκεκριμένων δράσεων στα πλαίσια των Μη Κυβερνητικών Οργανισμών μας.
2. Θα χρησιμοποιήσουμε τους υπάρχοντες μηχανισμούς και / ή θα δημιουργή¬σουμε ένα διεθνές δίκτυο των μέχρι τώρα συμβαλλόμενων για τη διάδοση του Χάρτη της Γης ως κειμένου αρχών για τη δράση σε τοπικό, εθνικό και παγκόσμιο επίπεδο.

3. Ο Χάρτης της Γης θα μεταφραστεί σε όλες τις γλώσσες τη Γης.
Θα επιδοθούμε στην προετοιμασία του «ΣΤΟΧΟΥ 1995», σύμφωνα με τον οποίο τα Ηνωμένα Έθνη θα υιοθετήσουν τον Χάρτη αυτόν όταν θα γιορτά¬ζουν την πεντηκοστή τους επέτειο.
Οι Μη Κυβερνητικοί Οργανισμοί όλου του κόσμου θα ξεκινήσουν μια συνδυασμένη εκστρατεία με τίτλο «ΕΙΜΑΣΤΕ Η ΓΗ», η οποία θα διαρκέσει ως το 1995 και ως την υιοθέτηση του Χάρτη αυτού από τα Ηνωμένα Έθνη.
Κάθε άτομο, οργανισμός, εταιρία και κράτος θα αφιερώσει ένα ποσοστό του τρέχοντος προϋπολογισμού του και των κερδών του ως «Ποσοστό για τη Γη», που θα αφιερωθεί στην αναμόρφωση, στην προστασία και στη διαχείριση των οικοσυστημάτων της Γης, καθώς και στην προώθηση της ανάπτυξης με δίκαιο τρόπο.
Καλούμε τη σύγκλιση μιας νέας Παγκόσμιας Συνάντησης, η οποία θα λάβει χώρα το 1995 για να αξιολογήσει και να επιβεβαιώσει τη δέσμευσή μας στις σχέσεις που αναπτύχθηκαν, στα επιτεύγματα που ολοκληρώθηκαν και στους στόχους που τέθηκαν σε αυτήν την «Παγκόσμια Συνάντηση του 1992».

ΣΥΜΦΩΝΟΥΜΕ ΝΑ ΤΗΡΟΥΜΕ ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ ΑΥΤΟΝ ΓΙΑ ΟΛΗ ΜΑΣ ΤΗ ΖΩΗ
ΟΝΟΜΑ                        ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ                           ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ





ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VI
ΧΑΡΤΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗ ΒΙΩΣΙΜΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
Παγκόσμιο Συνέδριο στο Λανθαρότε, Κανάριοι Νήσοι Ισπανίας, 1995
Αναγνωρίζοντας ότι ο τουρισμός είναι ένα παγκόσμιο φαινόμενο που επηρε¬άζει τις υψηλότερες και βαθύτερες επιθυμίες όλων των ανθρώπων, και συγχρόνως αποτελεί σημαντικό στοιχείο για την κοινωνικοοικονομική και την πολιτική ανάπτυξη πολλών χωρών και ότι συμβάλλει θετικά σε αυτήν, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να προκαλέσει υποβάθμιση του περιβάλλοντος και απώλεια της τοπικής ταυτότητας, επιβάλλεται μια ολοκληρωμένη προσέγγιση του τρόπου με τον οποίο θα αναπτυχθεί. Βασικές αρχές και στόχοι για μια προσέγγιση του τουρισμού από τη σκοπιά της βιώσιμης ανάπτυξης είναι:
Βιωσιμότητα στην τουριστική ανάπτυξη σημαίνει ότι θα πρέπει να είναι φιλική προς το περιβάλλον στο παρόν και το μέλλον, καθώς και οικονομικά βιώσιμη και κοινωνικά δίκαιη για τις τοπικές κοινω¬νίες.
Ο τουρισμός θα πρέπει να εναρμονίζεται με το φυσικό, πολιτισμικό και ανθρώπινο περιβάλλον.
Ο τουρισμός θα πρέπει να ενδιαφέρεται για τις επιπτώσεις στην πο¬λιτισμική κληρονομιά και την παράδοση της τοπικής κοινωνίας.
Μια ενεργός συμμετοχή του τουρισμού στη βιώσιμη ανάπτυξη προ¬ϋποθέτει κοινές δράσεις και συμμετοχή όλων των φορέων του δημό¬σιου και ιδιωτικού τομέα, καθώς και αποτελεσματικούς μηχανισ¬μούς συντονισμού σε όλα τα επίπεδα (τοπικό, περιφερειακό, εθνικό, κλπ.).
Η προστασία και ανάδειξη του φυσικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος απαιτεί συνεργασία για πολιτισμικές, τεχνολογικές και επαγγελματικές-οργα-νωτικές καινοτομίες, ιδίως στην ανάπτυξη εργαλείων ολοκληρωμένου σχεδι¬ασμού και διαχείρισης της τουριστικής ανάπτυξης:
Πρωτεύοντες στόχοι στην τουριστική ανάπτυξη θα πρέπει να εί¬ναι η διατήρηση του τουριστικού προορισμού και η ικανότητα της εξυπηρέτησης των τουριστών στο πλαίσιο μιας στρατηγικής για τη βιώσιμη ανάπτυξη.
Ο τουρισμός θα πρέπει να βασίζεται στην αύξηση των ευκαιριών για τις τοπικές κοινωνίες, συμβάλλοντας στο μέγιστο στην τοπι¬κή οικονομία.
Η κεντρική διοίκηση και οι συναφείς με τη συμμετοχή της τοπι¬κής αυτοδιοίκησης και των μη κυβερνητικών οργανώσεων φο¬ρείς θα πρέπει να αναλάβουν δράση που θα συμβάλλει στον ολοκληρωμένο σχεδιασμό της τουριστικής ανάπτυξης.
Προτεραιότητα θα πρέπει να δίνεται στις δράσεις που προστασία και ανάδειξη του περιβάλλοντος και στους μηχανισμούς ενσω¬μάτωσης του περιβαλλοντικού κόστους στις επενδύσεις και παρεμβάσεις για τον τουρισμό.
Οι περιβαλλοντικά και πολιτισμικά ευαίσθητες περιοχές θα πρέ¬πει να τύχουν ιδιαίτερης μέριμνας.
Στην αναζήτηση εναλλακτικών μορφών τουρισμού προτεραιότη¬τα θα πρέπει να δοθεί σε εκείνες που συμβάλλουν σε μια προοπτι¬κή βιώσιμης ανάπτυξης με σεβασμό στο φυσικό και το πολι¬τισμικό περιβάλλον.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στη διάδοση και την ανταλ¬λαγή εμπειριών και γνώσης για δράσεις και τεχνολογίες που ενσωματώνουν τον τουρισμό στη στρατηγική της βιώσιμης ανάπτυξης.
Η πολιτική βιώσιμης ανάπτυξης στον τουρισμό απαιτεί την υποστήριξη και την προώθηση περιβαλλοντικά φιλικών συστη¬μάτων διαχείρισης του τουρισμού.
Ιδιαίτερη προσοχή θα πρέπει να δοθεί στο ρόλο και τις επιπτώ¬σεις στο περιβάλλον των μεταφορών, στην αξιοποίηση εναλ¬λακτικών μορφών ενέργειας και στη διαχείριση αποβλήτων.
Η υιοθέτηση και εφαρμογή περιβαλλοντικά φιλικής δεοντολογί¬ας είναι σημαντική για όλους τους δρώντες στον τουρισμό.
Η ευαισθητοποίηση όλων είναι σημαντική για την εφαρμογή των παραπάνω αρχών και στόχων.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VII
Η ΧΑΡΤΑ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ Μεξικό, 1999
ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ ΣΕ ΠΕΡΙΟΧΕΣ ΜΕ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ
ΓΕΝΙΚΕΣ ΑΡΧΕΣ ΤΗΣ ΧΑΡΤΑΣ
Η φυσική και πολιτιστική κληρονομιά, με την ευρύτερη έννοια, ανήκει σε όλους. Όλοι έχουμε το δικαίωμα και την υποχρέωση να κατανοούμε, να εκτιμού-με και να διατηρούμε τις παγκόσμιες αξίες της.
Στην ευρεία έννοια του όρου «κληρονομιά» περιλαμβάνεται τόσο το φυσικό όσο και το πολιτιστικό περιβάλλον. Συμπεριλαμβάνονται ακόμα σε αυτήν τοπία, ιστορικοί χώροι, τοποθεσίες και δομημένο περιβάλλον, καθώς και η βιοποικιλό-τητα, οι συλλογές, οι παλιές και συνεχιζόμενες πολιτιστικές πρακτικές, η γνώση και οι ζωντανές εμπειρίες. Στην πολιτιστική κληρονομιά καταγράφεται και απει-κονίζεται η μακρόχρονη πορεία της ιστορικής εξέλιξης, ενώ η κληρονομιά αυτή διαμορφώνει ουσιαστικά και την ταυτότητα κάθε έθνους, χώρας ή περιοχής ή τόπου και επομένως αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της σύγχρονης ζωής. Αυτή αποτελεί ένα δυναμικό σημείο αναφοράς και ένα θετικό μέσο ανάπτυξης και αλ-λαγών. Η ιδιαίτερη πολιτιστική κληρονομιά και η συλλογική μνήμη κάθε περιο¬χής ή κοινωνικού συνόλου αποτελεί αναντικατάστατο και σημαντικό υπόβαθρο για τη σύγχρονη και μελλοντική ανάπτυξη.
Στην εποχή της ολοένα αυξανόμενης παγκοσμιοποίησης, η προστασία, η δια-τήρηση, η ερμηνεία και ανάδειξη της πολιτιστικής κληρονομιάς και της πολι-τιστικής ποικιλίας, κάθε περιοχής ή χώρας, αποτελεί μια σημαντική πρόκληση για τον κόσμο όλο. Ωστόσο, η διαχείριση της κληρονομιάς αυτής, μέσα στα πλαίσια των διεθνώς αναγνωρισμένων και κατάλληλα εφαρμοσμένων κανόνων, ανήκει συνήθως στην ευθύνη της κοινότητας όπου αυτή βρίσκεται ή της ομάδας που τη διαφυλάττει.
Ένας από τους πρωταρχικούς στόχους της διαχείρισης της πολιτιστικής κλη-ρονομιάς συνίσταται στο να μεταδοθεί η σημασία της και η ανάγκη διατήρησής της στα μέλη της κοινότητας και στους επισκέπτες. Η φυσική, είτε διανοητική, είτε συναισθηματική πρόσβαση στην κληρονομιά και στην πολιτιστική εξέλιξη, μέσα σε λογικά πλαίσια και με κατάλληλους χειρισμούς, αποτελεί ταυτόχρονα ένα δικαίωμα και ένα προνόμιο. Η πρόσβαση αυτή συνεπάγεται την υποχρέωση του σεβασμού τόσο για τις πολιτιστικές αξίες όσο και για τα ενδιαφέροντα και τα οικονομικά συμφέροντα της κοινότητας, όπου βρίσκεται η κληρονομιά, των τοπι-κών ομάδων που τη διαφυλάττουν, ή των κατόχων ιστορικών ιδιοκτησιών, καθώς και για τα τοπία και τους πολιτισμούς από τους οποίους αυτή προέρχεται.
ΔΥΝΑΜΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΠΙΔΡΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΗΣ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Ο εσωτερικός και διεθνής τουρισμός παραμένει ένας από τους πιο σημαντι-κούς φορείς πολιτιστικών ανταλλαγών καθώς παρέχει προσωπικές εμπειρίες για ό,τι έχει επιβιώσει από το παρελθόν, αλλά και για τη σύγχρονη ζωή και για την κοινωνία των άλλων. Όλο και περισσότερο θεωρείται ένα εν δυνάμει θετικό μέσο για τη διατήρηση της φύσης και του πολιτισμού. Ο τουρισμός έχει τη δυνατότητα να αδράξει τα οικονομικά δεδομένα της κληρονομιάς και να τα αξιοποιήσει για τη διατήρησή της δημιουργώντας οικονομικούς πόρους, εκπαιδεύοντας τους κα-τοίκους των κοινοτήτων και επηρεάζοντας τις σχετικές με αυτήν πολιτικές. Ο τουρισμός αποτελεί το βασικό τομέα πολλών εθνικών και περιφερειακών οικονο-μιών και μπορεί να γίνει σημαντικός παράγοντας ανάπτυξης, όταν η διαχείρισή του είναι αποτελεσματική.
Ο τουρισμός έχει εξελιχθεί σε ένα όλο και πιο σύνθετο φαινόμενο με οικονο-μικές, κοινωνικές πολιτιστικές, εκπαιδευτικές, επιστημονικές, βιοφυσικές, οικο-λογικές και αισθητικές διαστάσεις. Η επιτυχία μιας ευεργετικής αλληλεπίδρασης των εν δυνάμει αλληλοσυγκρουόμενων προσδοκιών και φιλοδοξιών των επισκεπ-τών και των κατοίκων των κοινοτήτων που τους υποδέχονται ή των τοπικών κοι-νοτήτων, παρουσιάζει πολλές προκλήσεις και ευκαιρίες.
Η φυσική και πολιτιστική κληρονομιά, οι διαφορετικοί και ζωντανοί πολι-τισμοί αποτελούν μείζονος σημασίας στοιχεία τουριστικής έλξης. Υπερβολικός ή ανεπαρκώς διαχειριζόμενος τουρισμός, όπως και η σχετιζόμενη με αυτόν ανάπτυ-ξη μπορούν να αποτελέσουν κίνδυνο για τα φυσικά στοιχεία, για την ολοκληρω-μένη λειτουργία και τα σημαντικά χαρακτηριστικά της κληρονομιάς αυτής. Η οικολογική δομή, τα πολιτιστικά χαρακτηριστικά και ο τρόπος ζωής της κοινότη-τας, όπου βρίσκονται τα στοιχεία αυτά, μπορούν επίσης να υποβαθμιστούν, όπως άλλωστε, και η εμπειρία του επισκέπτη σε αυτό το μέρος.
Ο τουρισμός πρέπει να παρέχει οφέλη στις κοινότητες, όπου βρίσκονται τα στοιχεία αυτά, να τους προσφέρει σημαντικά κίνητρα και μέσα για να φροντίζουν και να διατηρούν την κληρονομιά και τις παραδόσεις τους. Είναι απαραίτητη η εμπλοκή και συνεργασία των εκπροσώπων είτε της τοπικής είτε της γηγενούς κοινότητας με τους αρμόδιους της διατήρησης, τους τουριστικούς πράκτορες, τους ιδιοκτήτες, αυτούς που διαμορφώνουν την πολιτική, αυτούς που εκπονούν εθνικά αναπτυξιακά σχέδια και με αυτούς που διαχειρίζονται περιοχές, προκειμέ¬νου να επιτευχθεί η βιωσιμότητα της τουριστικής βιομηχανίας και να εξασφα¬λιστεί η προστασία των πολιτιστικών πόρων για τις μέλλουσες γενιές.
Το ICOMOS, το Διεθνές Συμβούλιο Μνημείων και Τόπων, ως συντάκτης της Χάρτας, άλλοι διεθνείς οργανισμοί και η τουριστική βιομηχανία έχουν αφιερωθεί στην αντιμετώπιση αυτής της πρόκλησης.
ΣΤΟΧΟΙ ΤΗΣ ΧΑΡΤΑΣ
Οι στόχοι της Διεθνούς Χάρτας για τον Πολιτιστικό Τουρισμό συνίστανται από:
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τους εμπλεκόμενους στη διατήρηση και τη διαχείριση της πολιτιστικής κληρονομιάς στο να καταστήσουν τη σημασία της προσιτή στα μέλη της τοπικής κοινότητας και τους επισκέπ¬τες.
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τους μετέχοντες σε τουριστικές δραστηριότητες στο να προβάλλουν και να διαχειρίζονται τον τουρισμό με τρόπο που να σέβεται και να προάγει τον πολιτισμό και τις ζωντανές παραδόσεις των τοπικών κοινοτήτων.
Να διευκολύνει και να ενθαρρύνει τον διάλογο μεταξύ των συμφερόντων της πλευράς της διατήρησης και των παραγόντων της τουριστικής βιομη¬χανίας, σχετικά με τη σημασία και την εύθραυστη φύση των τόπων με πολιτιστική κληρονομιά, των συλλόγων και των ζωντανών παραδόσεων, συμπεριλαμβανομένης και της ανάγκης επίτευξης ενός βιώσιμου μέλ¬λοντος για τα στοιχεία αυτά.
Να ενθαρρύνει τις διαδικασίες αυτές διατυπώνοντας προγράμματα και πολιτικές προκειμένου να αναπτυχθούν λεπτομερείς και μετρίσιμοι στόχοι και στρατηγικές, που συνδέονται με την προβολή και την ερμηνεία των τόπων πολιτιστικής κληρονομιάς και πολιτιστικών δραστηριοτήτων και συναφείς στο πλαίσιο της διαφύλαξης και διατήρησής τους.
Επιπρόσθετα:
Η Χάρτα υποστηρίζει ευρύτερες πρωτοβουλίες του ICOMOS, άλλων διεθνών οργανισμών και της τουριστικής βιομηχανίας προκειμένου να εξασφαλιστεί η ακεραιότητα κατά τη διαχείριση και διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς.
Η Χάρτα ενθαρρύνει την εμπλοκή όλων όσων έχουν άμεσα ή κατά καιρούς συγκρουόμενα συμφέροντα, αρμοδιότητες και υποχρεώσεις,  σε συνεργασίες για την επίτευξη των στόχων τους.
Η Χάρτα ενθαρρύνει τα ενδιαφερόμενα μέρη να διατυπώνουν λεπτομε¬ρείς οδηγίες, ώστε να διευκολύνεται η εφαρμογή των αρχών στις ειδικές, κατά περίπτωση, συνθήκες ή ανάγκες των συγκεκριμένων οργανισμών και κοινοτήτων.

ΑΡΧΕΣΤΗΣΧΑΡΤΑΣΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΥΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Αρχή 1   Εφόσον ο εσωτερικός και διεθνής τουρισμός βρίσκονται μεταξύ των κύριων φορέων πολιτιστικών ανταλλαγών,  η διατήρηση θα πρέπει να παρέχει, στα μέλη της τοπικής κοινότητας αλλά και στους επισκέπτες, ευκαιρίες, που αποτελούν αντικείμενο υπεύθυνης και αποτελεσματικής διαχείρισης, για μια άμεση γνωριμία και κατανόηση της πολιτιστικής κληρονομιάς και του πολιτισμού της κοινότητας αυτής.
1.1  Η φυσική και πολιτιστική κληρονομιά αποτελούν ένα υλικό και πνευματικό πόρο, που προσφέρει την αφηγηματική μαρτυρία της ιστορικής εξέλιξης. Η κληρονομιά καταλαμβάνει ένα σημαντικό ρόλο στη σύγχρονη ζωή και θα πρέπει να είναι φυσικά, είτε διανοητικά, είτε συναισθηματικά, προσπελάσι¬μη από το ευρύ κοινό. Τα προγράμματα για την προστασία και διατήρηση της κληρονομιάς, των φυσικών της στοιχείων, της άυλης υπόστασής της, των σύγχρονων πολιτιστικών εκφράσεων και του ευρύτερου πλαισίου τους, θα πρέπει να παρέχουν, στα μέλη της τοπικής κοινότητας και στον επισκέπτη, ίσες ευκαιρίες και πρόσφορους τρόπους, που καθιστούν δυνατή την κατανό-ηση και την αξιολόγηση της σημασίας της.
1.2 Ατομικές απόψεις για τη φυσική και πολιτιστική κληρονομιά αποδίδουν στη σημασία της διαφορετικό βαθμό. Άλλες απόψεις αποδίδουν στην κληρονο¬μιά παγκόσμια αξία, άλλες εθνική, περιφερειακή ή τοπική σημασία. Τα προγράμματα ερμηνείας θα πρέπει να παρουσιάζουν στην τοπική κοινότητα και στον επισκέπτη αυτή τη σημασία με τρόπο πρόσφορο και εύληπτο, με μορφές εκπαίδευσης που είναι κατάλληλες και που προσφέρουν κίνητρα, με τα μέσα επικοινωνίας, με την τεχνολογία και με επεξηγήσεις στον καθένα της ιστορικής, περιβαλλοντικής και πολιτιστικής πληροφορίας.
1.3 Τα προγράμματα ερμηνείας και προβολής θα πρέπει να διευκολύνουν και ενθαρρύνουν την υψηλού βαθμού ενημέρωση του κοινού και την αναγκαία υποστήριξη για τη μακρόχρονη επιβίωση της φυσικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.
1.4 Τα προγράμματα ερμηνείας θα πρέπει να προβάλλουν τη σημασία των πολι¬τιστικών τόπων, των παραδόσεων και των πολιτιστικών πρακτικών συμπερι¬λαμβανομένης και της σημασίας που έχουν οι εμπειρίες του παρελθόντος και η σημερινή πολιτιστική ιδιαιτερότητα της περιοχής και της τοπικής κοινότη¬τας, καθώς επίσης και αυτής των πολιτιστικών μειονοτήτων ή γλωσσικών ομάδων. Ο επισκέπτης θα πρέπει να ενημερώνεται πάντα για τις διαφορετι¬κές πολιτιστικές αξίες που ενδεχομένως οφείλονται σε κάποιους ιδιαίτερους πολιτιστικούς πόρους.                                                                                               • Αρχή 2   Η σχέση μεταξύ των πολιτιστικών τόπων και του τουρισμού είναι δυναμική και μπορεί να εμπεριέχει συγκρουόμενες αξίες. Η διαχείριση της σχέσης αυτής θα πρέπει να εξασφαλίζει τη βιωσιμότητά τους για τις παρούσες και μέλλουσες γενιές.        
2.1 Οι τόποι σημαντικής πολιτιστικής κληρονομιάς έχουν μια σημαντική εγγενή αξία για όλον τον κόσμο ως ουσιαστικό υπόβαθρο της πολιτιστικής ποικιλί¬ας και της κοινωνικής εξέλιξης. Η συνεχής προστασία και διατήρηση των ζωντανών πολιτισμών, των τόπων με κληρονομιά, των συλλογών, της φυσι-κής και οικολογικής τους ακεραιότητας και του περιβαλλοντικού τους πλαι-σίου, θα πρέπει να αποτελεί τη βασική συνιστώσα της κοινωνικής οικονομι-κής, πολιτικής, νομοθετικής, πολιτιστικής και τουριστικής αναπτυξιακής στρατηγικής.
2.2 Η αλληλεπίδραση ανάμεσα στους πόρους της πολιτιστικής κληρονομιάς και του τουρισμού είναι δυναμική και συνεχώς μεταβαλλόμενη δημιουργώντας, ταυτόχρονα ευκαιρίες και προκλήσεις και, δυνητικά, συγκρούσεις. Τα του-ριστικά σχέδια, οι δραστηριότητες και η ανάπτυξη του τουρισμού αντα-ποκρινόμενα στις ανάγκες και τις προσδοκίες του επισκέπτη, θα πρέπει να ελαχιστοποιούν τις δυσμενείς επιπτώσεις και να διασφαλίζουν θετική έκβα¬ση για την κληρονομιά και τον τρόπο ζωής της τοπικής κοινότητας.
2.3 Τα προγράμματα διατήρησης, ερμηνείας και τουριστικής ανάπτυξης θα πρέ¬πει να βασίζονται σε μια εύληπτη μέθοδο αντίληψης των ιδιαίτερων αλλά συχνά περίπλοκων ή συγκρουόμενων απόψεων ως προς τη σημασία της κληρονομιάς του συγκεκριμένου τόπου. Η συνεχής έρευνα και οι διαβου¬λεύσεις αποτελούν σημαντικές διαδικασίες προκειμένου να αναπτυχθούν οι εξελισσόμενες αντιλήψεις για την κατανόηση αυτής της σημασίας και για την αποτίμησή της.
2.4 Η εξασφάλιση της αυθεντικότητας των πολιτιστικών τόπων και των συλλο-γών είναι σημαντική. Αποτελεί ένα ουσιαστικό στοιχείο της πολιτιστικής σημασίας τους καθώς εκφράζεται στο φυσικό περιεχόμενο, στη συλλογική μνήμη και στις άυλες παραδόσεις που επιβίωσαν από το παρελθόν. Τα προγράμματα θα πρέπει να προβάλλουν και να ερμηνεύουν τη σημασία της αυθεντικότητας των τόπων και των πολιτιστικών εμπειριών προκειμένου να αυξάνουν την εκτίμηση και την κατανόηση αυτής της πολιτιστικής κληρο-νομιάς.
2.5 Η τουριστική ανάπτυξη και τα έργα υποδομής πρέπει να λαμβάνουν υπ’ όψη τις αισθητικές, κοινωνικές και πολιτιστικές διαστάσεις, τα χαρακτη¬ριστικά των φυσικών και πολιτιστικών τοπίων, βιοποικιλία καθώς και την ευρύτερη οπτική εικόνα των τοπίων με πολιτιστική κληρονομιά. Θα πρέπει να προτιμάται η χρήση τοπικών υλικών και να λαμβάνεται υπ’ όψη ο τοπικός αρχιτεκτονικός χαρακτήρας ή το τοπικά ομιλούμενο παραδοσιακό ιδίωμα.
2.6 Πριν από την προώθηση ή την ανάπτυξη τόπων με κληρονομιά για την υπο-δοχή μαζικού τουρισμού, τα σχέδια διαχείρισης θα πρέπει να αποτιμούν τις φυσικές και πολιτιστικές αξίες των πόρων. Θα πρέπει κατόπιν να καθιερώ-νονται πρόσφορα όρια των αποδεκτών αλλαγών, ιδιαίτερα σε σχέση με τις επιπτώσεις του αριθμού των επισκεπτών στα φυσικά χαρακτηριστικά, την ακεραιότητα, την οικολογία και την βιοποικιλία του τόπου, τις οδικές προσπελάσεις προς το συγκεκριμένο τόπο και το σύστημα μεταφορών, καθώς και την κοινωνική και πολιτιστική ευημερία της τοπικής κοινότητας.
Εάν το προσδοκώμενο επίπεδο αλλαγών είναι μη αποδεκτό, οι αναπτυξια¬κές προτάσεις θα πρέπει να τροποποιούνται.
2.7 Θα πρέπει να δημιουργηθούν συνεχιζόμενα προγράμματα αξιολόγησης προ-κειμένου να αποτιμηθούν οι προοδευτικά επερχόμενες επιπτώσεις των του-ριστικών δραστηριοτήτων και της τουριστικής ανάπτυξης στον συγκεκρι¬μένο τόπο ή την κοινότητα.
• Αρχή 3 Η διατήρηση και ο τουριστικός σχεδιασμός για πολιτιστικούς τόπους θα πρέ¬πει να διασφαλίζουν ότι η εμπειρία του επισκέπτη θα είναι αξιόλογη, πλούσια σε περιεχόμενο και ευχάριστη.
3.1 Τα προγράμματα διατήρησης και τουρισμού θα πρέπει να παρέχουν υψηλής ποιότητας πληροφορία, ώστε να μεγιστοποιούν τη δυνατότητα να κατανοή¬σει ο επισκέπτης, τόσο τη σημασία των χαρακτηριστικών της κληρονομιάς, όσο και την ανάγκη για την προστασία τους καθιστώντας τον ικανό να χαρεί τον τόπο με τον καλύτερο τρόπο.
3.2 Οι επισκέπτες θα πρέπει να έχουν τη δυνατότητα, αν το επιθυμούν, να γνω-ρίσουν τον πολιτιστικό τόπο με το δικό τους τρόπο. Ειδικές διαδρομές μπο¬ρεί να είναι αναγκαίες, ώστε να ελαχιστοποιούνται οι αρνητικές επιπτώσεις στην ακεραιότητα και στον φυσικό ιστό σε ένα τόπο, καθώς και στα φυσικά και πολιτιστικά χαρακτηριστικά του.
3.3 Ο σεβασμός της ιερότητας πνευματικών χώρων, πνευματικών πράξεων και παραδόσεων, αποτελεί σημαντικό παράγοντα για τους διαχειριστές του τόπου, τους επισκέπτες, για όσους διαμορφώνουν πολιτική, τους χωροτάκτες και τους τουριστικούς πράκτορες. Οι επισκέπτες θα πρέπει να προτρέπονται να συμπεριφέρονται ως ευπρόσδεκτοι καλεσμένοι, σεβόμενοι τις αξίες και τον τρόπο ζωής της κοινότητας που τους φιλοξενεί, αποφεύγοντας τις πιθα¬νές κλοπές, καθώς, και το παράνομο εμπόριο της πολιτιστικής ιδιοκτησίας και να συμπεριφέρονται με υπευθυνότητα έτσι ώστε να είναι ευπρόσδεκτοι κατά μια πιθανή επόμενη επίσκεψή τους.
3.4 Οι σχεδιασμοί για τις τουριστικές δραστηριότητες θα πρέπει να προβλέπουν κατάλληλες διευκολύνσεις για την άνεση, την ασφάλεια και την ευχάριστη παραμονή των επισκεπτών, οι οποίες να βελτιστοποιούν την απόλαυση της επίσκεψης, αλλά δεν θα διαταράσσουν από την άλλη τα σημαντικά ή οικο-λογικά χαρακτηριστικά του τόπου.
• Αρχή 4  Οι τοπικές κοινότητες και ο εντόπιος πληθυσμός πρέπει να συμμετέχουν στο σχεδιασμό της διατήρησης και του τουρισμού.
4.1 Τα δικαιώματα και τα συμφέροντα της τοπικής κοινότητας, σε περιφερειακό ή τοπικό επίπεδο, των κατόχων ιδιοκτησιών και των τοπικών παραγόντων, που ενδεχομένως ασκούν κατά παράδοση αξιώματα ή είναι υπεύθυνοι για τη γη και τα σημαντικά στοιχεία των τόπων τους, θα πρέπει να είναι σεβαστά. Θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τους προσδιορισμούς των στόχων, των στρατηγικών, των πολιτικών και των συμφωνιών ταυτοποίησης, διατή¬ρησης, διαχείρισης, παρουσίασης και ερμηνείας των πόρων της πολιτιστι¬κής τους κληρονομιάς, των πολιτιστικών τους πρακτικών και των σύγχρο¬νων πολιτιστικών εκφράσεων στο πλαίσιο του τουρισμού.
4.2 Αν και τα πολιτιστικά αγαθά ενός τόπου ή της ευρύτερης περιοχής μπορεί να είναι παγκόσμιας σημασίας, εντούτοις, πρέπει να γίνονται σεβαστές οι ανάγκες και οι επιθυμίες ορισμένων κοινοτήτων ή γηγενών πληθυσμών στο να περιορίζουν ή να διαχειρίζονται οι ίδιοι τη φυσική, πνευματική ή διανοη¬τική πρόσβαση σε ορισμένες παραδοσιακές πρακτικές, γνώσεις πεποιθή¬σεις, δραστηριότητες, καλλιτεχνικές πράξεις ή τόπους.

• Αρχή 5    Δραστηριότητες σχετικές με τον τουρισμό και τη διατήρηση πρέπει να προσφέρουν οφέλη στην τοπική κοινότητα.
5.1 Αυτοί που διαμορφώνουν πολιτική θα πρέπει να προωθούν μέτρα για τη δίκαιη κατανομή, σε όλη τη χώρα ή την περιοχή, των ωφελημάτων, που προ-έρχονται από τον τουρισμό για τη βελτίωση του επιπέδου της κοινωνικοοι-κονομικής ανάπτυξης και, όπου είναι απαραίτητο, για την ανακούφιση της φτώχειας.
5.2 Η διαχείριση της διατήρησης και οι τουριστικές δραστηριότητες θα πρέπει να παρέχουν σε άντρες και γυναίκες της φιλοξενούσας κοινότητας και σε ό¬λα τα επίπεδα, ίσα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτιστικά ωφελήματα μέσω της εκπαίδευσης, της εξειδίκευσης, και της δημιουργίας ευκαιριών απασχόλη¬σης πλήρους χρόνου.
5.3 Ένα σημαντικό μέρος των εσόδων, που προέρχεται ειδικά από τα τουριστικά προγράμματα για τόπους πολιτιστικής κληρονομιάς, θα πρέπει να παραχω-ρείται για την προστασία, διατήρηση και προβολή αυτών των τόπων, συμπε-ριλαμβανομένου του φυσικού τους περιβάλλοντος και της πολιτιστικής τους φυσιογνωμίας. Όπου είναι δυνατό οι επισκέπτες θα πρέπει να ενημερώ¬νονται για αυτή τη διάθεση των συγκεκριμένων εσόδων.
5.4 Τα τουριστικά προγράμματα θα πρέπει να ενθαρρύνουν την εκπαίδευση και την απασχόληση ξεναγών και διερμηνέων που να προέρχονται από τον τοπι¬κό πληθυσμό, για να μεγιστοποιείται και να αξιοποιείται η ικανότητα των κατοίκων της περιοχής να παρουσιάζουν και να ερμηνεύουν τις πολιτιστικές τους αξίες.
5.5 Η ερμηνεία της παράδοσης και τα εκπαιδευτικά προγράμματα, μεταξύ των κατοίκων της κοινότητας υποδοχής θα πρέπει να ενθαρρύνουν την εμπλοκή των τοπικών οδηγών-διερμηνέων στις σχετικές διαδικασίες. Τα προγράμμα¬τα πρέπει να προωθούν τη γνώση και το σεβασμό για την πολιτιστική τους κληρονομιά, ενθαρρύνοντας τους κατοίκους της περιοχής να αποκτούν άμε¬σο ενδιαφέρον για τη φροντίδα της και τη διατήρησή της.
5.6 Η διαχείριση της διατήρησης και τα τουριστικά προγράμματα θα πρέπει να συμπεριλαμβάνουν δυνατότητες εκπαίδευσης και κατάρτισης, έρευνας και εξειδίκευσης για στελέχη που χαράσσουν πολιτική, πολεοδόμους, ερευνητές, αρχιτέκτονες, σχεδιαστές, συντηρητές, οδηγούς-διερμηνείς και όσους εργά-ζονται στον τουριστικό κλάδο. Οι συμμετέχοντες θα πρέπει να ενθαρρύ-νονται στο   να κατανοούν και να βοηθούν στην επίλυση των κατά περίπτωση συγκρουόμενων ζητημάτων, ευκαιριών και προβλημάτων τα οποία αντιμε-τωπίζουν οι συνάδελφοί τους.
• Αρχή 6 Τα προγράμματα προβολής   του τουρισμού οφείλουν να προστατεύουν και να προάγουν τα χαρακτηριστικά της φυσικής και της πολιτιστικής κληρονομιάς.
6.1 Προγράμματα προώθησης του τουρισμού θα πρέπει να δημιουργούν ρεα-λιστικές προσδοκίες και να πληροφορούν με υπευθυνότητα τους μελλοντι-κούς επισκέπτες για τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πολιτιστικής κληρο-νομιάς του τόπου ή της κοινότητας υποδοχής και να τους προτρέπουν να συμπεριφέρονται κατάλληλά.
6.2 Για τους τόπους και τις συλλογές πολιτιστικής σημασίας πρέπει να χρησι-μοποιούνται τόποι προβολής και διαχείρισης που να προστατεύουν την αυθεντικότητά τους, να επιδιώκεται η βελτιστοποίηση της εμπειρίας του επισκέπτη με την ελαχιστοποίηση των διακυμάνσεων των αφίξεων και να αποφεύγονται σε κάθε περίπτωση οι αυξημένοι αριθμοί επισκεπτών.
6.3 Τα προγράμματα προώθησης του τουρισμού θα πρέπει να διασφαλίζουν την ευρύτερη διανομή των ωφελημάτων και να ανακουφίζουν από τις πιέσεις τους δημοφιλέστερους τόπους ενθαρρύνοντας τους επισκέπτες να γνωρί¬σουν τα χαρακτηριστικά της πολιτιστικής και φυσικής κληρονομιάς της ευρύτερης περιφέρειας ή της περιοχής.
6.4 Η προώθηση, διάθεση και πώληση τοπικών χειροτεχνημάτων και άλλων προϊόντων θα πρέπει να αποφέρει μια λογική κοινωνική και οικονομική από-δοση στην τοπική κοινότητα, ενώ θα εξασφαλίζει παράλληλα και το ότι η ακεραιότητα του πολιτιστικού της πλούτου δεν υποβαθμίζεται.



ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ VIII
ΕΙΔΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΠΙΣΤΟΠΟΙΗΣΗΣΩΣ ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΡΟΔΙΑΓΡΑΦΗ ΕΛΟΤ ΠΡΔ 1417
ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΣΜΟΙ
Α. ΟΡΙΣΜΟΙ
Για τους σκοπούς της ελληνικής προδιαγραφής ΕΛΟΤΠΡΔ 1417 ισχύουν οι όροι και οι ορισμοί που δίνονται στα πρότυπα ΕΝ 13809 και pr EN ISO 18513, καθώς και οι παρακάτω που δίνονται στην ελληνική προδιαγραφή ΕΛΟΤΠΡΔ1417.
Πελάτης
Πρόσωπο ή ομάδα προσώπων που απολαμβάνει τις υπηρεσίες ή προμηθεύε¬ται τα προϊόντα μιας αγροτουριστικής επιχείρησης.
Σημείωση: Ως πελάτες νοούνται και οι τουρίστες-καταναλωτές.
Αγροτουρισμός
Είναι μια ήπια μορφή βιώσιμης τουριστικής ανάπτυξης και πολυδραστηριότη-τας στον αγροτικό χώρο, η οποία έχει ως στόχους:
Να γνωρίσει ο επισκέπτης τις αγροτικές περιοχές, τις αγροτικές ασχολίες, τα τοπικά προϊόντα, την παραδοσιακή κουζίνα και την καθημερινή ζωή των κατοίκων, τα πολιτισμικά στοιχεία και τα αυθεντικά στοιχεία του χώρου αυτού.
Να φέρει τον επισκέπτη σε επαφή με τη φύση καθώς και με τις δραστη-ριότητες στην ύπαιθρο, στις οποίες θα μπορεί να συμμετέχει, να ψυχαγω¬γηθεί και να νιώσει τη χαρά της περιήγησης, της γνώσης και της ανακάλυ¬ψης.
Να κινητοποιήσει τις παραγωγικές, πολιτισμικές και αναπτυξιακές δυνά-μεις του τόπου, συμβάλλοντας έτσι στην αειφόρο, περιβαλλοντική, οικο¬νομική και κοινωνική ανάπτυξη του αγροτικού χώρου.

Αγροτουριστικός προορισμός

Είναι μια αγροτική περιοχή που συγκεντρώνει τα ακόλουθα χαρακτηριστικά:
Συνιστά μια διακριτή ή και διοικητική ενότητα, από μορολογική και ιστο-ρική άποψη, που δεν περιλαμβάνει οικισμούς άνω των 5.000 κατοίκων (το κριτήριο αυτό υπολογίζεται ανά οικισμό και όχι στο σύνολο της περιο¬χής).
Οι κάτοικοι ασχολούνται κυρίως με δραστηριότητες του πρωτογενούς το-μέα (γεωργία, κτηνοτροφία, αλιεία).
Δεν έχει αναπτυχθεί μέσα στην περιοχή αυτή τουριστική προσφορά μαζι-κού (δηλ. οργανωμένου παραθεριστικού) τουρισμού, ή προσφορά που απευθύνεται σε ζήτηση άλλων μη ήπιων μορφών τουρισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις αρμόδιες εθνικές αρχές.


Αγροτουριστικό προϊόν

Είναι συνδυασμός υπηρεσιών, προϊόντων και δραστηριοτήτων, που συνδέ-ονται άμεσα ή έμμεσα με τα ιδιαίτερα αγροτικά, κοινωνικά, πολιτισμικά και περι-βαλλοντικά χαρακτηριστικά του αγροτουριστικού προορισμού και αναδεικνύουν τις ιδιαιτερότητές του.
Αγροτουριστική επιχείρηση
Είναι παροχέας υπηρεσιών Αγροτουρισμού που δραστηριοποιείται σε περιο¬χές αγροτουριστικού προορισμού, οι εγκαταστάσεις και η λειτουργία του οποίου εναρμονίζονται με το φυσικό και το ανθρωπογενές περιβάλλον της περιοχής, και παρέχει μια τουλάχιστον από τις παρακάτω υπηρεσίες:
διαμονή.
εστίαση.
περιήγηση στη φύση.
ευαισθητοποίηση, περιβαλλοντική εκπαίδευση.
διοργάνωση της γνωριμίας με τα πολιτισμικά στοιχεία της περιοχής, επίσκεψη στα ιστορικά και λοιπά αξιοθέατα, συμμετοχή σε υπαίθριες δραστηριότητες αναψυχής.
διοργάνωση υπαίθριων δραστηριοτήτων αναψυχής.
γνωριμία με παραδοσιακά επαγγέλματα, αγροτικές μεθόδους παραγωγής και καλλιέργειας, καθώς και παραγωγικές διαδικασίες που έχουν εκλείψει.
γνωριμία με τις ασχολίες και τις συνήθειες της καθημερινής ζωής των κα-τοίκων μιας περιοχής.
πώληση κυρίως τοπικών αγροτικών προϊόντων.

Οι αγροτουριστικές επιχειρήσεις κατατάσσονται, προκειμένου για την εφαρ-μογή της παρούσας προδιαγραφής, στις ακόλουθες λειτουργικές μορφές:
αγροτουριστικά καταλλύμματα.
πρατήρια / εκθετήρια αγροτουριστικών προϊόντων.
αγροτουριστικά κέντρα εστίασης και αναψυχής.
τουριστικά γραφεία-διοργανωτές ή παροχείς προγραμμάτων υπαίθριων δραστηριοτήτων και περιηγήσεων οικοτουριστικού και πολιτιστικού ενδι-αφέροντος. αγροκτήματα. επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών ανάδειξης της τοπικής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Αναλυτικότερα, οι λειτουργικές μορφές των αγροτουριστικών επιχειρήσεων:
Αγροτουριστικά καταλύματα
Είναι τα τουριστικά καταλύματα που λειτουργούν σε περιοχές που αποτελούν αγροτουριστικούς προορισμούς. Διαθέτουν νόμιμη άδεια λειτουργίας σύμφωνα με τις διατάξεις της ισχύουσας τουριστικής νομοθεσίας. Παρέχουν στους πελάτες ενημερωτικά φυλλάδια για τους τοπικούς τουριστικούς πόρους, την τοπική παρα-δοσιακή κουζίνα, τα τοπικά προϊόντα, τις παραδόσεις και τα έθιμα της περιοχής, τις αγροτικές τους ασχολίες, τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά του τόπου.
Πρατήρια/εκθετήρια αγροτουριστικών προϊόντων
Είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν ως χώροι πώλησης, έκθεσης, γευσιγνωσί-ας αγροτικών προϊόντων της ευρύτερης περιοχής τους. Επίσης πωλούν χειροτεχ-νήματα και προϊόντα ελληνικής λαϊκής τέχνης, τα οποία παράγονται ή κατασκευ-άζονται σύμφωνα με την τοπική λαϊκή παράδοση και αντικατοπτρίζουν το λαϊκό πολιτισμό της περιοχής ή της χώρας μας.
Αγροτουριστικά κέντρα εστίασης και αναψυχής
Είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν σε αγροτουριστικούς προορισμούς στις οποίες προσφέρονται γεύματα παρασκευασμένα σύμφωνα με τις ιδιαίτερες τοπι-κές συνταγές και εδέσματα από την ελληνική κουζίνα χρησιμοποιώντας αποκ-λειστικά εγχώρια προϊόντα. Αποσκοπούν στη διάδοση της τοπικής, ελληνικής, παραδοσιακής κουζίνας ως στοιχείου πολιτισμού του τόπου στον οποίο αναπτύσ-σονται.
Τουριστικά γραφεία: διοργανωτές ή παροχείς προγραμμάτων υπαίθ-ριων δαστηριοτήτων και περιηγήσεων οικοτουριστικού και πολιτιστι-κού ενδιαφέροντος
Είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν σύμφωνα με τις διατάξεις που διέπουν τα τουριστικά γραφεία, σε περιοχές που αποτελούν αγροτουριστικούς προορισμούς και προσφέρουν κυρίως υπηρεσίες μεταφοράς ή διακίνησης ή / και εξασφάλισης διαμονής, διοργάνωσης προγραμμάτων, δραστηριοτήτων υπαίθριας αναψυχής (ενεργού τουρισμού), διοργάνωσης περιηγήσεων, επισκέψεων γνωριμίας με τους φυσικούς και πολιτιστικούς πόρους, διοργάνωσης αθλητικών δραστηριοτήτων, συμμετοχής σε υπαίθριες, παραδοσιακές, πολιτιστικές δραστηριότητες και γενικά δραστηριότητες αξιοποίησης του ελεύθερου χρόνου των επισκεπτών.
Αγροκτήματα
Είναι επιχειρήσεις που διαθέτουν γεωργικές εκτάσεις σε αγροτουριστικό προ-ορισμό και δραστηριοποιούνται στην παραγωγή, μεταποίηση και πώληση αγρο-τικών προϊόντων. Μπορούν να έχουν ως αντικείμενο εργασιών-εκτός από τις δραστηριότητες των λοιπών αγροτουριστικών επιχειρήσεων-και την υλοποίηση εκπαιδευτικών προγραμμάτων σε θέματα περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, βι-ολογικής γεωργίας, εκτροφής ζώων, επίδειξης μεθόδων γεωργικής πρακτικής πα-λαιότερων χρόνων, σύγχρονων αλλά και καινοτόμων γεωργικών εφαρμογών φιλι-κών προς το περιβάλλον. Οι εγκαταστάσεις της επιχείρησης εναρμονίζονται με το φυσικό περιβάλλον. Το προσωπικό που διαθέτουν είναι εκπαιδευμένο ανάλογα με τα αντικείμενα στα οποία δραστηριοποιείται.
Επιχειρήσεις παραγωγής προϊόντων και παροχής υπηρεσιών ανάδει¬ξης της τοπικής, πολιτιστικής κληρονομιάς
Είναι επιχειρήσεις που λειτουργούν σε αγροτουριστικό προορισμό ως εργασ-τήρια-πωλητήρια υφαντικής, κεραμικής, ξυλογλυπτικής, παραδοσιακών τεχνών και γενικά εργαστήρια παρασκευής παραδοσιακών τοπικών προϊόντων και τοπι¬κών εδεσμάτων, στα οποία μπορούν να συμμετέχουν οι επισκέπτες και να διδάσ¬κονται τις παραδοσιακές τεχνικές. Σε αυτή τη λειτουργική μορφή εντάσσονται και επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στη δημιουργία χώρων με εκθέματα από ιστορικά στοιχεία της περιοχής, έθιμα, τοπικές συνήθειες, καθώς και από δημιουργική απασχόληση και εργασία των κατοίκων της περιοχής.
Β. ΣΗΜΑ ΠΟΙΟΤΗΤΑΣ ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Το Σήμα Ποιότητας Αγροτουρισμού μπορούν να το αποκτήσουν οι αγροτου-ριστικές επιχειρήσεις ανεξάρτητα από τη λειτουργική μορφή τους και εφόσον ικανοποιούν τις απαιτήσεις της ελληνικής προδιαγραφής ΕΛΟΤΠΡΔ 1417.
Ο παρών Ειδικός Κανονισμός Πιστοποίησης περιλαμβάνει επτά ενότητες κατ’ αντιστοιχία με την ελληνική προδιαγραφή ΕΛΟΤΠΡΔ 1417.
1 Νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας.
2 Κτιριοδομικοί  και λειτουργικοί όροι.
3 Περιβάλλον.
4 Τοπικά χαρακτηριστικά.
5 Ανθρώπινο δυναμικό.
6 Πελάτης.
7 Συνέργια-Άμιλλα-Δικτύωση-Ανταγωνιστικότητα-Καινοτομία.

1. Νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας
Η επιχείρηση   οφείλει να γνωρίζει το νομικό πλαίσιο που υπαγορεύει τη νόμι-μη λειτουργία της, ανάλογα με το είδος της επιχειρηματικής δραστηριότητας την οποία ασκεί, να τηρεί όλες τις νόμιμες διατάξεις και να φέρει όλες τις νόμιμες αδειοδοτήσεις. Ο έλεγχος γίνεται με την επί τόπου επίδειξη των αδειών λειτουργί-ας. Η επιχείρηση οφείλει να τηρεί, χωρίς αυθαιρεσίες, τους όρους της νόμιμης άδειας οικοδομής. Σε ό,τι αφορά τα πολύ παλαιά κτίσματα, η άδεια οικοδομής δεν αποτελεί απαραίτητο δικαιολογητικό εφόσον δεν υπάρχει. Η επιχείρηση θα πρέπει να διαθέτει αρχείο κι ημερομηνίες αδειών λειτουργίας.
2. Κτιριοδομικοί και λειτουργικοί όροι
Η επιχείρηση οφείλει να διαθέτει το σύνολο των αναγκαίων υποδομών, ανά-λογα με τη δραστηριότητά της, τόσο στον εσωτερικό όσο και στον εξωτερικό χώ-ρο της.
2.1 Η επιχείρηση πρέπει να μεριμνά ώστε οι εγκαταστάσεις της να μην εμφανίζουν εμφανείς αντιθέσεις με τα αρχιτεκτονικά πρότυπα της περιοχής. Επίσης πρέπει τα υλικά για τον περιβάλλοντα χώρο, τα δομικά υλικά, τα φυτά, η εσωτερική διακόσμηση (επίπλωση, υφάσματα, αντικείμενα) να αναδεικνύουν τις ιδιαίτερες τοπικές παραδόσεις. Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση πλαστικών επίπ-λων εξωτερικού και εσωτερικού χώρου.
2.2 Πυρασφάλεια και ασφάλεια των χώρων: ελέγχονται και αξιολογούνται:
πυροσβεστήρες,  στους οποίους ελέγχεται η ημερομηνία λήξης,
αυτόματη πυρανίχνευση και πυρόσβεση σε χώρους ευαίσθητους (καυστή-ρας κεντρικής θέρμανσης, κουζίνα) (κατά περίπτωση),
ηλεκτρολογική εγκατάσταση (πίνακας, πρίζες, διακόπτης αντιηλεκτροπλη-ξιακός, λειτουργία συναγερμού όπου είναι υποχρεωτικός),
σύστημα πυρανίχνευσης (κατά περίπτωση),
για την ασφαλή διακίνηση μικρών παιδιών (π.χ. φύλαξη χώρου πισίνας, περίφραξη επικίνδυνων χώρων, προστασία φρεατίων, ασφάλεια χώρων παιδικής απασχόλησης κ.ά.) (κατά περίπτωση),
φώτα διακοπής ηλεκτρικού ρεύματος.

2.3 Ειδικές προδιαγραφές ασφαλείας
Θα πρέπει όλες οι επιχειρήσεις να παρακολουθούνται από τεχνικό ασφάλειας, όπως προβλέπει η ισχύουσα νομοθεσία.
 2.4 Πρόσβαση σε ειδικές κατηγορίες πελατών

Ειδικές κατηγορίες πελατών θεωρούνται τα άτομα με ειδικές ανάγκες (ΑΜΕΑ), οι ηλικιωμένοι και τα παιδιά. Η επιχείρηση πρέπει να παρέχει τη δυνατότη¬τα πρόσβασης και προσπέλασης σε αυτά τα άτομα, όπου αυτό είναι εφικτό, με ειδική διαμόρφωση χώρων ή και με τον κατάλληλο εξοπλισμό (ράμπες, μπάρες στις σκάλες, ανελκυστήρας, λουτρό με δυνατότητα χρήσης από τα εν λόγω άτο¬μα). Ο έλεγχος επιτυγχάνεται με επιτόπια εξέταση. Ο τεχνικός ασφάλειας είναι ο σύμβουλος της επιχείρησης για τα θέματα ασφάλεια και υγιει¬νής της εργασίας. Σύμφωνα με την εργατική νομοθεσία, η απασχόληση τεχνικού ασφάλειας απαι-τείται μόνο όταν απασχολείται προσωπικό στην επιχείρηση ο εργοδότης δύναται να αναλάβει τα καθήκοντα του τεχνικού ασφάλειας στην επιχείρησή του (Γ΄ κατηγορία επικινδυνότητας) μετά από κατάλληλη επιμόρφωση (με παροχή πιστοποιητικού) στα θέματα ασφάλειας και υγιεινής της εργασίας. Ο τεχνικός ασφάλειας τηρεί το σχετικό βιβλίο εγγράφων υποδείξεων και συμβουλών του Τ.Α. [Ν. 1568/1985 (ΦΕΚ 177/Α/85), Π.Δ. 17/1996 (ΦΕΚ 11/Α/18-1-96), Π.Δ. 294/1988 (ΦΕΚ 138/Α/88), Π.Δ. 159/1999 (ΦΕΚ 157/Α/3-8-99)].

 2.5 Τήρηση των κανόνων υγιεινής
Η επιχείρηση μεριμνά για την καλή υγιεινή των χώρων και του εξοπλισμού που διαθέτει για την παροχή των υπηρεσιών στους πελάτες της.  Στοιχεία αξιολό-γησης είναι τα παρακάτω:
συντήρηση και καθαριότητα σε όλους τους χώρους της επιχείρησης, με ιδιαίτερη προσοχή στις τουαλέτες κοινού και προσωπικού,
διάθεση εντομοαπωθητικών μέσων στους χώρους διαμονής και παραμο¬νής επισκεπτών,
καθαριότητα του εξοπλισμού που χρησιμοποιείται για τη λειτουργία της επιχείρησης,
διενέργεια απολυμάνσεων (τήρηση αρχείου απολυμάνσεων),
τοποθέτηση κάδων απορριμμάτων σε ευδιάκριτους χώρους και συνεχής επίβλεψη για τη διατήρηση της καθαριότητάς τους,
•διατήρηση της καθαριότητας και συντήρηση των εξωτερικών χώρων τόσο εντός της επιχείρησης όσο και στον άμεσο περίγυρο. Ειδικά όσον αφορά τους χώρους εστίασης ή και παραγωγής τροφίμων, πρέπει να τηρούνται οι όροι της οδηγίας 93/43/ΕΟΚ για την υγιεινή των τροφίμων.
Για τον έλεγχο χρησιμοποιείται το εγχειρίδιο του ΕΦΕΤ ή ελέγχεται το πιστο-ποιητικό του ΕΦΕΤ όταν υπάρχει.
2.6  Μέσα επικοινωνίας
Η επιχείρηση διαθέτει απαραίτητα τηλεφωνική σύνδεση.
Συνιστάται η διάθεση σύγχρονων πρόσθετων μέσων επικοινωνίας με τον πελάτη (φαξ, internet) καθώς και η δυνατότητα χρήσης τους και από τους πελάτες.

2.7  Ειδικός χώρος ανακοινώσεων και ενημερωτικού υλικού
Στο χώρο ανακοινώσεων υπάρχει αναρτημένη σε ευδιάκριτη θέση η «Δήλωση πολιτικής» για την ποιότητα των υπηρεσιών της επιχείρησης.
Στον ειδικό χώρο ανακοινώσεων υπάρχουν επίσης τα κατωτέρω:
Έντυπο ενημερωτικό υλικό για την επιχείρηση (όπως διαφημιστικό υλικό της επιχείρησης, τιμοκατάλογος),
Έντυπο ενημερωτικό υλικό για την περιοχή (χάρτες και έντυπα ενημερωτι-κά για τα ιστορικά μνημεία, τις εκδηλώσεις κ.ά.,
Ανάρτηση καταλόγου των χρήσιμων τηλεφώνων (νοσοκομείο, αστυνομικό τμήμα, τουριστική αστυνομία, δημόσιων μέσων μεταφοράς, ταξί κ.ά.),.

Εκτός από την ελληνική γλώσσα θα πρέπει να υπάρχουν πληροφοριακά έντυ¬πα και στην αγγλική.
2.8 Σήμανση χώρων εσωτερικών και εξωτερικών τουλάχιστον στην ελληνική γλώσσα (π.χ. τουαλέτες, σκάλες, έξοδος κινδύνου, χώρος μη καπνιστών κ.ά.). τα μέσα σήμανσης πρέπει να είναι ασφαλή και ευδιάκριτα, κατασκευασμένα με κα-τάλληλα υλικά και να ταιριάζουν με τον περιβάλλοντα χώρο.
2.9  Συντήρηση
Η επιχείρηση μεριμνά για την ύπαρξη πρασίνου στον περιβάλλοντα χώρο της.
Φροντίζει να υπάρχει υπαίθριος διαμορφωμένος χώρος για σερβίρισμα καφέ ή και φαγητού, ο οποίος θα χρησιμοποιείται όταν το επιτρέπει ο και¬ρός.
Φροντίζει για τη διατήρηση θέρμανσης στη διάρκεια του χειμώνα και δροσερής ατμόσφαιρας για το καλοκαίρι.
Μεριμνά για τη συνεχή παροχή ζεστού νερού στο λουτρό των επισκεπ¬τών.

 3.  Περιβάλλον
Η επιχείρηση πρέπει να εφαρμόζει περιβαλλοντική πολιτική με στόχο την προστασία και τη διατήρηση του πολιτισμικού και φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής και την πληροφόρηση και ευαισθητοποίηση των πελατών για τα θέμα-τα αυτά.
3.1 Η επιχείρηση πρέπει να εγκαταστήσει και να διατηρεί πρόγραμμα(τα) περιβαλλοντικής διαχείρισης για την επίτευξη των περιβαλλοντικών σκοπών και στόχων της προς την κατεύθυνση:
της εφαρμογής των περιβαλλοντικών ρυθμίσεων που τη διέπουν,
της μείωσης της ρύπανσης,
της ορθολογικής διαχείρισης των φυσικών και ενεργειακών πόρων. Το περιβαλλοντικό πρόγραμμα πρέπει να περιλαμβάνει:
ορισμό ευθυνών για την επίτευξη των αντικειμενικών σκοπών και στόχων σε κάθε σχετική λειτουργία και επίπεδο της επιχείρησης,
τα μέσα και το χρονικό πλαίσιο μέσω των οποίων τα παραπάνω πρέπει να επιτευχθούν.

Όποτε η επιχείρηση προσθέσει ή τροποποιήσει δραστηριότητες, προϊόντα ή υπηρεσίες το(τα) πρόγραμμα(τα) πρέπει να διορθωθεί(ούν) όπου χρειάζεται, ώστε να εξασφαλισθεί ότι η περιβαλλοντική διαχείριση εφαρμόζεται και στις δραστη-ριότητες αυτές.
Η δημιουργία και η χρήση ενός ή περισσοτέρων προγραμμάτων είναι στοι¬χεία-κλειδί για την επιτυχή εφαρμογή ενός συστήματος περιβαλλοντικής διαχείρι¬σης. Το πρόγραμμα θα πρέπει να περιγράφει το πώς θα επιτευχθούν οι αντικειμε¬νικοί σκοποί και στόχοι της επιχείρησης και να συμπεριλαμβάνει χρονοδιαγράμ¬ματα και το προσωπικό που είναι υπεύθυνο για την εφαρμογή της περιβαλλοντι¬κής πολιτικής της επιχείρησης. Το πρόγραμμα μπορεί να υποδιαιρεθεί ώστε να θί¬γει ειδικά στοιχεία των λειτουργιών της επιχείρησης και θα πρέπει να περιλαμβά¬νει περιβαλλοντική ανασκόπηση των νέων δραστηριοτήτων.
Μπορεί να περιλαμβάνει ακόμη, όπου είναι κατάλληλο και πρακτικό, εξέταση των σταδίων προγραμματισμού, σχεδιασμού, παραγωγής, διάθεσης στην αγορά και απόρριψης. Αυτό μπορεί να αναληφθεί και για τις τρέχουσες και για τις νέες δραστηριότητες, προϊόντα ή υπηρεσίες. Για προϊόντα αυτό μπορεί να θίγει: το σχεδιασμό, τα υλικά, τις διεργασίες παραγωγής, τη χρήση και την τελική απόρ-ριψη. Για εγκαταστάσεις ή σημαντικές τροποποιήσεις διεργασιών αυτό μπορεί να θίγει: τον προγραμματισμό, το σχεδιασμό, την κατασκευή, την αρχική θέση σε λει¬τουργία, τη λειτουργία και, σε κατάλληλα αποφασιζόμενο από την επιχείρηση χρόνο, τον τερματισμό λειτουργίας.
3.2 Σε ό,τι αφορά τις ενέργειες διατήρησης και προστασίας του γενικότε-ρου πολιτισμικού και φυσικού περιβάλλοντος της περιοχής η επιχείρηση θα πρέπει:
Να συμμετέχει ενεργά σε δραστηριότητες προστασίας, προβολής και ανά-δειξης του φυσικού περιβάλλοντος (περιβαλλοντικές δράσεις, ενημερωτι¬κές ημερίδες, συμμετοχή σε επιτροπές κ.ά.) και να ενθαρρύνει και τη συμ¬μετοχή των επισκεπτών σε αυτές,
Να μεριμνά για την εξασφάλιση έντυπου υλικού για την ενημέρωση των πελατών για τις περιοχές οικολογικού ενδιαφέροντος και για τον τρόπο επίσκεψής τους,
Να μεριμνά για την πληροφόρηση των πελατών σε θέματα προστασίας του περιβάλλοντος (π.χ. φωτιές, απορρίμματα, απειλούμενα είδη).

3.3 Επιμέρους ενέργειες στο πλαίσιο της εφαρμογής της περιβαλλοντικής πολιτικής:
Ενημέρωση των επισκεπτών για την ορθολογική διαχείριση του νερού και την αποφυγή της αλόγιστης κατανάλωσής του, ιδιαίτερα στους χώρους των τουαλετών,
Περιορισμός στο απολύτως απαραίτητο όσον αφορά τη χρήση χημικών ουσιών (απορρυπαντικά, φυτοφάρμακα κ.ά),
Τοποθέτηση σε ευκρινή σημεία κατάλληλων και επαρκών συλλεκτών απορριμμάτων (κάδοι, καλάθια σκουπιδιών κ.ά.), τα οποία πρέπει να δια¬τηρούνται καθαρά. Συλλέκτες για ανακυκλώσιμα είδη, κατάλληλα ση¬μασμένοι, είναι απαραίτητοι εφόσον υπάρχει πρόγραμμα στην περιοχή για την αξιοποίηση των ανακυκλώσιμων απορριμμάτων,
Αποφυγή της χρήσης αντικειμένων μιας χρήσης, όπως πλαστικά/χάρτινα πιάτα, μαχαιροπίρουνα, ποτήρια κ.ά., καθώς και τροφίμων σε συσκευασία μερίδας (βούτυρο, μαρμελάδα κ.ά.),
Στο πλαίσιο των ενεργειών για την υγιεινή των χώρων (βλ. παρ. 2.6), επι-βάλλεται η χρήση των φιλικών προς το περιβάλλον εντομοαπωθητικών μέσων και μόνο όταν αυτό είναι απαραίτητο.

4. Προβολή τοπικών χαρακτηριστικών
Η επιχείρηση οφείλει να συμβάλει, με τη λειτουργία της, στη διατήρηση και προβολή των τοπικών χαρακτηριστικών που διακρίνουν και διαφοροποιούν κάθε περιοχή. Η αγροτουριστική επιχείρηση πρέπει να:
4.1 Διαθέτει στους επισκέπτες ενημερωτικά φυλλάδια-όπου υπάρχουν-για την περιοχή (ιστορικά, λαογραφικά στοιχεία, αξιοθέατα) και να παρέχει προφορι¬κή ενημέρωση για λεπτομέρειες.
4.2 Προβάλλει τις τοπικές εκδηλώσεις που διοργανώνονται στην περιοχή.
4.3 Προβάλλει τα τοπικά, γεωργικά, κτηνοτροφικά προϊόντα και όπου υπάρχουν βιολογικά, ΠΟΠ, ΠΓΕκ.ά.
4.4 προβάλλει στοιχεία της τοπικής πολιτιστικής παράδοσης(αρχιτεκτονι¬κή, χειροτεχνία, αγγειοπλαστική κ.ά) και τις παραδοσιακές τεχνικές που σώζονται μέχρι σήμερα.
4.5 Ενημερώνει τους επισκέπτες για τις γευστικές συνήθειες των κατοίκων, παρασκευάζει και προσφέρει τοπικά εδέσματα με χρήση τοπικών παραδοσιακών συνταγών.
4.6  Η επιχείρηση που παρέχει υπηρεσίες εστίασης θα πρέπει:
Να χρησιμοποιεί κυρίως ελαιόλαδο και πάντα ελληνικό,
Να μεριμνά για την παρουσία ελαιολάδου πάνω σε κάθε τραπέζι στους χώ-ρους εστίασης,
Να προσφέρει αποκλειστικά και μόνο φρέσκα  κρέατα, θαλασσινά, λαχανι¬κά και φρούτα τοπικής παραγωγής (ή ελληνικής προέλευσης όταν δεν υπάρχει τοπική παραγωγή),
Τα προϊόντα μεταποίησης που προσφέρει (γαλακτοκομικά, αλλαντικά, ζυμαρικά, δημητριακά, μαρμελάδες, γλυκά κ.ά.) να είναι τοπικά, όπου υπάρχουν, και σε κάθε περίπτωση ελληνικά,
Να προσφέρει φρέσκο ψωμί και μόνο τοπικά ή ελληνικά αρτοσκευάσ-ματα,
Να προσφέρει ελληνικό καφέ φτιαγμένο με τον παραδοσιακό τρόπο και όχι από μηχανή ατμού,
Να χρησιμοποιεί και να προβάλει τοπικά προϊόντα και προϊόντα ΠΟΠ, ΠΓΕ, ιδιοτυπίας, βιολογικά, εάν αυτά είναι διαθέσιμα στην περιοχή κ.ά.

5. Ανθρώπινο δυναμικό
Βασικός συντελεστής της καλής ποιότητας του προσφερόμενου αγροτου-ριστικού προϊόντος είναι τα προσόντα, η συμπεριφορά και η εκπαίδευση του απασχολούμενου ανθρώπινου δυναμικού.
Ο απασχολούμενος είναι δυνατό να έχει αποκτήσει τα σχετικά με την εργασία του προσόντα με έναν ή περισσότερους από τους παρακάτω τρόπους:
εμπειροτεχνικά,
πτυχίο,
σεμινάρια,
προϋπηρεσία.

Η αξιολόγηση επιτυγχάνεται με επιτόπια εξέταση εγγράφων, πιστοποιητικών, τίτλων σπουδών.
Η επιχείρηση πρέπει να φροντίζει για την απασχόληση εκπαιδευμένου προσωπικού, καθώς και για τη διαρκή επιμόρφωσή του (από εξειδικευμέ¬νο φορέα ή από το ίδιο τον εργοδότη εάν επαρκεί).
Η επιμόρφωση του προσωπικού πρέπει να αντιστοιχεί και στη θεματολογία της ελληνικής προδιαγραφής ΕΛΟΤΠΡΔ 1417 (όπως εξυπηρέτηση πελα¬τών, περιβαλλοντική διαχείριση, κανόνες υγιεινής κ.ά.).
Για το απασχολούμενο προσωπικό τηρείται αρχείο εκπαιδεύσεων-επιμορ-φώσεων.

 6. Πελάτης
 Μια αγροτουριστική επιχείρηση θα πρέπει να πληροφορεί τους πελάτες της, με σαφή και ακριβή τρόπο, σχετικά με το εύρος και το είδος των υπηρεσιών, τα χαρακτηριστικά των προϊόντων που προσφέρει και την πολιτική ποιότη¬τας πουακολουθεί.
6.1  Δήλωση πολιτικής
Θα πρέπει να διατυπώσει μια Δήλωση Πολιτικής Ποιότητας, η οποία θα πρέ¬πει να είναι αναρτημένη στο χώρο ανακοινώσεων και στην οποία θα δηλώνεται ότι η επιχείρηση:
1. Τηρεί το νομοθετικό και κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας της.
1 Πληροί το σύνολο των αναγκαίων κτιριοδομικών και λειτουργικών όρων που αντιστοιχούν στις δραστηριότητές της.
2 Στοχεύει στη συνεχή βελτίωση των περιβαλλοντικών επιδόσεών της, λαμ-βάνοντας μέτρα για τη μείωση της ρύπανσης και την ορθολογική διαχείριση των φυσικών και ενεργειακών πόρων.
3 Συμβάλλει με τη λειτουργία της στη διατήρηση και προβολή των τοπικών χαρακτηριστικών, χρησιμοποιώντας τοπικά προϊόντα, παραδοσιακές συνταγές και προβάλλοντας τα ιδιαίτερα στοιχεία της τοπικής πολιτιστικής παράδοσης.
4 Μεριμνά για την απασχόληση επαρκώς καταρτισμένου προσωπικού και για τη διαρκή επιμόρφωσή του.
5 Ανταποκρίνεται στις προσδοκίες και στις απαιτήσεις των πελατών της και όσων έχουν έννομο συμφέρον από τη σωστή λειτουργία της.
6 Στοχεύει στη δημιουργία σχέσεων συνέργιας, στη δικτύωσή της με ομοει-δείς επιχειρήσεις στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητάς της και στην εισαγωγή καινοτόμων πρακτικών στη λειτουργία της.
7 Καταβάλλει συνεχή προσπάθεια επίτευξης των επιμέρους στόχων που έχουν τεθεί για την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών.

 6.2 Επικοινωνία
Η επιχείρηση θα πρέπει να καθορίσει διαδικασίες για την αποτελεσματική και αποδοτική επικοινωνία με τους πελάτες της. Η εφαρμογή αυτών των διαδικασιών θα βοηθήσει προς την κατεύθυνση της επαρκούς κατανόησης των αναγκών και των προσδοκιών του πελάτη, ώστε τελικά να μετατραπούν σε απαιτήσεις για την επιχείρηση.
Οι διαδικασίες πρέπει να περιλαμβάνουν:
α) Κοστολόγηση υπηρεσιών
Η επιχείρηση θα πρέπει να διαθέτει καταλόγους τιμών με αναλυτική περιγρα-φή των προσφερομένων υπηρεσιών (ή προϊόντων). Οι κατάλογοι πρέπει να είναι στην ελληνική και στην αγγλική γλώσσα.
β) Καταγραφή παραγγελίας
Όλες οι παραγγελίες των πελατών πρέπει να καταχωρούνται σε ειδικά έντυπα ανάλογα με το είδος της επιχείρησης.
γ) Καταγραφή των απόψεων του πελάτη
Η επιχείρηση θα πρέπει να επιδιώκει τη διαρκή βελτίωση των παρεχόμενων υπηρεσιών της μέσω καταγραφής των παρατηρήσεων (θετικές ή αρνητικές) ή και των παραπόνων του πελάτη. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με τους εξής τρόπους:
• Μέσω εντύπου καταγραφής των απόψεων του πελάτη. Το έντυπο αυτό θα πρέπει να είναι ένα τυποποιημένο ερωτηματολόγιο, προσαρμοσμένο στις ανάγκες και ιδιαιτερότητες της επιχείρησης, που θα έχει σκοπό τη μέτρηση της ικανοποίη-σης των πελατών. Θα δίδεται στους πελάτες σε εύλογο χρόνο πριν από την αποχώρησή τους με την παράκληση για την έγκαιρη συμπλήρωσή (όχι απαραίτητα επώνυμα) και τοποθέτησή του στο ειδικό κουτί που διαθέτει η επιχείρηση για το σκοπό αυτό.
Το έντυπο αυτό πρέπει να περιλαμβάνει τουλάχιστον τα παρακάτω θέματα:
αξιολόγηση της υπηρεσίας, των προϊόντων, του προσωπικού, των εγκα-ταστάσεων, της αντιμετώπισης του παραπόνου-παρατήρησης,
παρατηρήσεις-παράπονα,
καταγραφή των προτάσεων των πελατών για τη βελτίωση της επιχείρησης στους παραπάνω τομείς.

• Μέσω της προσωπικής επαφής με τον πελάτη, τα σχόλια των οποίων θα καταγράφονται και θα αξιοποιούνται. Αυτή η διαδικασία είναι απαραίτητη και αρκεί σαν τρόπος καταγραφής των απόψεων του πελάτη, όταν είναι εξαιρετικά δύσκολο να συμπληρώνεται έντυπο καταγραφής από τον ίδιο τον πελάτη.
δ) Αξιολόγηση των απόψεων των πελατών και καταγραφή των διορθωτι-κών ενεργειών από την επιχείρηση, η οποία πρέπει να γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα κατά την κρίση του επιχειρηματία και προαιρετικά να συντάσσεται πίνακας με τις ενέργειες για τη βελτίωση και το χρόνο υλοποίησής τους.
ε) Όπου είναι εφαρμόσιμο, η επιχείρηση πρέπει να διατηρεί αρχείο πελα-τών, το οποίο θα περιλαμβάνει τις πληροφορίες εκείνες που μπορούν να αξιοποι-ηθούν προκειμένου η επιχείρηση να είναι σε θέση να ανταποκριθεί στις απαιτή¬σεις και στις τυχόν ιδιαιτερότητες των πελατών της και να δημιουργείται το υπό¬βαθρο για διαχρονικές σχέσεις γνωριμίας.
στ) Ο ιδιοκτήτης της επιχείρησης θα πρέπει να δεσμεύεται για τη διαρκή πα-ρουσία τουλάχιστον ενός ατόμου στο χώρο της επιχείρησης, ώστε οι επισκέπτες να μπορούν να απευθύνονται σε αυτό άμεσα.
6.3  Πρόγραμμα ποιότητας
Η επιχείρηση πρέπει να εφαρμόζει ένα πρόγραμμα ποιότητας που να περιλαμ-βάνει:
Διαδικασίες παροχής υπηρεσιών. Κάθε δραστηριότητα της αγροτουριστι-κής επιχείρησης τεκμηριώνεται με τη μορφή διαδικασίας που περιλαμβά¬νει όλα τα βασικά στάδια αυτής. Θα πρέπει να είναι διακριτό ποιος είναι υπεύθυνος για κάθε διαδικασία ή ενέργεια.
Διαδικασίες ελέγχου ποιότητας παρεχομένων υπηρεσιών. Πρέπει να ορισ-τούν κάποια σημεία στις διαδικασίες, τα οποία είναι καθοριστικά για την ποιότητα της υπηρεσίας και τα οποία θα ελέγχονται με καθορισμένη συχ¬νότητα.
Αρχεία εφαρμοζόμενων ελέγχων ποιότητας. Τα αποτελέσματα των ελέγ-χων ποιότητας πρέπει να καταγράφονται και να αποτελούν συμβουλευτι¬κό εργαλείο για τη βελτίωση των υπηρεσιών.

7. Συνέργια-Άμιλλα-Δικτύωση-Ανταγωνιστικότητα-Καινοτομία
 7.1 Η επιχείρηση θα πρέπει να είναι σε θέση να υποδεικνύει στους πελάτες της άλλες επιχειρήσεις στην περιοχή που είναι πιστοποιημένες με το Σήμα Ποιό-τητας Αγροτουρισμού της ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.
Επίσης θα πρέπει να μπορεί να υποδεικνύει, αντικειμενικά και υπεύθυνα, άλ-λες επιχειρήσεις της περιοχής που δεν είναι κατ’ ανάγκη πιστοποιημένες, αλλά με τη δραστηριότητά τους συμβάλλουν στην ανάδειξη των τοπικών χαρακτηριστικών και τις τοπικής παραγωγής, και με αυτόν τον τρόπο δρουν συμπληρωματικά προς τις υπηρεσίες της.
7.2 Η επιχείρηση επιδιώκει τη συμμετοχή της σε:
Δίκτυα συνεργασίας επιχειρήσεων σε τοπικό επίπεδο (κοινή προβολή, κοινή προμήθεια υλικών και υπηρεσιών, κοινός σχεδιασμός),
Θεματικά δίκτυα ή σχήματα συνεργασίας σε εθνικό επίπεδο (δίκτυα προ-ώθησης-προβολής, δίκτυα ειδικών μορφών τουρισμού κ.ά).

7.3 Συνιστάται η συμμετοχή της επιχείρησης σε:
εθελοντικές κινήσεις (καθαρισμού, εξωραϊσμού, δενδροφύτευσης κ.ά.),
δίκτυα διακρατικής συνεργασίας (παροχή υπηρεσιών σε ειδικές ομάδες τουριστών, όπως φοιτητές, πολιτιστικές ανταλλαγές, κυκλικά συνέδρια κ.ά.),
δίκτυα προβολής της επιχείρησης μέσω αυτόνομου δικτυακού τόπου,
καταχώρηση της επιχείρησης σε ελληνικούς ή διεθνείς τουριστικούς κα-ταλόγους (έντυπους ή ηλεκτρονικούς),
εκδηλώσεις, εκθέσεις, διάφορες δραστηριότητες κ.ά.

7.4 Η επιχείρηση προωθεί την εισαγωγή νέων τεχνικών, υπηρεσιών, ιδεών ή συστημάτων οργάνωσης.

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ ΙX
ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ ΗΠΙΩΝ-ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
Ας δούμε ποιες είναι οι επιχειρήσεις οι οποίες μπορούν να χαρακτηριστούν ως αγροτουριστικές ή πιο σωστά Επιχειρήσεις Ήπιων Εναλλακτικών Μορφών Τουρισμού στην ύπαιθρο και τι ακριβώς θα μπορούσε να κάνει ο μελλοντικός επιχειρηματίας στο χώρο:
Αγροτουριστικές επιχειρήσεις
Ως «αγροτουριστικές» καταγράφονται σύμφωνα με την ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗΑ.Ε., οι τουριστικές επιχειρήσεις μικρής κλίμακας, οι οποίες χαρακτηρίζονται προτίστως από τη σαφή και προδιαγεγραμμένη σύνδεση της λειτουργίας τους με:
την τοπική παραγωγή/μεταποίηση αγροτικών (γεωργικών και κτηνοτρο¬φικών) προϊόντων,
την τοπική κουζίνα,
τις συνήθειες των κατοίκων, και
τα ιδιαίτερα πολιτισμικά χαρακτηριστικά (παραδοσιακή αρχιτεκτονική, έθιμα, λαϊκή τέχνη) της περιοχής όπου λειτουργούν.

Οι ιδιοκτήτες-κάτοχοι-διαχειριστές των επιχειρήσεων αυτών είναι φυσικά ή νομικά πρόσωπα και ταυτόχρονα ιδιοκτήτες γεωργικών/κτηνοτροφικών εκμεταλλεύσεων στην ίδια γεωγραφική ενότητα. Τα προϊόντα που παράγονται από αυτές τις γεωργικές-κτηνοτροφικές εκμεταλλεύσεις διατίθενται προς κατανάλω-ση/πώληση στους πελάτες τους.
¬
Η παρούσα τυπολογία Επιχειρήσεων Ήπιων Εναλλακτικών Μορφών Τουρισμού προτάθηκε από την ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε. στις 9/9/2004. Η τυπολογία αυτή δεν είναι δεσμευτική και δεν αποτελεί μέρος της ισχύουσας νομοθεσίας. Πρόκειται για μια ενδεικτική εκτίμηση των μορφών και των τύπων των επιχειρήσεων που λειτουργούν στον ελληνικό χώρο και εντάσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο των Ήπιων Μορφών Τουρισμού Υπαίθρου. Η συγκεκριμένη τυπολογία προκύπτει και βασίζεται στις τελικές προτάσεις της 16μελούς Επιτροπής «Προδιαγραφών Ποιότητας Αγροτουρισμού» (Οκτώβριος 2002), η οποία ορίσθηκε με την ΚΥΑ305847/8276/11-11-2002, Σχέδιο Κοινής Υπουργικής Απόφασης Υπουργών Ανάπτυξης και Γε¬ωργίας και εργάστηκε σε μια σειρά συναντήσεων από τις 12-4-2002 έως τις 18-10-2002 στα γρα¬φεία της ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΗ Α.Ε.


Σύμφωνα με αυτά θεωρούμε ως αγροτουριστικές επιχειρήσεις:
τα Αγροτουριστικά Καταλύματα.
τα Καταλύματα Ήπιων Εναλλακτικών Μορφών Τουρισμού.
τα Καταλύματα σε Παραδοσιακά/Διατηρητέα Κτίρια.
τις Επιχειρήσεις Ήπιων Εναλλακτικών Μορφών Τουρισμού.

Α. ΑΓΡΟΤΟΥΡΙΣΤΙΚΑ ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ
 1. Κατάλυμα σε αγρόκτημα
Αγρόκτημα είναι μια ενιαία μονάδα στον αγροτικό χώρο που περιλαμβάνει γεωργική, κτηνοτροφική ή μικτή εκμετάλλευση. Πρόκειται για καταλύματα σε κτίσματα ήπιας μορφής και διασπασμένα σε όγκο, τα οποία εναρμονίζονται αρχιτεκτονικά με τον περιβάλλοντα χώρο. Οι υπηρεσίες που παρέχονται από την επιχείρηση είναι στενά συνδεδεμένες με τις αγροτικές δραστηριότητες και τα προϊόντα που παράγονται στο αγρόκτημα. Ο αριθμός των δωματίων δεν πρέπει να υπερβαίνει το ένα (1) δωμάτιο ανά στέμμα  και ο αριθμός των κλινών τις τρεις
(3) ανά στρέμμα, ο δε μέγιστος αριθμός των κλινών δεν πρέπει να υπερβαίνει τις εξήντα (60) κλίνες ανά αγρόκτημα. Στην περίπτωση που πρόκειται για συγκρό¬τημα κατοικιών, αυτό θα απαρτίζεται από ανεξάρτητα κτίσματα μέγιστης δυναμι¬κότητας τεσσάρων (4) δωματίων και δώδεκα (12) κλινών έκαστο, τα οποία θα απέχουν μεταξύ τους και από τα όρια της ιδιοκτησίας κατ’ ελάχιστο δέκα (10) μέτρα. Στο αγρόκτημα είναι δυνατό να λειτουργούν μονάδες μεταποίησης των παραγόμενων αγροτικών προϊόντων, ή και αγροτικών προϊόντων που προμηθεύ¬ονται από τοπικούς παραγωγούς. Στο κατάλυμα σε αγρόκτημα μπορεί να παρέχε¬ται επίσης περιβαλλοντική εκπαίδευση και εκπαίδευση σχετικά με την αγροτική παραγωγή και τον αγροτικό τρόπο ζωής από εκπαιδευμένο προσωπικό.
Πηγή: Ε.Σ.Υ.Ε. Όπως ορίζεται στο κείμενο «Βασικοί ορισμοί και έννοιες της Απογραφής Γεωργίας-Κτηνοτρο¬φίας 1999»-Μητρώο Γεωργικών/Κτηνοτροφικών Εκμεταλλεύσεων.

2.  Σπίτι του  αγρότη
Πρόκειται για φιλοξενία σε καταλύματα που λειτουργούν στον ίδιο χώρο (οί-κημα/οικόπεδο) με τη μόνιμη κατοικία του αγρότη ή και της οικογένειάς του ή σε άλλο κατάλυμα (ενοικιαζόμενα δωμάτια/διαμερίσματα) που διαχειρίζεται ο αγρότης στον ίδιο οικισμό. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι ότι ο «διαχειριστής/ιδι¬οκτήτης» του καταλύματος έχει εισοδήματα από την παραγωγή αγροτικών προϊ¬όντων (γεωργικά/κτηνοτροφικά). Τα καταλύματα αυτά βρίσκονται στον ίδιο γε¬ωγραφικό χώρο (δήμος/κοινότητα) με τις γεωργικές/κτηνοτροφικές εκμεταλλεύ¬σεις, από τις οποίες αντλεί το αγροτικό του εισόδημα. Τα καταλύματα αυτά είναι ενοικιαζόμενα δωμάτια συνολικής δυναμικότητας μέχρι 12 κλίνες και διαθέτουν δικής τους χρήση λουτρό. Σε αντίθετη περίπτωση, η επιχείρηση οφείλει να δια¬θέτει τουλάχιστον ένα κοινόχρηστο λουτρό ανά 4 άτομα, για την αποκλειστική χρήση των φιλοξενούμενων. Οι φιλοξενούμενοι έχουν τη δυνατότητα να κάνουν χρήση των κοινόχρηστων χώρων του σπιτιού που χρησιμοποιεί και ο ιδιοκτήτης (κουζίνα, τραπεζαρία, καθιστικό). Οι υπηρεσίες που παρέχονται (πρωϊνό, γεύμα¬τα, πληροφόρηση, περιήγηση) είναι στενά συνδεδεμένες με τη γεωργική ή κτη¬νοτροφική εκμετάλλευση του ιδιοκτήτη-αγρότη.

Β. ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΗΠΙΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΥ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
 1. Αγροικίες
Πρόκειται για μεμονωμένο οίκημα στον αγροτικό χώρο, το οποίο βρίσκεται εκτός ορίων οικισμού και έχει φυσικό περιβάλλοντα χώρο με μικρής έκτασης αγροτικές καλλιέργειες ή και βλάστηση. Οι αγροικίες μπορεί να είναι καταλύματα που λειτουργούν είτε ως ενοικιαζόμενα δωμάτια/διαμερίσματα, είτε ως αυτοεξυ-πηρετούμενα καταλύματα, με συνολική δυναμικότητα 14-16 κλίνες. Οι επιχειρή-σεις αυτού του τύπου δεν παρέχουν υπηρεσίες εστίασης εντός του καταλύματος.

2. Καταλύματα σε ανεξάρτητες αγροτικές οικίες εντός παραδοσιακού οικισμού
Κατάλυμα που λειτουργεί σε οίκημα στον αγροτικό χώρο, το οποίο βρίσκεται εντός ορίων χαρακτηρισμένου παραδοσιακού οικισμού. Αυτά μπορεί να είναι κα-ταλύματα που λειτουργούν είτε ως ενοικιαζόμενα δωμάτια/διαμερίσματα, είτε ως αυτοεξυπηρετούμενα καταλύματα, με συνολική δυναμικότητα 14-16 κλίνες. Οι επιχειρήσεις αυτού του τύπου δεν παρέχουν υπηρεσίες εστίασης εντός του κατα-λύματος.
3. Ξενώνες
Είναι καταλύματα μικρής κλίμακας (μέχρι 15 δωμάτια ή 40 κλίνες) στην ελ-ληνική ύπαιθρο, εναρμονισμένα με το φυσικό περιβάλλον (φυσικό και ανθρωπο-γενές), διαθέτουν κοινόχρηστο χώρο και προσφέρουν υπηρεσίες εστίασης (τουλάχιστον πρωϊνό). Έχουν τη λειτουργική μορφή ξενοδοχείου, ενοικιαζομένων δωματίων/διαμερισμάτων.

Γ. ΚΑΤΑΛΥΜΑΤΑ ΣΕ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΑ / ΔΙΑΤΗΡΗΤΕΑ ΚΤΙΡΙΑ
1 Παραδοσιακοί ξενώνες (ξενοδοχεία ή ενοικιαζόμενα δωμάτια)
2 Παραδοσιακές κατοικίες (αυτόνομες κατοικίες σε χαρακτηρισμένα κτίρια)

Είναι καταλύματα που στεγάζονται σε χαρακτηρισμένα παραδοσιακά (Περι-φέρεια, Ε.Ο.Τ., Υ.ΠΕ.ΧΩ.Δ.Ε.) ή διατηρητέα κτίρια (Υπ. Πολιτισμού).
Το κριτήριο αυτό δεν έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, αλλά κρίνεται σκόπιμη η αναφορά σε αυτό, στα πλαίσια της προσπάθειας να καταγραφούν τα πιο αντιπροσωπευτικά καταλύματα.
Δ. ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΙΣ ΗΠΙΩΝ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΩΝ ΜΟΡΦΩΝ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ
 1. Επισκέψιμα αγροκτήματα
Αγροκτήματα με επισκέψιμες εγκαταστάσεις που παρέχουν ξενάγηση, πληρο-φόρηση ή / και εκπαίδευση στους επισκέπτες. Διαθέτουν προϊόντα προς πώληση και είναι δυνατό να έχουν και μονάδα μεταποίησης των παραγομένων στο αγρόκτημα προϊόντων ή / και προϊόντων που προμηθεύονται από τοπικούς παρα-γωγούς.
 2. Επισκέψιμα εργαστήρια μεταποίησης αγροτικών προϊόντων
Εργαστήρια παραγωγής τοπικών προϊόντων που βασίζονται σε παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής με πρώτες ύλες που παράγονται τοπικά. Ένα ποσοστό των παραγόμενων προϊόντων είναι πιστοποιημένα ως βιολογικά ή Προϊόντα Ονομασί-ας Προέλευσης (ΠΟΠ) ή Προϊόντα Γεωγραφικής Ένδειξης (ΠΓΕ) ή Ειδικά Πα-ραδοσιακά Προϊόντα Εγγυημένα-Ιδιότυπα, ή προϊόντα ολοκληρωμένης διαχείρι-σης παραγωγής (ARGO 1, 2 κ.ά.) ή σύμφωνα με άλλες προδιαγραφές ποιότητας αγροτικών προϊόντων.
3. Πρατήρια-εκθετήρια τοπικών προϊόντων
Ένα ποσοστό των προϊόντων που διατίθενται είναι πιστοποιημένα ως βιολο-γικά ή ΠΟΠ ή ΠΓΕ (κ.ά. ως άνω) και προέρχονται από τοπικές γεωργικές / κτη-νοτροφικές εκμεταλλεύσεις.
4. Αγροτουριστικά κέντρα εστίασης
Είναι επιχειρήσεις εστίασης (ταβέρνες, μεζεδοπωλεία, καφενεία κ.ά.) που λει-τουργούν σε αγροτουριστικό προορισμό και:
Συμβάλουν στη διάδοση της τοπικής παραδοσιακής ελληνικής κουζίνας, ως στοιχείου πολιτισμού του τόπου στον οποίο δραστηριοποιούνται,
Πληρούν τους όρους και τις προϋποθέσεις των σχετικών τεχνικών και νο¬μικών διατάξεων για τη λειτουργία τους,
Χρησιμοποιούν κατά συστηματικό τρόπο εγχώρια και κατά προτίμηση το¬πικά αγροτικά προϊόντα, και
Προσφέρουν κυρίως εδέσματα παρασκευασμένα σύμφωνα με τοπικές πα-ραδοσιακές ελληνικές συνταγές.

Στην περίπτωση που διαθέτουν εγκαταστάσεις φιλοξενίας (βλ. «Κατάλυμα σε αγρόκτημα»).
Οι βασικοί τύποι αγροτουριστικών επιχειρήσεων εστίασης είναι οι εξής: εστι-ατόριο, ουζερί, μεζεδοπωλείο, τσιπουράδικο, σουβλατζίδικο, καφενείο, άλλοι τύ-ποι.
5. Επιχειρήσεις διεξαγωγής υπαίθριων δραστηριοτήτων
Είναι επιχειρήσεις που απασχολούν εξειδικευμένο προσωπικό και διοργανώ-νουν εξορμήσεις στη φύση σε μικρές ομάδες (μέχρι 20 ατόμων) με δραστηριότη-τες όπως ορειβασία, αναρρίχηση, kayaking, ράφτινγκ, διάσχιση φαραγγιών, τοξο-βολία κ.ά.






Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο